Στην πραγματικότητα δεν είχε και κάτι δικό της να βάλει …ποτέ δεν ήθελε να έχει εξάλλου κάτι. Ότι αληθινά αγάπησε και ήταν κομμάτι της ψυχής της το άφησε στην Πατρίδα. Έξι παιδιά χαμένα. Πως να χωρέσει ο πόνος της σε ένα μπαούλο; Μετά στην Ελλάδα της έμεινε ο παππούς. Όταν πέθανε κι αυτός εξαφάνισε οτιδήποτε υλικό την έδενε μαζί του και με τη γη που τη γέννησε.
Και μετά χάθηκε σε έναν κόσμο όπου εκεί πότε δε σταμάτησε ο χρόνος γι αυτήν και η ζωή της συνέχισε κανονικά στο σπίτι της στο Σιόν στην Αργυρούπολη του Πόντου. Με αυτήν, την μικρότερη από τις νύφες, την πιο όμορφη και προκομμένη φυσικά. Με τον παππού νέο αλλά πολύ μεγαλύτερο της να την αγαπά πολύ και να ανέχεται στωικά τις ανυπόφορες ζήλειες της. Με την αναμονή του από τα πολυήμερα ταξίδια του στην Τραπεζούντα για τις δουλειές του και το «βγάλσιμο» της ψυχής του μετά γιατί την άφηνε μόνη να τη βασανίζουν οι ..άλλες (που ποιος τόλμαγε να βασανίσει τον κέρβερο ολόκληρης της περιοχής Αργυρουπόλεως, μην πω και Τραπεζούντος, αλλά άιντε..). Με το μεγάλωμα των μικρών που ποτέ δεν έφτασαν στην Ελλάδα. Με τα ανακατώματα των συννυφάδων μεταξύ τους. Με τον πεθερό της να ξυπνά χάραμα να φύγει στη δουλειά κι αυτή να μαζεύει με τις χούφτες τις λίρες που έπεφταν στο κρεβάτι από τις τσέπες του και να τις αποθηκεύει στο μυστικό τους μέρος γιατί σε αυτήν την πιο τίμια όλων είχε μόνον εμπιστοσύνη ο πεθερός.
Χανόμουν κι εγώ μαζί της στον κόσμο της μα σαν φτάναμε στις λίρες ξυπνούσα κι έτρεχα στο μπαούλο. Φύλλο και φτερό το έκαμα και πίστευα εκεί κρύβει η γιαγιά το θησαυρό του πεθερού της. Με το παιδικό μυαλό μου χαιρόμουν τη στιγμή που θα έβρισκα το χρυσάφι και θα αγόραζα όλο το παγωτό από όλα τα ζαχαροπλαστεία και θα έκανα τρελές βούτες ολόκληρη μέσα σε αυτό! Και φυσικά δεν θα έδινα ούτε μισό κουταλάκι σε κανέναν! Ούτε και στη γιαγιά! Αυτή ήταν άρρωστη έξαλλου. Να της ανέβαζα αναιτίως το σάκχαρο;
Θυμάμαι πως συχνά πυκνά με καπάκωνε και το καπάκι από το μπαούλο και πατούσα τα κλάματα από το φόβο μου. Το να σκεφτώ να το σηκώσω να βγω ούτε λόγος. Έπρεπε οπωσδήποτε να με σώσουν για να μου αποδείξουν ότι ήμουν το κέντρο του σύμπαντος τους! Είδε και αποείδε η μάνα μου με τη ζαβομάρα μου δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα και μια μέρα που κοπάνησε το καπάκι το κεφάλι μου κι έμπηξα τα κλάματα με τράβηξε έξω από το μαλλί, με έδειξε το σχεδόν άδειο μπαούλο και πρώτη φορά μου είπε σοβαρά ανακατεύοντας τα κουτιά από τις κονσέρβες: «Εδώ μέσα η γιαγιά δεν κρύβει λίρες. Εδώ κρύβει την πραγματικότητα της γιατί δεν αντέχει να τη ζει».
Ζαβό ξεζαβό μια χαρά τα κατάλαβα όλα τούτα , όπως κατάλαβα πως η γιαγιά μισοέχασε το μυαλό της και ζούσε μαζί μας παρά μόνον ελάχιστα ως σώμα. Ο νους ή καρδιά και ψυχή της δεν έφυγαν ποτέ από τον τόπο της. Δεν είχε ανάγκη από ένα μπαούλο για να χωρέσει όλα όσα ζούσε σαν αλήθεια της. Το χε όμως ανάγκη για να χωρέσει ότι η φύση ορίζει ως απτό.
Σήμερα το μπαούλο της το πήρα στο σπίτι μου εγώ. Στη αρχή σκέφτηκα να βάζω μέσα ότι είχα από την οικογένεια μας. Μετά το καλοσκέφτηκα και είδα πως αυτό θα ταν πολύ τετριμμένο κι έξω από όλα όσα έζησα με τη γιαγιά μου. Το άφησα κι εγώ λοιπόν αδειανό. Όσο έχω το μυαλό μου μια χαρά κάμει και για τραπεζάκι του καφέ, μα άμα το χάσω να χω χώρο να απλώσω κάπου την ύπαρξη μου.
stalastinmnimi