Ιστορίες από τα χρόνια της Κατοχής και του μετέπειτα εμφύλιου σπαραγμού...
.
Βασίλης Λαδάς
Ήταν 4 Ιουνίου του 1944, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο νησί των Σπετσών.
Από τότε άρχισε μια σειρά από ατιμωτικές πράξεις μια «κλίκας» Σπετσιωτών,
που αγκάλιασαν τους Γερμανούς, εξοπλίστηκαν απ’ αυτούς, βασάνισαν
και σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια με τον πιο φρικτό τρόπο Έλληνες
πατριώτες, προσβάλλοντας βάναυσα με τις πράξεις τους την ιστορία του νησιού της
Μπουμπουλίνας με την τεράστια συμβολή στην επανάσταση του 1821.
Η οικογένεια Πασαμήτρου ήταν μια μικροαστική οικογένεια των Σπετσών,
εύπορη και ειρηνική, που διατηρούσε κάποιο εμπορικό κατάστημα στο κέντρο της πόλης.
Στο διάστημα της κατοχής, ο γιος και η κόρη του Πασαμήτρου οργανώθηκαν στο Ε.Α.Μ.
Ο γιος του Γιώργος σπούδασε στην «Αναργύρειο» σχολή και διακρίθηκε με άριστα, ενώ
η κόρη η Νίτσα, ήταν παντρεμένη με δύο παιδιά. Ο Γιώργος παντρεύτηκε μια ωραιότατη
κοπέλα καθηγήτρια Φιλολογίας, η οποία από φοιτήτρια είχε προοδευτικές ιδέες και σύμφωνα
με πληροφορίες ανήκε στο χώρο του Κ.Κ.Ε.
Στις 4 Ιουνίου του 1944, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στις Σπέτσες, οι ντόπιοι προδότες
αφού εξοπλίστηκαν με γερμανικά όπλα, με πρωτόγνωρη λύσσα και αγριότητα άρχισαν
μεγάλης έκτασης συλλήψεις διαφόρων αντιστασιακών, πάντα με την ενεργό βοήθεια
των γερμανικών στρατευμάτων. Αυτά τα «ανθρώπινα κτήνη», άρχισαν να συλλαμβάνουν
και να σκοτώνουν Έλληνες συμπατριώτες τους. Ακόμα και οι Γερμανοί έβλεπαν με απορία
την αγριότητα αυτών των φονιάδων και πολλοί φωτογράφιζαν τις απάνθρωπες πράξεις τους.
Κατά το παρελθόν η Ελλάδα γνώρισε «Εφιάλτες» και «Πήλιους Γούσηδες», αλλά αυτοί
ήταν ελάχιστη μειοψηφία. Στις Σπέτσες δυστυχώς, ο αριθμός των προδοτών έφθανε περίπου
στο 25-30% του πληθυσμού. Αυτοί οι «υπάνθρωποι» με πρωτόγονη αγριότητα
συνελάμβαναν κάθε αντιστασιακό, τον βασάνιζαν απάνθρωπα και όπως θα δούμε παρακάτω,
άλλους τους εκτελούσαν και άλλους τους παρέδιδαν ομήρους στους Γερμανούς.
Μαζί με άλλους πατριώτες, συνέλαβαν τον πατέρα και τον γιο Πασαμήτρου.
Αφού τους βασάνισαν αρκετά στο κρατητήριο με «φάλαγγα», οι ίδιοι οι συμπατριώτες
τους τούς κατέβασαν ξυπόλυτους στο λιμάνι. Εκεί μαζεύτηκαν γύρω τους όλοι οι φονιάδες,
με σκοπό να τους «λυντσάρουν». Ο δε αρχιβασανιστής, που είχε το «γενικό πρόσταγμα»,
με απίστευτη αγριότητα επετίθετο κατά του Γιώργου, ο οποίος φώναζε πως δεν έχει
βλάψει κανέναν και είναι αθώος. «Γιατί με βασανίζετε» φώναζε μέσα στους αφόρητους
πόνους! Τότε ο κανίβαλος αρχιβασανιστής, στράφηκε στους διπλανούς φονιάδες της
παρέας του (οι οποίοι πριν είχαν βασανίσει πατέρα και γιο) και τους είπε ότι όποιος θέλει
μπορεί να τους σκοτώσει, με όποιο τρόπο του αρέσει.
Αμέσως τότε, κάποιος Σγόντζος, με τον υποκόπανο του όπλου που του είχαν δώσει
οι Γερμανοί, άρχισε να κτυπάει τον πατέρα Πασαμήτρο τόσο δυνατά, που τα μυαλά του
«χύθηκαν» έξω.
Τη φρικιαστική αυτή σκηνή, μου την περιέγραψε ο φίλος μου Στέφος Αλεξανδρίδης που
ζούσε στο Κρανίδι. Ήταν τότε μικρό παιδί στις Σπέτσες και από περιέργεια παρακολουθούσε
τι γινόταν, με αποτέλεσμα, σταγόνες από αίματα και μυαλά από το σπασμένο κεφάλι του
πατέρα Πασαμήτρου να πεταχτούν στα γυμνά πόδια του (φορούσε κοντά παντελονάκια).
Λίγα λόγια για το «κτήνος» που λεγόταν Σγόντζος....
Η οικογένεια του είχε τρία αγόρια. Ο πατέρας τους διατηρούσε ένα μαγαζάκι δίπλα στου Πασαμήτρου, ενώ ένας από τους γιους του ήταν γεωπόνος και δεν ανακατεύτηκε σ’ αυτά τα
εγκλήματα. Από τους άλλους δύο ο ένας δούλευε στο μαγαζάκι σαν πωλητής και ο άλλος
έκανε τον «γυρολόγο», γυρνώντας μ’ ένα γαϊδουράκι στα σοκάκια των Σπετσών.
Αυτός ο «γυρολόγος» συμμετείχε ενεργά και με ζήλο στα βασανιστήρια των «Πασαμητραίων»
που περιέγραψα πριν. Το χέρι αυτού του ανθρωπόμορφου τέρατος κρατούσε τον υποκόπανο
του γερμανικού όπλου που έλιωσε το κεφάλι του πατέρα Πασαμήτρου, ενώ με τον ίδιο
φρικιαστικό τρόπο σκότωσαν και τον γιο του τον Γιώργο.
Ο Στέφος που μου διηγήθηκε αυτά τα γεγονότα, πιστεύοντας στη δικαιοσύνη του Θεού,
με απορία μου είπε ότι δυστυχώς ο Θεός όχι μόνον δεν τιμώρησε τον Σγόντζο ώστε να μην
«δει προκοπή» και να πεθάνει άσχημα, αλλά αντίθετα και προκοπή είδε και πέθανε σε
βαθιά γεράματα.
Η γυναίκα του Γιώργου Πασαμήτρου μαθαίνοντας ότι βασάνιζαν τον άντρα της και
τον πεθερό της, πήρε στην αγκαλιά της το δίχρονο αγοράκι τους και κατέβηκε στο λιμάνι.
Βλέποντάς την οι φονιάδες συμπατριώτες της, όρμησαν καταπάνω της βρίζοντας και
απειλώντας την. Ευτυχώς μια γυναίκα από την Κουνουπίτσα των Σπετσών (η Κατίνα η κουφή
όπως την έλεγαν), όρμησε μέσα στους Γερμανούς και τους φονιάδες και πήρε το παιδί
από την αγκαλιά της μάνας. Την ίδια στιγμή, οι Γερμανοί μαζί με τους φονιάδες, «γάζωσαν»
το στήθος της γυναίκας του Γιώργου με τα αυτόματα όπλα τους και σύμφωνα με τον
Στέφο (αυτόπτη μάρτυρα που μου διηγήθηκε τα γεγονότα), η γυναίκα έπεσε «ανάσκελα»
νεκρή στην ακροθαλασσιά με ξεσκισμένα τα στήθια. Το ένα στήθος της ήταν αποκομμένο
από το σώμα και κρατιόταν από ένα κομμάτι δέρμα.
Σαν να μην τους έφτανε αυτό, ένας από τους φονιάδες μπήκε στην θάλασσα και
όπως η γυναίκα ήταν νεκρή, αυτό το «κτήνος» της έβγαλε την «κυλότα», μπροστά στα μάτια
όλων αυτών που παρακολουθούσαν, διότι εκτός από τους φονιάδες παρευρίσκονταν και
πολλοί περίεργοι. Φάνηκε το ωραίο σώμα της, ενώ αυτός διασκέδαζε επιδεικτικά δείχνοντας
τα γεννητικά της όργανα. Η Κατίνα η κουφή, παίρνοντας το δίχρονο παιδί στην αγκαλιά της,
το γλύτωσε από τους φονιάδες. Το «μάζεψε» στο φτωχικό της και το μεγάλωσε,
διότι η οικογένεια Πασαμήτρου είχε πλέον διαλυθεί. Όταν το παιδί έγινε 18 χρονών το πήρε
κάποιος μακρινός του συγγενής.
Όλα τα παραπάνω, εκτός από τον Στέφο Αλεξανδρίδη, τα πληροφορήθηκα και από
την Κατίνα την γυναίκα του καπετάν – Τζαβέλλα που παρέμεινε τότε στις Σπέτσες επειδή
δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τον άντρα της με τον Ε.Λ.Α.Σ. Όταν ο κτηνάνθρωπος και
οι όμοιοί του χόρτασαν τα ζωώδη ένστικτά τους με την «απόλαυση» του γυμνού κορμιού
μιας γυναίκας που επέπλεε νεκρή στη θάλασσα και αφού είχαν ολοκληρώσει το
όργιο των εγκλημάτων με θύματα από την οικογένεια Πασαμήτρου, τους «άνοιξε η όρεξη»
πάλι και ήθελαν να συνεχίσουν με άλλα εγκλήματα. Δεν χόρταιναν με τίποτα τα κτήνη!
Έτσι έφυγαν ουρλιάζοντας σαν αγέλη λύκων (ζητώ συγνώμη από τους λύκους),
διότι 50 μέτρα πιο πέρα είχαν 9 κρατούμενους αγωνιστές, ρακένδυτους και βαριά
κτυπημένους. Ανάμεσα στους υποψήφιους «μάρτυρες» ήταν ο καπετάν – Λευτεριάς,
γδυτός από τη μέση και πάνω, ενώ τα κέρατά του ήταν λιανισμένα από την σαλαχοουρά.
(Ίσως να «σφίγγεται το στομάχι» του αναγνώστη από την περιγραφή αυτών των
τρομερών σκηνών, αλλά ειλικρινά δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να αποδοθεί γραπτά
αυτή η σκληρή πραγματικότητα).
Λίγο πιο πέρα, είχαν ήδη στηθεί 9 κρεμάλες που τους «περίμεναν».
Οι κτηνάνθρωποι άρχισαν να τους κρεμούν έναν – έναν, με τα χέρια δεμένα πίσω.
Από την «απόλαυση» ούρλιαζαν σαν κανίβαλοι. Σκέφτομαι ότι ίσως κάποιος κανίβαλος
θα μου «ζητούσε τον λόγο», επειδή τον παρομοίωσα με αυτά τα «ανθρωποειδή».
Σίγουρα θα είχε δίκιο!
Τα 9 παλικάρια μπορεί να κρεμάστηκαν, όμως δεν «πέθαναν». Ζουν και θα ζουν
παντοτινά σαν φωτεινά παραδείγματα για τις μέλλουσες γενεές, ενώ κάποιοι
δήμιοι από τις Σπέτσες καταδικάστηκαν σε «πραγματικό» θάνατο. Τους καταδίκασε η ίδια
η ιστορία και η συνείδηση αυτών που είναι ΑΝΘΡΩΠΟΙ και όχι σκουλήκια.
Το φοβερό μ’ αυτήν την ιστορία είναι ότι (όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης παρακάτω),
οι 8 από τους 9 αναγνώστες μπορεί να θεωρηθούν «τυχεροί», γιατί γλίτωσαν με θάνατο
στην κρεμάλα «μια και έξω».
Κρέμασαν λοιπόν τους 8 και τελευταίος έμεινε ο Θανάσης Κοντοβράκης, φαρμακοποιός
από το Κρανίδι. Όταν του «τράβηξαν» την καρέκλα, το σχοινί της κρεμάλας κόπηκε
και ο Θανάσης έπεσε στο έδαφος με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Ας σημειωθεί ότι τα
σχοινιά ήταν παλιά και φθαρμένα. Διότι στην κατοχή δεν κατασκευάζονταν καινούργια.
Είναι γνωστή η διαδικασία της «κρεμάλας», όπου το ανθρώπινο σώμα ευρισκόμενο
περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος, πέφτει απότομα (μόνο με το βάρος του)
όταν κάποιος τραβήξει την καρέκλα, με αποτέλεσμα να κοπεί ο νωτιαίος μυελός και ο θάνατος
να είναι ακαριαίος.
Το φθαρμένο σχοινί δεν άντεξε και έτσι οι δήμιοι ένωσαν με κόμπο τα δύο κομμάτια
και ξεκίνησαν για δεύτερη φορά την ίδια ανατριχιαστική διαδικασία. Όμως πάλι το σχοινί
έσπασε!
Σκέφτομαι τώρα ότι αυτά τα «τέρατα» ίσως την προηγούμενη μέρα να έκαναν
«μεγάλους σταυρούς» στην εκκλησία και ίσως βλέποντας ότι το σχοινί κόπηκε όχι μία,
αλλά δυο φορές, το θεωρούσαν σαν «θεϊκό σημάδι» ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει τελικά
να ζήσει. Όμως ήταν τέτοια η λύσσα τους, που «μάζεψαν» κάτι άγρια σκυλιά και
ουρλιάζοντας μαζί μ’ αυτά, τα παρότρυναν να ξεσκίσουν τον Θανάση. Τα σκυλιά τρομαγμένα,
επιτέθηκαν αλλά δεν μπόρεσαν να τον σκοτώσουν.
Τότε μια παρέα παιδιών που κοιτούσαν περίεργα (ανάμεσά τους ήταν και ο Στέφος
που μου τα διηγήθηκε), έτρεξαν να φέρουν γερά σχοινιά από τα διπλανά καΐκια, ίσως
από συμπόνια για τον Κοντοβράκη, ώστε να γλιτώσει, πεθαίνοντας το συντομότερο.
Όμως το μαρτύριο του Θανάση έδειχνε να μην έχει τέλος. Και την Τρίτη φορά το σχοινί έσπασε πάλι!
Τότε ένα άλλο «ανθρωποειδές» από τις Σπέτσες, τον αποτελείωσε, λιώνοντάς του το κεφάλι με το κοντάκι του όπλου που του είχαν δώσει οι κατακτητές Γερμανοί! Έτσι ο άνθρωπος γλίτωσε από τα χειρότερα μαρτύρια που τον περίμεναν. Ας σημειωθεί, ότι αυτοί οι φονιάδες έλεγαν πως ήταν Έλληνες και περήφανοι «εθνικόφρονες». Όμως μόνο την μορφή ανθρώπου είχαν, ενώ στην ψυχή τους ήταν τέρατα. Ανάμεσα στους 9 πατριώτες που κρέμασαν στις Σπέτσες, ήταν και οι Κρανιδιώτες Γιώργος Τσιρτσίκος και Παντελής Ζέρβας, δυο αξιόλογοι και σεμνοί αγωνιστές. Όπως θα δούμε παρακάτω, «τα φοβερά και τρομερά» με τους Σπετσιώτες δεν είχαν τελειωμό.
Όταν το Φλεβάρη του 1945 ήλθε ο Γκίγκιζας (Μπενάκης) στο Κρανίδι, σαν ανθυπολοχαγός του «Ιερού Λόχου» από την Μέση Ανατολή, μαζί με όλους τους εξοπλισμένους από τους Γερμανούς της επαρχίας Τροιζηνίας και Σπετσών, κύκλωσε το Κρανίδι και συνέλαβε περίπου 250 ανθρώπους. Ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ.
Μας μετέφεραν στις Σπέτσες, άλλους στο ξενοδοχείο «ΑΘΗΝΑΙΟΝ» και άλλους στο «ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟ», επειδή τότε τα ξενοδοχεία τα είχαν μετατρέψει σε φυλακές. Στο «ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟ» έμεινα φυλακισμένος με την οικογένειά μου επί δύο μήνες, χωρίς να μας δίνουν φαγητό, ενώ αναγκαζόμαστε να πίνουμε νερό από τη βρύση της τουαλέτας. Τα βράδια σκεπαζόμασταν με μια κουβέρτα που την είχαμε φέρει από το σπίτι μας.
Στο β όροφο του ξενοδοχείου, στο βάθος, υπήρχε ένα δωμάτιο το οποίο ο Μπενάκης είχε μετατρέψει σε «άντρο» βασανιστηρίων. Σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι χωρίς στρώμα, έδεναν τα πόδια του κρατούμενου και δύο βασανιστές από την «παρέα» του, άρχισαν να κάνουν «φάλαγγα», που ήταν το πιο οδυνηρό μαρτύριο. Μετά άρχιζε το μαστίγωμα με την σαλαχοουρά στα πληγιασμένα πόδια. Εμένα με έδεσαν κατά τον ίδιο τρόπο στο κρεβάτι του «σύγχρόνου Προκρούστη» και υπέφερα τα ίδια βασανιστήρια. Έξω στο δρόμο, ήταν μαζεμένοι πάνω από 200 παρανοϊκοί Σπετσιώτες και ούρλιαζαν «θάνατος, θάνατος σκοτώστε τους».
Τότε το κτήνος ο Γκίγκιζας, για να χαρούν τα άλλα κτήνη που ήταν από κάτω, έβγαζε στο μπαλκόνι του «ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟΥ» τον γερό – Βελιώτη, που του είχαν σπάσει το κεφάλι και τα αίματα είχαν πήξει στα γένια του, τα οποία τα είχε «αφήσει» λόγω πένθους, διότι οι Γερμανοί είχαν σκοτώσει τον μοναχογιό του αντάρτη του Ε.Λ.Α.Σ., έξω από το νεκροταφείο της Κοιλάδας.
Αυτά τα είδα και τα ξέρω από προσωπική μου πείρα. Σ’ ένα δωμάτιο είμαστε στριμωγμένοι 11 κρατούμενοι. Κάθε μέρα οι βασανιστές μας, έπαιρναν δύο νεαρότερους από τους κρατούμενους και κουβαλούσαμε με καρότσια, βότσαλα από την παραλία της «ΑΝΑΡΓΥΡΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ», τα οποία μεταφέραμε στο πίσω μέρος της αυλής του «ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟΥ». Αυτό γινόταν όλη την ημέρα. Οι δοσίλογοι μας έβριζαν «ΕΑΜοβούλγαρους», κρατώντας ακόμα στην πλάτη τους τα όπλα που τους είχαν δώσει οι Γερμανοί.
Σε κάποια στιγμή, αγανακτισμένος, είπα στον οπλοφόρο που με συνόδευε και με έβριζε, ότι στο χωριό μου λένε, «η αυγή θε να το δείξει τίνος μάννα θε να λείψει», υπονοώντας με αυτό ότι «θα λογαριαστούμε». Εμείς είμαστε το 70% του Ελληνικού λαού. Αυτοί μας «έβγαλαν» στο βουνό και «λογαριαστήκαμε», δημιουργώντας τον Δημοκρατικό στρατό, με τα γνωστά αποτελέσματα του εμφυλίου. Όταν του το είπα αυτό, με στρίμωξε στον τοίχο με κλωτσιές και μου έβαλε το αυτόματο όπλο στο στήθος, απειλώντας να με σκοτώσει. Ήμουν 20 χρονών παιδί! Ένας από τους φρουρούς (πιο λογικός) επενέβη και του είπε «τι κάνεις εκεί, πας να σκοτώσεις ένα παιδί;» το επώνυμο αυτού του «κτήνους» το έμαθα μετά το 1974, διότι από το 1945 μέχρι τότε ήταν αδύνατο για μένα να πάω σ’ αυτήν την «φωλιά των λύκων» και να ρωτήσω για να μάθω ποιος ήταν και τι απέγινε. Έμαθα ότι ήταν ένα ασήμαντο «ανθρωπάριο», αλλά μπροστάρης σε όλα τα εγκλήματα. Δυστυχώς κανένας από αυτούς τους φονιάδες δεν «πλήρωσε». Αντίθετα «πλήρωσαν» πολύ ακριβά οι πατριώτες της Εθνικής Αντίστασης.
Πιστεύω ότι οι λίγοι αυτοί Σπετσιώτες που βασάνισαν και δολοφόνησαν, κάνοντας πρωτοφανής αγριότητες και βαρβαρότητες, πρόδωσαν την τίμια και πατριωτική στάση της Μπουμπουλίνας, πρόδωσαν τους αγώνες της στην θάλασσα και την στεριά, όπου με τον πρωτοφανή ηρωισμό της έγινε σύμβολο άξιας γυναίκας, πατριώτισσας, ηρωίδας και μάνας. Υπήρξαν όμως και Σπετσιώτες που τίμησαν την ιστορία του νησιού τους, κρατώντας ακλόνητη πατριωτική στάση κατά την τρομερή αυτή εποχή, όπως η οικογένεια Πασαμήτρου και άλλοι.
Ένιωσα στο «πετσί» μου τα βασανιστήρια, είδα πολλούς άλλους να βασανίζονται απάνθρωπα, όμως για τις περιπτώσεις που περιγράφω πριν, θα ήθελα ο αναγνώστης να αναρωτηθεί για δύο πράγματα. Αν αυτά τα «κτήνη» διέθεταν έστω και κάποιο ίχνος αισθημάτων και αν τα γραφόμενα είναι αληθινά, διότι είναι πάνω από τα όρια της ανθρώπινης λογικής. Δυστυχώς όμως υπάρχουν αποδείξεις, όχι μόνον από τα λεγόμενα ανθρώπων που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, αλλά κυρίως από το αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, που λέει ότι υπήρξαν «άνθρωποι» που πήραν από τους Γερμανούς όπλα, με τα οποία εκτέλεσαν Έλληνες πατριώτες και συντοπίτες τους.
Αυτή η προδοσία και μόνο, δείχνει ότι ήταν «κτηνάνθρωποι» και γι αυτόν τον λόγο δεν σταματούσαν πουθενά, κάνοντας πράξεις που ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης λογικής. Ας επανέλθουμε στις εκτελέσεις που έκαναν οι αντάρτες στα Δίδυμα. Εκτέλεσαν έναν Κύπριο στην καταγωγή (με το ψευδώνυμο Χάρος). Αυτός ήταν αντάρτης και σε μια μάχη με τους Γερμανούς στο Κολιάκι με χιλιάδες Γερμανούς που είχαν βαρύ οπλισμό, πρόβαλε αντίσταση με μια μικρή ομάδα 80 ανταρτών. Κάτω από την πίεση των Γερμανών (που είχαν υπέρτερες δυνάμεις), η ομάδα οπισθοχώρησε. Ενώ ο Χάρος ήταν ταμπουρωμένος σε ένα ψηλό βράχο, του έπεσε κάτω το αυτόματο. Θεώρησε αδύνατο να κατέβει να το πάρει διότι κινδύνευε να σκοτωθεί. Γι αυτό γύρισε στα Δίδυμα χωρίς το αυτόματο που το εγκατέλειψε στο πεδίο της μάχης. Όταν τον ρώτησε ο λοχαγός τι έγινε το αυτόματο και ο «Χάρος» του εξήγησε, διέταξε αμέσως δύο αντάρτες να τον πάνε έξω από το χωριό και να τον εκτελέσουν χωρίς καν Ανταρτοδικείο, διότι ήταν θέμα παραβίασης του όρκου του Ε.Λ.Α.Σ.
Η περίπτωση του Χάρου, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μοιάζει με την περίπτωση της εκτέλεσης του Διάκου, που ήταν θέμα παραβίασης όρκου και λιποταξίας. Ο δεύτερος αντάρτης που εκτέλεσαν, λεγόταν Λιμνιάτης από τα χωριά του Άργους και η ιστορία έχει άμεση σχέση με μια πόρνη από το Ναύπλιο. Αυτή είχε καταδώσει στους Γερμανούς, πολλούς ΕΠΟΝίτες που τους είχε πελάτες. Συνήθως πολλοί οπλοφορούσαν και ίσως συχνά να είχαν πάνω τους διάφορες προκηρύξεις. Η «κυρία» αυτή, αντί να αδιαφορήσει, τους κατέδιδε στους Γερμανούς ή στους συνεργάτες τους τούς «τσολιάδες». Έγινε αιτία να εκτελεσθούν πολλοί αγωνιστές.
Η ΟΠΛΑ την συνέλαβε, την μετέφερε στα Δίδυμα και εκεί την καταδίκασαν σε θάνατο. Ανέθεσαν στον Λιμνιάτη να την εκτελέσει, αλλά αυτή τον «ξελόγιασε» και αφού έκαναν έρωτα, αυτός την άφησε ελεύθερη. Η πόρνη παίρνοντας τον δρόμο για τα Ίρια και περνώντας από το Αμπέρτι, συναντήθηκε με μια ομάδα ανταρτών. Ένας αντάρτης την γνώρισε και έτσι την συνέλαβαν και την οδήγησαν στον λοχαγό τους στα Δίδυμα. Εκεί ο λοχαγός διαπίστωσε την πράξη του Λιμνιάτη και βάσει του όρκου του Ε.Λ.Α.Σ. τον καταδίκασε σε θάνατο. Αυτός δέχτηκε την εκτέλεση μετανοιωμένος, με την παράκληση να σταθεί μόνος του γονατιστός στο λάκκο που θα τον έθαβαν και να τον εκτελέσουν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Έτσι και έγινε!
Άλλη εκτέλεση των ανταρτών στο Κρανίδι είναι αυτή του Παντελή Φασιλή. Στοιχεία μας δίνει ο Μήτσος Μαχαίρας. Ερχόμενοι οι Γερμανοί στο Κρανίδι και υποχωρώντας οι αντάρτες, ακούστηκαν πυροβολισμοί πολεμικών όπλων στον Άγιο Παντελέημονα. Φάνηκε εκ των υστέρων, ότι όταν μια διμοιρία με επικεφαλής τον Τάσο τον Βάθη είδε έναν σφαγμένο αντάρτη, πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό (με εντολή του Βάθη). Τότε απέναντι στην «πλεύρα» του Αγίου Παντελέημονα, εμφανίστηκαν οι δύο αδελφοί του Φασιλή (ή Τσέλου) οπλοφορώντας. Βλέποντάς τους οι αντάρτες, συνέλαβαν ομήρους τον Μήτσο τον Μαχαίρα και τον Παντελή τον Φασιλή οι οποίοι βοσκούσαν τα πρόβατά τους, χωρίς να ξέρουν ότι ο Παντελής ήταν αδελφός των δύο οπλοφόρων (του Βασίλη και του Πέτρου). Τους πήραν μαζί τους μέχρι την Κορακιά, τους έβαλαν στα πλοία και περνώντας απέναντι στο Λεωνίδιο ανέβηκαν στον Πάρνωνα. Εκεί ο Μαχαίρας αποφάσισε και προσχώρησε στις τάξεις του Ε.Λ.Α.Σ. , ένοπλος.
Αλλά σύμφωνα με πληροφορίες των ανταρτών από το Κρανίδι, τα δύο αδέλφια του Παντελή είχαν εξοπλιστεί από τους Γερμανούς, έπαιρναν μέρος σε συλλήψεις και βασανισμούς Κρανιδιωτών και συμμετείχαν στην εκτέλεση (με κρεμάλα) του Κακαβούτη και του Στρατάκου στην πάνω πλατεία του Κρανιδίου. Όλα αυτά τα έμαθαν οι αντάρτες και με ένα πρόχειρο Ανταρτοδικείο, δίκασαν τον Παντελή σε θάνατο για αντίποινα. Ήταν κρίμα, γιατί ο Παντελής ξεχώριζε πάρα πολύ από τα αδέλφια του, ήταν ένα φιλήσυχο και καλό παιδί και ήταν κρίμα να πληρώσει για τα εγκλήματα των δικών του ανθρώπων. Άγρια χρόνια, αλλά ουσιαστικά και απαραίτητα για την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση. Διότι η επανάσταση δεν γίνεται με «συγχωροχάρτια».
Όλα αυτά για την αληθινή ιστορία της Εθνικής Αντίστασης στην επαρχία μας, με τα θετικά και τα αρνητικά, που πάντα συμβαίνουν μέσα στο λαό και την επανάσταση, προπάντων σε αυτές τις ανώμαλες εποχές. Στις επόμενες σελίδες θα δούμε και άλλες αγριότητες, προσδοκίες και αντεθνικές πράξεις κάποιων συνανθρώπων μας. Είχαν την ατιμία και την δειλία να παραδίδουν τους αγωνιστές στους Γερμανούς κατακτητές. Αφού οι ίδιοι άνανδρα τους βασάνιζαν δεμένους, άφηναν τους Γερμανούς να τους εκτελέσουν.
Θέλοντας να τιμήσω την μνήμη δυο Κρανιδιωτών, του Γιάννη Φαρασόπουλου και του Τάσου Μπάζου (τα ονόματα τους είναι στην κατάσταση θυμάτων πολέμου) γράφω εν συντομία κάποια στοιχεία για την προσωπική τους ιστορία και το τραγικό τέλος τους.
Ο Φαρασόπουλος ήταν κομμουνιστής και τον είχαν στείλει εξορία από το 1945. Μας τον έφεραν στην Μακρόνησο (το 1948) από την Ικαρία όπου ήταν εξόριστος, μαζί με 400 περίπου συντρόφους, με σκοπό να τους ντύσουν φαντάρους. Μόλις βγήκαν έξω από ένα αρματαγωγό πλοίο, τους «υποδέχθηκαν» 100 περίπου «Αλφαμίτες» με ρόπαλα και τους έδερναν όλη την ημέρα. Γέμισε το αναρρωτήριο από λιπόθυμους ανθρώπους με σπασμένα χέρια και πόδια. Πολλούς τους κατέβασαν στις σκηνές για πρώτες βοήθειες, διότι δεν χωρούσε το αναρρωτήριο. Ο Φαρασόπουλος ήταν ένας νέος Κρανιδιώτης, που φοιτούσε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Πανεπιστημίου. Άριστος φοιτητής, λογοτέχνης και καλλιγράφος. Στην εξορία εξέδιδε μία εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα με θαυμάσια πολιτικά θέματα. Ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν πεντακάθαρος σαν τα γράμματα του τυπογραφείου.
Από το ξύλο του έσπασαν το δεξί χέρι και τον έβαλαν σε μια σκηνή. Εκεί με πρώτη ευκαιρία τον επισκέφθηκα και με δάκρια στα μάτια, μου είπε ότι αναγκάστηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας διότι δεν άντεξε το ξύλο και την βαρβαρότητα των κτηνανθρώπων. Τα παρακάτω δείχνουν τον ακέραιο χαρακτήρα του Γιάννη Φαρασόπουλου. Είχε ένα πατέρα μπογιατζή και ήταν μοναχογιός ανάμεσα σε 4 αδελφές. Η μάνα του ήταν μια άξια γυναίκα, πηγαινοερχόταν στα χωριά (Φούρνους, Δίδυμα) και πουλώντας διάφορα ψιλικά, τα περισσότερα τα αντάλλασε με κότες, αυγά και άλλα τρόφιμα, τα οποία πουλούσε στο Κρανίδι, κερδίζοντας λίγα χρήματα για να ταΐσει τα παιδιά της. Μετά τις 18-8-1949 που τελείωσε ο εμφύλιος στην Ελλάδα, σε όσους παίζαμε στο θέατρο μας έδιναν άδειες και πηγαίναμε στην Αθήνα. Τότε γενικώς ήταν εύκολες οι άδειες διότι οι διοικητές από την τροφοδοσία κέρδιζαν αρκετά χρήματα, και λείποντας αρκετοί με άδειες γλίτωναν τρόφιμα, ροφήματα, τσιγάρα κλπ. Ας σημειωθεί ότι τον Τζανετάτο, διοικητή του Β τάγματος της Μακρονήσου, τον έπιασαν με ένα καΐκι γεμάτο ρύζια, ζάχαρη, καφέδες κλπ.
Εγώ έπαιρνα εύκολα άδειες, διότι εκτός από το θέατρο, έπαιζα κιθάρα στη «μαντολινάτα» (με 27 όργανα και 45 άνδρες χορωδία).
Πηγαίνοντας μια μέρα με άδεια για την Αθήνα, πέρασα από το Λαύριο και είδα τον Γιάννη Φαρασόπουλο που λόγω της μόρφωσής του τον είχαν στείλει εκεί σιτιστή στο στρατόπεδο. Στο Α τάγμα είχα ένα φίλο που μου έλεγε, ότι τα «Δ.Α.Φ.Υ.» των στρατιωτών (στα οποία αναφέρονταν σε μια ειδική κατάσταση, όλα τα είδη ρουχισμού του κάθε στρατιώτη, κάθε αλλαγή, ρούχων, παπουτσιών κλπ) είχαν ένα κόκκινο κύκλο με ένα Χ στη μέση, που έδειχνε ότι το είδος αυτό του στρατιώτη εθεωρείτο «απωλεσθέν», κάθε τέτοιο έγγραφο ήταν γεμάτο από τέτοια κόκκινα Χ και έτσι είχαν στις αποθήκες γεμάτες με καινούργια είδη που αντικατέστησαν τα δήθεν «απωλεσθέντα». Αυτά τα πουλούσαν παράνομα στην αγορά. Αυτά μου τα έλεγε ο φίλος μου στο Α τάγμα και ρώτησα τον Γιάννη, αν είδε αυτός το ίδιο πράγμα στα Δ.Α.Φ.Υ. των στρατιωτών της μονάδας του. με αηδία μου είπε «εδώ είναι όργιο καταχρήσεων και κλεψιών, πολλά ονόματα έχουν σβήσει, καθώς και κουβέρτες, χλαίνες, παπούτσια και άλλα με την γνωστή κόκκινη κουλούρα, και το «Χ».
Τον ρώτησα αν μπορεί να τα πάρει, και μου είπε «μπορώ όσα θέλω». Τότε εγώ του ζήτησα ένα μεγάλο σάκκο στρογγυλό, τον άνοιξα και του λέω «ρίξε μέσα να τον γεμίσουμε». Αυτός δίσταζε, διότι το θεωρούσε κλεψιά και ατιμία και παράλληλα φοβόταν πως θα τα «περνάγαμε» από την πύλη που εφρουρείτο συνεχώς. Στην άρνησή του του αντέταξα ότι «η μάνα σου πηγαίνει με τα πόδια στα Δίδυμα για ένα μικρό κέρδος και εσύ κρατάς αυτά για τους κλέφτες για να κλέβουν περισσότερα;». Επέμενα και γεμίσαμε το σάκκο με καινούργια παπούτσια, χλαίνες και κάτι ωραία καραβόπανα για στρώματα. Φεύγοντας με τον σάκκο στην πλάτη μου, του είπα έλα μαζί να περάσουμε από την πύλη τάχα κουβεντιάζοντας. Αναγκάστηκε να δεχθεί με το ζόρι και πλησιάζοντας τον σκοπό ήταν κατάχλωμος. Ευτυχώς ο σκοπός με ήξερε από το θέατρο του 4ου λόχου Μακρονήσου, χαιρετηθήκαμε γελώντας σαν νέοι με υπονοούμενα για τα «ωραία» της Αθήνας, λέγοντάς μου «καλό ταξίδι» κλπ.
Έχοντας στην πλάτη μου τον σάκκο, φθάσαμε στο λεωφορείο όπου τον έβαλα στο πίσω κάθισμα. Από το τέρμα στην πλατεία Βάθης, με τον σάκκο στην πλάτη μου πήρα τον «ηλεκτρικό» για Πειραιά. Τον σάκκο τον άφησα σε κάποιο συγγενικό σπίτι του Γιάννη στα Ταμπούρια. Ο Γιάννης ήταν πολύ τίμιος άνθρωπος, με αρχές και πολλές γνώσεις. Ο θάνατός του σε ανατροπή αυτοκινήτου ήταν μεγάλη απώλεια για τον τόπο μας. Και τώρα λίγα λόγια για τον αγωνιστή Τάσο Μπάζο.
Ο Τάσος Μπάζος ήταν από τους πρώτους που οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. και στην συνέχεια στον ένοπλο Ε.Λ.Α.Σ. Άνθρωπος ήρεμος, με σωστές αρχές, με θάρρος, πίστη για τη λευτεριά της πατρίδας, παρόλο που ήταν παντρεμένος και είχε πολυμελή οικογένεια. Μετά την Βάρκιζα τον συνέλαβαν ο Μπενάκης και οι όμοιοί του, τον οδήγησαν στα κρατητήρια στου «Μουτζαρέλη» στο Κρανίδι όπου ήταν το αρχηγείο αυτού του τέρατος. Ο Μπενάκης πολλές φορές βασάνιζε μόνος γιατί ήθελε να απολαμβάνει τα «έργα» του, βλέποντας το θύμα του να κλαίει και μες τον πόνο να τον παρακαλεί να σταματήσει. Μαζί με άλλους Κρανιδιώτες τον βασάνιζαν ολόκληρη εβδομάδα μέρα – νύχτα. Αυτός ο παρανοϊκός και οι «συμμορίτες» του (που δυστυχώς ήταν όλοι Κρανιδιώτες και εξοπλισμένοι από τους κατακτητές), δεν νοιάζονταν που τον χτυπούσαν με κλωτσιές σε διάφορα μέρη του σώματος ενώ ο ίδιος τον χτυπούσε με κλωτσιές στο κεφάλι. Αυτό έγινε τον Μάρτη του 1945.
Τον κράτησαν λίγους μήνες και τον άφησαν να πάει στο σπίτι του, αφού είχαν υποχωρήσει κάπως οι μώλωπες στο σώμα του. όμως το 1949 άρχισε να πονάει στο κεφάλι, και επεδείχθη από εξετάσεις των γιατρών ότι τα κτυπήματα στο κεφάλι του προκάλεσαν όγκο που εξελίχθηκε σε κακοήθη. Υπέφερε πολλούς πόνους για ενάμιση χρόνο περίπου. Την άνοιξη του 1950 που «βγήκα» από την Μακρόνησο, τον επισκέφθηκα πολλές φορές και τον παρηγορούσα σαν σύντροφο, υποδεικνύοντάς του να κάνει υπομονή και να ελπίζει. Πονούσε πάρα πολύ, του έδινα κουράγιο παρόλο που οι γιατροί ήταν σίγουροι για τον θάνατό του. Πέθανε το Μεγάλο Σάββατο αφήνοντας πίσω του μια νέα και άγια γυναίκα, πέντε κόρες και ένα γιο.
Υπέφερε φρικτά όλη την Μεγάλη Εβδομάδα και πεθαίνοντας το Μεγάλο Σάββατο, την Κυριακή του Πάσχα έπρεπε να τον θάψουν. Όλα αυτά τα παρακολουθούσα από κοντά, γιατί έμενε κοντά στην γειτονιά μου και πληροφορήθηκα ότι οι παπάδες δεν πήγαιναν να τον κηδέψουν, διότι επικρατούσε η φήμη ότι δεν θα πληρώνονταν, αλλά και από το μίσος τους κατά της Εθνικής Αντίστασης και των αντιστασιακών. Από τους πέντε παπάδες, οι τρεις ήταν ένθερμοι υποστηρικτές των Γερμανών και ένας από αυτούς τους υποδέχθηκε στην είσοδο του Κρανιδίου (στο δρόμο της Ερμιόνης) με λευκές σημαίες και λουλούδια, ενώ οι άλλοι δύο ήταν «δήθεν» αδιάφοροι. Αλλά την ημέρα του Πάσχα, ημέρα της ανάστασης του Χριστού και ημέρα αγάπης για τους Χριστιανούς, αυτοί αρνήθηκαν να τον θάψουν. Ευτυχώς πήραν πρωτοβουλία (προς τιμήν τους) διάφορες κυρίες της Χριστιανικής αδελφότητας με επικεφαλής την κυρία Μαρία Φωστίνη, αδελφή του Δεσπότη Παντελέημονα. Συγκέντρωσαν κάποια χρήματα και κήδεψαν αυτόν τον άνθρωπο που «έφυγε» σε ηλικία μόλις 42 χρόνων αφήνοντας πίσω του, μια νέα γυναίκα φτωχή, και έξι παιδιά να τα μεγαλώσει και να τα μορφώσει μόνη της. Αυτή η «Ηρωίδα», εργαζόμενη σκληρά στα ξένα, τα κατάφερε, μόρφωσε καλά τα παιδιά της όμως και αυτή πέθανε νέα από τα βάσανα. Αυτός ήταν ο αγωνιστής Τάσος Μπάζος, που ξεπέρασε τα μαρτύρια και τους εξευτελισμούς του Χριστού.
Στο τέλος του κεφαλαίου αυτού θα ήθελα να αναφερθώ εκτενώς σε μια σημαντική οικογένεια των Διδύμων, την οικογένεια Παπαντωνίου και ειδικότερα στον αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Γιώργο Παπαντωνίου που κατακρεουργήθηκε άγρια στο Κάτω Φανάρι από ντόπιους προδότες και φονιάδες. Κατ’ αρχήν θέλω να ευχαριστήσω θερμά την Γιάννα – Παιδούση – Παπαντωνίου για την ευγενική προσφορά των γραπτών που αφορούν στην οικογένειά της. Πριν παραθέσω αυτούσια τα γραφόμενά της, θέλω μέσα απ’ αυτό το βιβλίο να τιμήσω την μνήμη του αδελφού της. Η προσωπική ιστορική της διαδρομή και η μεγάλη λογοτεχνική της αξία τιμά το βιβλίο αυτό, που σκοπός του είναι να φωτίσει όσο περισσότερο μπορεί την ιστορική αλήθεια. Γι’ αυτό και αναφέρω το συγγραφικό έργο της Γεωργίας Παπαντωνίου, που με την πένα της προσέφερε στην λογοτεχνία και κυρίως στην ιδιαίτερη πατρίδα της με την εξιδικευμένη ενασχόληση της σε ότι αφορά την Αρβανίτικη γλώσσα. Λίγα λόγια γι’ αυτήν την περήφανη και αξιολογώτατη οικογένεια Παπαντωνίου από τα Δίδυμα.
Την οικογένειά της την γνώρισα στην κατοχή και στην Εθνική Αντίσταση. Είχε τέσσερα κορίτσια και (πρώτη είναι η Γεωργία) και δύο αγόρια. Η Γεωργία σπούδαζε φιλολογία, ενώ διέθετε και φυσικό λογοτεχνικό χάρισμα. Γνώρισα και τα δύο αδέλφια, τον Γιώργο και τον Παντελή. Με τον Παντελή είχαμε περίπου την ίδια ηλικία. Η οικογένεια Παπαντωνίου συμμετείχε στην Αντίσταση με πρωτοπόρο την Γεωργία. Τις αδελφές της, τις γνώρισα σαν ΕΠΟΝίτισσες με μεγάλη προσφορά στην προώθηση των εφοδίων του Ε.Λ.Α.Ν. προς την Γκούρα. Η Γεωργία μαζί με άλλους φοιτητές δημιούργησαν στα Δίδυμα μια αξιόλογη θεατρική ομάδα. Με επιλεγμένα έργα, έκαναν εύθυμες βραδιές για τα νιάτα που διασκέδαζαν και χαίρονταν την λευτεριά τους. Αυτόν τον πολιτισμό δεν τον δέχονταν οι συγχωριανοί και με πρώτη ευκαιρία, όταν ήλθαν οι Γερμανοί έδειξαν το απάνθρωπο μίσος τους, με καταδόσεις και σκληρές δολοφονίες. Αυτά τα «ανθρωπάκια» υπηρετώντας τον κατακτητή, κούρεψαν γυναίκες και σκότωσαν τον 75χρονο γέρο Βελιώτη με ξυλοδαρμό.
Οι αγριότητες ξεκίνησαν στις 3 Ιουνίου του 1944, όταν ήλθαν οι Γερμανοί. Όμως η μεγάλη τους φονική δραστηριότητα κορυφώθηκε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, όταν στο χωριό έδρευε μία συμμορία παρακρατικών με αρχηγό τον παρανοϊκό Γκίγκιζα από το Κρανίδι. Είχαν συλλάβει πάνω από 200 άτομα, μας είχαν στείλει στις Σπέτσες (γράφω σε άλλη σελίδα του βιβλίου) και εκεί μας έφεραν συγκρατούμενες τις τρεις αδελφές Παπαντωνίου. Ευτυχώς η Γεωργία γλίτωσε, διότι κρυβόταν στην Αθήνα. Θέλω να τονίσω ότι η οικογένεια του γιατρού Παπαντωνίου δεν ήταν μόνο μορφωμένη για την εποχή αλλά και αρκετά ευπαρουσίαστη, προπάντων η Γεωργία που ήταν από τις πιο όμορφες κοπέλες της εποχής, σε σύγκριση με τις αγρότισσες που δούλευαν στα χωράφια, σπέρνοντας θερίζοντας κλπ. φορώντας «τσεμπέρι» για τον ήλιο, δεν είχαν την επιδερμίδα των κοριτσιών που ζούσαν στα σπίτια. Η Γεωργία και οι αδελφές της, σαν κόρες του γιατρού ήταν κάπως διαφορετικές. Γι αυτό οι καθυστερημένοι και κοινωνικά αμόρφωτοι αυτής της εποχής, ξέσπασαν κατά της οικογένειάς τους, τους έκαναν δύσκολη την ζωή, τους βασάνισαν και έτσι πλήρωσε αυτή η οικογένεια την διαφορετικότητά της και τους αγώνες της, αφού ξέσπασε πάνω της το μίσος αυτών των κοινωνικά καθυστερημένων στοιχείων.
Το πιο περίεργο είναι, ότι μεταξύ των παρακρατικών του Γκίγκιζα, ήταν και μία γυναίκα η οποία κατηύθυνε τις διώξεις κατά της οικογένειας με μεγάλο μίσος και κακία, κάνοντας δήθεν «ταξικό αγώνα» και με δικαιολογία τον πατριωτισμό της. Έπαιρνε μέρος σε διάφορες επιδρομές της ληστοσυμμορίας, όπως στον ξυλοδαρμό του Βελιώτη και της «Μπαρμπαμαριγώς». Μπήκαν στο σπίτι αυτής της γριούλας (αδελφής του μουσικού Λάσκου) την χτύπησαν τόσο πολύ που φεύγοντας την άφησαν αναίσθητη. Μαζεύτηκαν οι γειτόνισσες, την περιποιήθηκαν και την έβαλαν στο κρεβάτι, αλλά μετά από 20 μέρες πέθανε χωρίς να βρεθούν ποτέ οι φονιάδες της. Στο σπίτι των τριών κοριτσιών Παπαντωνίου (έμεναν στο περιβόλι), γνωστός παρακρατικός έριξε μια χειροβομβίδα στην αυλή. Παρακρατικοί κούρεψαν και έδειραν μέχρι αναισθησίας την Τούλα Αντωνοπούλου. Κάποια άλλη φορά, με μπροστάρισσα την «φόνισσα» που περιέγραψα πριν, οι παρακρατικοί του Μπενάκη έστησαν καρτέρι στα «Παπούλια» και συνέλαβαν την αδελφή του Μιχάλη Παπαγιανόπουλου, η οποία περνούσε από εκεί υποχρεωτικά για να πάει στην Ερμιόνη για να μπει στο βαπόρι και να σωθεί. Την έδειραν, την κούρεψαν, και την εγκατέλειψαν με σπασμένα τα δυο της χέρια. Αυτό το μικρό χωριό (τα Δίδυμα) είχε 21 νεκρούς, θύματα των Γερμανών, όπως γράφω αναλυτικά στο βιβλίο «ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ». Αυτή την πρωτόγονη βαρβαρότητα, την έζησε η αξιόλογη οικογένεια του γιατρού Παπαντωνίου, από κάποιους αμόρφωτους και βάρβαρους συγχωριανούς της, ενώ κανένας τους δεν πλήρωσε για τα εγκλήματα του.
Ακολουθούν τα γραφόμενα της Γιάννας – Παιδούση – Παπαντωνίου σχετικά με την οικογένεια της.
« Ο γιατρός Απόστολος Παπαντωνίου και η γυναίκα του Χρυσούλα Μπέκου είχαν έξι παιδιά, δύο γιους και τέσσερις κόρες. Ο γιατρός έφυγε από τη ζωή τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη του 1942 σε ηλικία μόλις 52 χρόνων. Τη θέση του μέσα στην οικογένεια πήρε άξια η γυναίκα του με βοηθό της τον μεγαλύτερο γιο της, τον Γιώργο. Η Ιταλογερμανική κατοχή έπληξε και την οικογένεια του γιατρού, όπως και την κάθε Ελληνική οικογένεια. Η μητέρα Χρυσούλα προσηλωμένη στις εντολές του συζύγου της επιδόθηκε σε δύσκολο αγώνα να σπουδάσει τα παιδιά της. Αλλά η εχθρική κατοχή, που βρήκε όλα τα παιδιά στα σχολεία τους, ανάγκασε τη μητέρα να μαζέψει τα παιδιά της στο σπίτι της, ώσπου να περάσει ο δύσκολος καιρός. Η κατάσταση ήταν υποφερτή, η οικογένεια δεν στερήθηκε το ψωμί χάρη στις φροντίδες της μητέρας. Έτσι ήταν η κατάσταση όταν έφτασαν τα πρώτα μηνύματα της Εθνικής Αντίστασης. Η πρώτη κόρη Γεωργία δεν εδίστασε, οργανώθηκε αμέσως έχοντας κοντά της και τις τρεις μικρότερες αδερφές της, την Αναστασία, την Αδαμαντία και την Ελένη. Ο μεγάλος αδερφός, ο Γιώργος, μοίρασε τον εαυτό του ανάμεσα στα οικογενειακά βάρη και την Εθνική Αντίσταση και όταν του ζητήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Αντίσταση στην περιοχή της Τροιζηνίας από το πόστο του καθοδηγητή της Ε.Π.Ο.Ν., υπάκουσε. Αλλά με κάθε ευκαιρία γύριζε στο σπίτι για να βοηθήσει την μητέρα, να δει τις αδερφές του και τον μικρό αδερφό του, τον Παντελή. Αυτό κράτησε ως τον Ιούνιο του 1944, όταν μια μικρή Γερμανική δύναμη από πολλούς «ταγματασφαλίτες» έκαναν εκκαθαριστική επιχείρηση στην Ερμιονίδα και στην όμορφη Τροιζηνία. Η ντόπια αντίδραση πανηγύριζε. Οι «ταγματασφαλίτες» αφοσιωμένα εκτελεστικά όργανα των Γερμανών, προβαίνανε σε εκτελέσεις χωρίς να δίνουν λόγο σε κανένα.
Ο Γιώργος περέμεινε στην Τροιζηνία μαζί με έξι άλλους ΕΠΟΝίτες, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια, που ακολούθησαν μία αντάρτικη δύναμη σε ορεινή περιοχή της Τροιζηνίας και έτσι δεν ήρθαν σε επαφή με τον εχθρό. Και όταν οι εχθρικές δυνάμεις υπεχώρησαν προς τα νώτα της Ερμιονίδας, τότε στην Τροιζηνία θριάμβευσε η ντόπια αντίδραση. Με την εχθρική υποχώρηση, δόθηκε εντολή από την αντάρτικη διοίκηση να επιστρέψουν όλοι στις βάσεις τους. ο Γιώργος πήρε το προσωπικό του ΕΠΟΝίτικου γραφείου της Τροιζηνίας και κατέβηκε στο χώριο Κάτω Φανάρι, όπου ήταν η βάση του. ο Γιώργος ήταν πολύ αγαπητός σε όλη την περιοχή. Σε όποιο χωριό πήγαινε οι χωριανοί μαζεύονταν γύρω του και τον άκουγαν να τους μιλάει για τα δικά τους ενδιαφέροντα και για τα καθημερινά προβλήματά τους. Τον έλεγαν «ο Γιώργος το παιδί του γιατρού μας», γιατί δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τον πατέρα του Γιώργου, που αψηφούσε χειμώνες και λιοπύρια και πήγαινε στα χωριά τους, όπου υπήρχε άρρωστος. Αλλά η ντόπια αντίδραση αγρυπνούσε. Συμβούλια και διαβούλια κρυφά για το πώς θα εξολοθρεύσουν όλο το προσωπικό του γραφείου της Ε.Π.Ο.Ν. «Και έλαβαν βουλή οι άνομοι» μιας και δεν τους είχαν στείλει ακόμα όπλα, να χρησιμοποιήσουν τα μαχαίρια τους. Ενώ παράλληλα ζήτησαν από το Γιώργο να τους μιλήσει να ξαναοργανωθούν, να τους ενθαρρύνει. Και στήσανε τραπέζι γιορτινό στην αυλή της εκκλησίας του χωριού του Αγίου Χαράλαμπου. Ο Γιώργος στο μεταξύ οδοιπορώντας μέσα από βουνά έφτασε κρυφά στα Δίδυμα. Ήθελε να συναντήσει το θείο του, αδερφό του πατέρα του και να τον συμβουλευτεί. Βρήκε τρόπο και ειδοποίησε το θείο του, αλλά αυτός του παράγγειλε «όπως έστρωσε να κοιμηθεί». Γυρίζοντας ο Γιώργος προς την Τροιζηνία, συνάντησε πάνω στο Μεγαλοβούνι (το όρος Δίδυμα) έναν βοσκό μακρινό συγγενή του. του έδωσε νερό ο βοσκός και προσπάθησε να τον πείσει να μείνει μαζί του στο βουνό. Ο Γιώργος σκέφτηκε τους συντρόφους του και συνέχισε την πορεία του. Έφτασε στο Κάτω Φανάρι και πήγε στο σπίτι που φιλοξενιόταν. Εκεί η νοικοκυρά, μακρινή συγγενής μας και αυτή, προσπάθησε να τον πείσει να μην πάει στο τραπέζι που ετοίμαζαν. Η μυρωδιά του αίματος είχε απλωθεί πάνω από το χωριό. Η γυναίκα προσπάθησε αλλά μάταια. Ο Γιώργος της είπε «εκεί κάτω βρίσκονται έξι παιδιά, οι σύντροφοί μου, δεν μπορώ να τους αφήσω». Τη χαιρέτησε και έφυγε και πήγε στο τραπέζι του θανάτου. Εκεί γύρω η ατμόσφαιρα ήταν πανηγυριώτικη. Κανένα σημάδι δεν έδειχνε τον ερχομό του θανάτου. Μια στιγμή φώναξαν, ιδιαίτερα το Γιώργο και του είπαν «σήκω και φύγε». Ήταν η ώρα που ο Γιώργος κατάλαβε το βάθος του μίσους που είχε θρέψει στις ψυχές των απλών ανθρώπων του χωριού η ντόπια αντίδραση. Και τους απάντησε «Εσείς με καλέσατε, δεν ήρθα μόνος». Του ξαναείπαν «σήκω και φύγε». Και τους ανταπάντησε «σύμφωνοι, παίρνω τα παιδιά και φεύγω». «Όχι» του είπαν κοφτά «θα φύγεις μόνος». «Δεν ήρθα μόνος και μόνος δεν φεύγω» τους αποκρίθηκε κι έμεινε κοντά στους συντρόφους του. σε λίγο το λόγο πήραν τα μαχαίρια. Πέντε παλληκαράκια και δυο κοπελίτσες σφάχτηκαν σαν τα αρνιά του Πάσχα. Έμειναν νεκρά εκεί στον τόπο της εκτέλεσης, μόνα στην αυλή του Αγίου Χαράλαμπου ως τα χαράματα που μερικοί χωριανοί πήγανε και τα σβάρνισαν σε μια αρκετή απόσταση, όπου υπήρχε ένας ασβεστόλακκος. Τα σώριασαν το ένα πάνω στο άλλο, ο παπάς του χωριού κοιμότανε. Έμειναν χρόνια στον ασβεστόλακκο, ώσπου ο ιδιοκτήτης του χωραφιού που ήταν ο ασβεστόλακκος, τώρα τα τελευταία χρόνια (εξήντα χρόνια λογαριάζω) έβαλε μια μπουλντόζα, ανέσκαψε το λάκκο, θρυμμάτισε τα οστά και τα σκόρπισε στο χωράφι του για λίπασμα. Και τούτο για να μη μείνει σημάδι να τους θυμίζει το έγκλημά τους, ούτε στους επιζώντες, ούτε στους απογόνους τους. Και κανένας τους δεν σκέφτηκε πως εκεί στην αυλή του Αγίου Χαράλαμπου ζει και σπαρταράει αιώνια το αγνό αίμα εφτά θυσιασμένων παιδιών, εφτά μαρτύρων της Εθνικής Αντίστασης. Ποια ήταν τα παιδιά αυτά ποτέ δε μαθεύτηκε. Στην αρχή λέγανε πως ήσαν ξένοι, όμως εξήντα χρόνων έρευνα έδειξε ότι το ένα από τα κορίτσια ήταν η Δήμητρα Λαμπροπούλου, γέννημα – θρέμμα του Κάτω Φαναριού. Ύστερα λέγανε πως ήτανε Ρώσοι κι όταν τους ρώτησα αν μιλούσαν Ελληνικά απάντησαν «ναι μιλούσαν Ελληνικά». «Κι αν ήσαν Ρώσοι έπρεπε να τους σφάξετε;» Με αμηχανία απαντούν, χάνουν τα λόγια τους, «ε τότε έτσι ήταν τα μυαλά μας». Τώρα την ευθύνη την ρίχνουν σε κάποιον «Ρούντο» και λένε πως αυτός ήταν ο αρχιφονιάς. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε κάνει κι άλλα φονικά, έμπαινε στη φυλακή και σε λίγο έβγαινε. Μαζί του ήτανε και μια Κατερίνα Γουβίταινα, ήτανε κι ένας νεαρός Καραγιάννης. Τα ρίξανε όλα σε ένα φουκαρά, Ψυχογιό λεγόμενο, που δικάστηκε κι έκανε κάμποσα χρόνια στη φυλακή. Αλλά και στη δίκη και στη φυλακή και ύστερα όπου στεκόταν έλεγε «δεν είμαι εγώ, δεν έκανα εγώ τέτοιο πράγμα». Για τον «Ρούντο» λένε πως όταν θα πέθαινε κάλεσε τον παπά και εξομολογήθηκε το πολλαπλό έγκλημά του. Όσο για την διπλορφανεμένη οικογένεια του γιατρού Παπαντωνίου και του γιου του Γιώργου, πλήρωσε και αυτή με τη σειρά της τον αγώνα της για την απελευθέρωση. Η Γεωργία στη διάρκεια της εκκαθαριστικής επιχείρησης συνελήφθη από τον γκεσταπίτη Παναγιώτη Κουλάκο, από την Πάνιτσα της Μάνης. Οδηγήθηκε σε Γερμανό ανακριτή. Κάτι είπαν μεταξύ τους οι δυο τους στα Γερμανικά και ο Κουλάκος πήρε το κορίτσι και το πήγε στο σπίτι του. Όταν είδαν αυτό οι αντιδραστικοί που είχαν πρωτοστατήσει για την σύλληψή του δεν ξέρανε πώς να το εξηγήσουν, αλλά δειλιάσανε και καλούσαν τον Κουλάκο σε τραπέζια. Αυτός δεν πήγε σε κανένα. Τα είπε ο ίδιος αυτά στο κορίτσι. Του έδωσε και ένα μικρό σημειωματάριο, όπου είχε σημειώσει τα ονόματα των καταδοτών της και το τι είχε πει ο καθένας σε βάρος της. Της είπε «φύλαξε το, θα σου χρειαστεί κάποτε». Το σημειωματάριο καταστράφηκε μετά από χρόνια. Όταν απεχώρησαν οι Γερμανοί και ανέλαβε τα ηνία η ντόπια αντίδραση ζήτησαν να την συλλάβουν. Δεν την βρήκαν. Είχε καταλάβει και είχε φύγει για την Αθήνα, όπου και κρύφτηκε στην Καισαριανή. Συνέλαβαν τις δύο μικρότερες αδερφές της, την Αδαμαντία και την Ελένη. Τις οδήγησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Σπετσών. Τις κάλεσαν σε ανάκριση. Ο ανακριτής τις ρώτησε, μόλις άκουσε το επίθετό τους, τι τον είχαν το Γιώργο. Όταν άκουσε ότι ήταν αδελφός τους κατέρρευσε και με νεύμα τους είπε να φύγουν. Την άλλη αδελφή την Αναστασία μαζί με το μικρό αδελφό τον Παντελή τους έκρυψε ένας καλός γείτονας, ο Γιάννης Παπαδήμας στον αχυρώνα του περιβολιού του. Τα δυο παιδιά ήταν «θαμμένα» στα άχυρα. Μετά από τρία μερόνυχτα δεν άντεξαν και βγήκαν στον ήλιο. Κάποιος (βαλτός από την αντίδραση), παρακολουθούσε και τα έπιασε. Είπε στην Αναστασία να πάει στο σπίτι της και πήρε μαζί του το αγόρι.
Το πήγε σ’ ένα οίκημα όπου στεγάζονταν παλιά η χωροφυλακή. Εκεί το παιδί υπέστη άγριο ξυλοδαρμό από τον Γιώργο Αλεξανδρή. Το χτυπούσε και του ζητούσε να του παραδώσει το πιστόλι του και να του μαρτυρήσει που κρύβεται η αδελφή του η μεγάλη. Αφού δεν κατάφερε να μάθει περισσότερα από το παιδί, το άφησε να γυρίσει σπίτι του. Του έδωσε πίσω τα ρούχα του που ήταν σχισμένα, ενώ το κορμάκι του ήταν γεμάτο μελανιές από το ξύλο.
Υπάρχει ένα άλλο επεισόδιο στο στρατόπεδο των Σπετσών. Καθώς πήγαιναν στη σειρά οι μανάδες, οι αδελφές και οι γυναίκες των αντιστασιακών, κάποιος Γιάννης Κοτσοβός του Αντωνίου σήκωσε το χέρι του και χτύπησε με αγριότητα στο πρόσωπο την αδελφή μου Αδαμαντία (Μάντω). Εκείνη βγαίνοντας από τη σειρά της, τον πλησίασε και τον έφτυσε κατάμουτρα. Έπειτα επέστρεψε στη θέση της. Το σπίτι του γιατρού Αποστόλου Παπαντωνίου, εκεί όπου μαζί με την συνταγή των φαρμάκων που έγραψε στον ασθενή, έδινε μαζί και τα χρήματα για την αγορά τους, είχε ρημάξει με τον θάνατό του τον Δεκέμβριο του 1942 όπως προανέφερα. Η κυρά – γιατρίνα η γυναίκα του, πήρε στα χέρια της γερά το τιμόνι του σπιτιού και της οικογένειας. Είχε συμπαραστάτη της τον μεγάλο γιο της τον Γιώργο, έως την ημέρα που εκείνος έφυγε στην Τροιζηνία, στο πόστο που τον άφησε η οργάνωση της Ε.Π.Ο.Ν. Η μητέρα μόνη τώρα, προσπάθησε, αγωνίστηκε και είχε σκοπό στη ζωή της να έλθει η απελευθέρωση για να μπορέσουν τα παιδιά της να συνεχίσουν την μόρφωση τους και τα κατάφερε.
Τις ημέρες της Γερμανικής επιδρομής, το σπίτι αναστατώθηκε. Οι Γερμανοί μπαινόβγαιναν, έπαιρναν ότι τους άρεσε, κατέστρεφαν ότι δεν μπορούσαν να πάρουν και το έργο τους το αποτελείωσαν οι ίδιοι οι χωριανοί.
Όλες αυτές τις καταστάσεις τις υπέστη η μητέρα χωρίς να δακρύσει στιγμή. Τα μάτια της έβγαζαν μόνο αστραπές και τα χείλη της έτρεμαν διαρκώς. Όμως στεκόταν πάντα όρθια, κυβερνώντας και προστατεύοντας την περιουσία της, ώσπου ήρθε η χαριστική βολή.
Τα χρόνια έχουν περάσει. Ο Παντελάκης έγινε άντρας 30 χρόνων. Μια μέρα ζήτησε από την μητέρα του, αν μπορούσε να πάει στο σπίτι κάτι ξένους στρατιώτες που ήταν στο φυλάκιο στο Μεγαλοβούνι, να τους ετοιμάσει ένα φαγητό της προκοπής γιατί τα παιδιά αυτά μαγείρευαν μόνα τους. Το τραπέζι ετοιμάστηκε. Αφού έφυγαν, είπαν να μπουν σ’ ένα «ΡΕΟ» να πάνε στο Πόρτο – Χέλι για καφέ. Πήραν τον Παντελή και έφυγαν. Δεν έφτασαν ποτέ! Το αυτοκίνητο τουμπάρησε και σκοτώθηκε μόνο ο Παντελής, οι δε υπόλοιποι δεν έπαθαν το παραμικρό και παρέδωσαν τον Παντελή νεκρό στην μητέρα μας.
Η καρδιά της μάνας μας αυτή τη φορά έσπασε. Έζησε λίγο καιρό ακόμα και ένα βράδυ έφυγε αθόρυβη, περήφανη και χαμογελαστή».