Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Η μόδα του παλιού

$
0
0

Το vintage είναι μια αισθητική που γεννήθηκε από ανάγκη και από μια χρήσιμη παραδοχή: Ηρθε ο καιρός να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν και να αγαπήσουμε τα ψεγάδια μας
Η μόδα του παλιού
Φωτογραφία: Λευτέρης Σιαράπης / STUDIO BHMA


Μας πήρε πολλά χρόνια να το καταλάβουμε. Εφταιγε ο παρατεταμένος νεοπλουτισμός του Ελληνα που, αφού ξεφορτώθηκε τα «βαριά» έπιπλα των γονιών του, ήθελε όλα να είναι του κουτιού, καθαρά και αψεγάδιαστα. Η μία μόδα διαδεχόταν την άλλη, με κοινό παρονομαστή την ασφαλή ομοιομορφία. Το εσωτερικό των σπιτιών θύμιζε σκηνικό τηλεοπτικής σειράς ή καταχώριση εξειδικευμένου περιοδικού διακόσμησης. Ενα ποτήρι είχε πολύ συγκεκριμένη θέση επάνω στο τραπέζι του σαλονιού, τα προσωπικά σου είδη πάνω στο κομοδίνο έπρεπε να είναι και αυτά επιμελώς ατημέλητα, λες και από στιγμή σε στιγμή θα εισέβαλλε ο διακοσμητής που προσέλαβες για να σε μαλώσει που δεν είναι όλα στην εντέλεια.

Και ξαφνικά, τα τελευταία χρόνια, κατά διαβολική σύμπτωση με την οικονομική κρίση, ανακαλύψαμε το αυτονόητο: το πόσο σημαντικό αλλά και όμορφο είναι να δίνουμε στα έπιπλα, στα πράγματα, στα ρούχα αλλά και στα κτίρια μια δεύτερη ευκαιρία. 
Η αισθητική και η λογική του vintage ήρθαν στην Ελλάδα με μεγάλη καθυστέρηση, ακριβώς τη στιγμή που αρχίσαμε να σκαλίζουμε τις ντουλάπες, μήπως έχει ξεμείνει κάτι από τα παλιά για να φορέσουμε. Αυτή η μόδα, λοιπόν, γεννήθηκε εδώ από ανάγκη και από μια χρήσιμη παραδοχή: ήρθε ο καιρός να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν και να αγαπήσουμε τα ψεγάδια μας.

Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, εντοπίζει και μια ψυχαναλυτική χροιά στην απόφασή μας να επανεκτιμήσουμε καθετί παλιό:
 «H επιστροφή στο παρελθόν εκφράζει άλλοτε νοσταλγία και άλλοτε μόδα. 
Είναι φυσικό οι άνθρωποι, μεγαλώνοντας, να θυμούνται ξανά τους παππούδες τους και να γοητεύονται από αυτό που έχει χαθεί. Κατά καιρούς επιστρέφουμε και δανειζόμαστε στοιχεία από διάφορες χρονικές περιόδους. Το να ενθουσιαζόμαστε, για παράδειγμα, με τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 είναι περίπου σαν να επιστρέφουν στη μόδα τα παιδικά μας χρόνια. Οταν το παρελθόν είναι πιο κοντά μας, αντιδρούμε σε αυτό, όπως εναντιωνόμαστε στους γονείς μας. Με το που νιώσουμε ότι ξεμακραίνει, όχι μόνο συμφιλιωνόμαστε μαζί του, αλλά και το αγιοποιούμε».

Η δεύτερη ευκαιρία

Κάπου μέσα στη δεκαετία του ’90, στην πλατεία Εξαρχείων, η Ιφιγένεια Ματαράγκα συνελήφθη επ’ αυτοφώρω από φίλη της. Εσερνε έναν παλιό μπουφέ που μόλις είχε βρει στα σκουπίδια. Εχοντας κάνει πλέον το χόμπι της επάγγελμα, το Ifigenia’s Home (www.ifigeniashome.com) είναι ένα ευφάνταστο ατελιέ και η ίδια εργάζεται ως «διακοσμήτρια επίπλων», μεταμορφώνοντας οποιοδήποτε έπιπλο της πηγαίνουν σε κάτι μοναδικό, που όμοιό του δεν υπάρχει πουθενά: «Εχουμε ξεπεράσει τις δεισιδαιμονίες του τύπου “αποκλείεται να φορέσω το φουστάνι μιας νεκρής ή ένας Θεός ξέρει πού βρισκόταν αυτό το έπιπλο”. Προερχόμαστε από μια γενιά που είχε ανάγκη να φαίνεται πλούσια. 
Το τεράστιο σύνθετο στο σαλόνι έπρεπε να είναι από σκούρο ξύλο για να μοιάζει πολύτιμο. Εμείς θέλαμε να κάνουμε την επανάστασή μας, να τα ξεφορτωθούμε όλα αυτά, αλλά πολλά από εκείνα τα αντικείμενα ήταν πραγματικά ωραία. 
Τώρα το συνειδητοποιούμε και τους δίνουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Υπάρχουν άνθρωποι που ανακάλυψαν το vintage και θα παραμείνουν σε αυτό και άλλοι που θα επιστρέψουν στα ίδια, τα πανάκριβα και όχι απαραιτήτως καλαίσθητα, όταν περάσει η κρίση».

Σαν παλιά ταινία

Υπάρχουν, βέβαια, και οι πιο θαρραλέοι που δεν αρκούνται στο να περιστοιχίζονται από παλιά, όμορφα πράγματα. Πηγαίνουν ένα βήμα πιο πέρα και, αντί να νοικιάσουν φθηνό διαμέρισμα, νοικιάζουν ολόκληρη παλιά μονοκατοικία, το ενοίκιο της οποίας είναι γύρω στα 350 ευρώ, ένα ποσό που ισοδυναμεί με δυάρι στο κέντρο.

Ο Γιώργος Ανδρουλάκης, δάσκαλος γιόγκα και θεραπευτής ταϊλανδέζικου μασάζ, μετακόμισε πριν από ενάμιση χρόνο σε μια μονοκατοικία του ’30 στην οδό Ραγκαβή, στους Αμπελοκήπους. Το σπίτι είναι 100 τετραγωνικά και άλλα τόσα η ταράτσα. Ο συγκάτοικός του, ηθοποιός Στέφανος Αχιλλέως, μας μίλησε για τα υπέρ και τα κατά: «Με λίγα χρήματα μπορώ να ζω σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι και να έχω τον δικό μου χώρο, ενώ παράλληλα συγκατοικώ. Δεν έχεις κοινόχρηστα, ακούς μουσική στη διαπασών χωρίς να ενοχλείς τον από κάτω, έχεις την προσωπική σου ταράτσα και τη διαμορφώνεις όπως θες. Είναι ψηλοτάβανο, δεν σε πλακώνουν οι τοίχοι, αν έχεις κατοικίδια βγαίνουν και παίζουν στην αυλή. Αλλά μια και το σπίτι έχει παραμείνει ως είχε και δεν έχει ανακαινιστεί, ο τοίχος διαλύεται αν δοκιμάσεις να καρφώσεις κάτι. Τον χειμώνα τα παράθυρα μπάζουν, πρέπει να έχεις συνεχώς αναμμένη τη σόμπα – δεν υπάρχει κεντρική θέρμανση. Είναι ένα κτίριο που θέλει συνεχή φροντίδα. Σου δίνει, όμως, διαρκώς την αίσθηση ότι παίζεις σε παλιά ταινία».

Vintage ποτό

Βγαίνοντας από σπίτια και διαμερίσματα που όλο και πιο συχνά ενδίδουν στην ξεχασμένη γοητεία του παλιού, θα συναντήσουμε στη βραδινή μας βόλτα café και μπαρ που ασπάζονται το vintage. Από την αισθητική του καταλόγου, τα old-fashioned κοκτέιλ, ως τα κεντημένα κάδρα και την 70s ταπετσαρία στους τοίχους, ή τα έπιπλα και τους καναπέδες που σου δίνουν την αίσθηση ότι η γιαγιά σου μετακόμισε κάπου στα Εξάρχεια και λόγω βαρηκοΐας ακούει πολύ δυνατά μουσική. Στην Αθήνα, που βλέπει όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά να κλείνουν λόγω κρίσης και στη θέση τους να ανοίγουν μπαρ, υπάρχουν εκείνα που «πουλάνε» vintage, αλλά είναι περισσότερο η βιτρίνα και όχι η ουσία τους.

Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα, όπως το Τσιν Τσιν στην οδό Κιάφας στα Εξάρχεια, το οποίο ακολουθεί την αισθητική του ιδιοκτήτη του, Δημήτρη Χασιούρα, και δεν είναι τυχαία ένα από τα πιο επιτυχημένα στέκια της Αθήνας: «Το vintage για μένα πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι χρηστικό. Μου αρέσουν τα χειροποίητα πράγματα, τα υλικά που αντέχουν στον χρόνο και περνούν από χέρι σε χέρι. Τέτοια μπαρ υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια στην Ευρώπη, στη Δρέσδη και στο Αμστερνταμ έχω δει μερικά από τα ωραιότερα. Πηγαίνω σε παζάρια της Αθήνας και του εξωτερικού, αγοράζω αντικείμενα για το σπίτι και το μαγαζί μου. Οι φίλοι μου με ξέρουν καλά και συχνά μού φέρνουν πράγματα από τις γιαγιάδες τους που ξέρουν ότι θα εκτιμήσω».

Δεν είναι το μοναδικό μπαρ. Τώρα το καλοκαίρι, οι αυλές ξαναζωντανεύουν δίπλα σε μισογκρεμισμένους τοίχους, γυριστές σκάλες και μπαλκόνια. Πίνεις το ποτό σου, θυμάσαι την ασπρόμαυρη κωμωδία «Οι κυρίες της αυλής» και, το σημαντικότερο, δεν σε τρομάζουν πια τα χαλάσματα. Αντιθέτως, σε γοητεύουν.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino τo Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>