“Το δυάρι και το λουτροκαμπινέ, την τηλεοπτική συσκευή…”
Όσο για το λαό, σε γενικές γραμμές, ε, αν πείνασε πολιτικά, δεν το ‘δειξε πολύ – αυτή τουλάχιστον ήταν η δική μου εντύπωση. Ο σιδεράς μου
μου ‘λεγε “Ας τα αυτά, κυρ – Κώστα, είναι κανόνι ο Παπαδόπουλος”.
Ο μπακάλης μου θαύμαζε τα ελληνικά και τη ρητορική του δεινότητα.
Η πλειονότητα είν’ αλήθεια του λαού, με τη γνωστή του σκωπτικότητα, κορόιδευε τον Παττακό για τις γόπες που ‘βαζε τον κόσμο να μαζεύει απ’ τους δρόμους, κυκλοφορούσανε σπαρταριστά ανέκδοτα, αλλά εις πείσμα του γραφικού συνταγματάρχη, η μίνι φούστα θριάμβευσε, ο Σκυλίτσης μπορεί να ‘κλεισε την Τρούμπα, αλλά η νεολαία του Πειραιά ξεμπουκάριζε κατά χιλιάδες απ’ τον ηλεκτρικό στο Μοναστηράκι, κάθε οικοδομικό τετράγωνο της Αθήνας, μαζί με το σούπερ-μάρκετ απόκτησε και το μπορντέλο του, στη Συγγρού εμφανίστηκαν οι πρώτοι τραβεστί κι έδιωξαν απ’ τις πιάτσες τις πραγματικές γυναίκες, με το διεθνές οικονομικό boom χάρις στο φτηνό πετρέλαιο έπεσε και στην Ελλάδα χρήμα, κλέβαν οι συνταγματάρχες, κλέβαν τα τσιράκια τους, αλλά κι οι μικρομεσαίοι άρχισαν να αποχτάνε, μαζί με το δυάρι και το λουτροκαμπινέ, την τηλεοπτική τους συσκευή, οι κουλτουριάρηδες στριμωχνόντουσαν στις μπουάτ για να χαρούν το Νέο Κύμα, τα ιδιόρρυθμα τραγούδια του Σαββόπουλου με την ακόμα πιο ιδιόρρυθμη βραχνή φωνή και ο Ταρζάν του Μαρκόπουλου έπαιρναν έναν κρυπτο-αντιστασιακό χαρακτήρα, τα μπενζινάδικα σου χάριζαν ποτήρια για να τα προτιμήσεις, η ζωή των εξωστρεφών φιλήδονων Ελλήνων συνεχιζόταν πάνω σ’ ένα ηφαίστειο που σιγόβραζε, αλλά λίγοι – όπως και πότε άλλωστε δε συνέβαινε το ίδιο; – μπορούσανε να το προβλέψουν. Υπήρχαν βέβαια οι εξόριστοι, υπήρχε η ΕΣΑ κι η Μπουμπουλίνας. Αλλ’ αυτό δεν ήταν δα και τίποτα πρωτόφαντο στον τόπο μας – μπροστά σ’ αυτά που είχανε δει τα μάτια του κοσμάκη στον Εμφύλιο, επρόκειτο για μπαγκατέλες.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ (από κείμενό του στο περιοδικό