Οι επιστολές που έστελνε από τη μάχη ο Κώστας Στοφόρος αποτελούν μια τραυματική αφήγηση του πιο σκοτεινού σημείου της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Οι πόλεμοι, και δη οι Εμφύλιοι, τελειώνουν κάποτε, πλην όμως το πένθος για τους αδικοχαμένους δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ειρήνη, και κυρίως με τη λήθη. Οι οικογένειες που πλήρωσαν με αίμα την αδελφοκτόνο σφαγή θέλουν να ξαναφέρουν πίσω τους δικούς τους, αν όχι στη φυσική τους κατάσταση, τουλάχιστον δικαιωμένους, αδιάφορο αν ήταν από την πλευρά των ηττημένων ή των νικητών. Το παράδοξο είναι ότι μετά από δεκαετίες, όταν πια η διχασμένη κοινωνία στρέφεται προς τη λήθη, οι ίδιες οι οικογένειες που απώλεσαν αγαπημένα πρόσωπα, αντί να καταφεύγουν στα πολιτικά επιχειρήματα, προσηλώνονται μόνο στα πρόσωπα, καθότι η πολιτική μπορεί να ξεχνά, αλλά η χαροκαμένη οικογένεια δεν παύει να επιστρέφει στα χαμένα μέλη της. Τα γράμματα από το μέτωπο του Εμφυλίου που υπογράφονται από τον Κώστα Στοφόρο και διασώζονται από τον ομώνυμο –λόγω πένθους– ανεψιό του αποτελούν μια μικρή και τραυματική διήγηση που διαπερνά την οικογένεια, καθώς οι απώλειες είναι πολλές. Διαβάζουμε στη σελίδα επτά: «Κατοχή, αντίσταση, Εμφύλιος. Το βαρύτατο τίμημα. Η γιαγιά μου, μητέρα του πατέρα μου, νεκρή από σφαίρες Γερμανών στρατιωτών. Ο ένας γιος νεκρός για μια υπόθεση κι έναν πόλεμο που ποτέ δεν πίστεψε. Ο άλλος γιος, ο μεγάλος, προστάτης της οικογένειας –καθότι ο πατέρας τους είχε χαθεί στον Μεσοπόλεμο από αρρώστια– στη Μακρόνησο. Είχε κάνει το "έγκλημα" να μετέχει στον πρωτοποριακό θεσμό των λαϊκών δικαστηρίων που είχε δημιουργήσει το ΕΑΜ. Κατάφερε πάντως να επιζήσει. Η μεγάλη αδελφή βαριά τραυματισμένη από νάρκη. Ο αγαπημένος ξάδελφος, ο Μπάμπης (Χαράλαμπος Στοφόρος), επιστρατευμένος κι αυτός σε έναν πόλεμο που δεν πίστευε, φέρει ακόμα τα σημάδια από τα εγκαύματα: οδηγός στρατιωτικού φορτηγού, έπεσε κι αυτός σε νάρκη... Ο Σπύρος, αδερφός του Μπάμπη, ήταν παρών στη συνάντηση που έγινε στον Μύλο του Κούδουνα Ζήτρου στις αρχές του 1942 και όπου ο Άρης Βελουχιώτης τους κάλεσε να ξεκινήσουν τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή. Αργότερα εκλέχτηκε και πρόεδρος του χωριού, "διά βοής", παρουσία του ίδιου του Άρη... Διώχθηκε και φυλακίστηκε και μετά από πολλές πιέσεις αφέθηκε ελεύθερος. Ένας άλλος ξάδελφος, ο Χρήστος, ένα παιδί χαρισματικό και ιδιαίτερα μορφωμένο για την εποχή, εκτελέστηκε 16 χρόνων από τους Γερμανούς. Ο αδερφός του ο Σεραφείμ βγήκε στο βουνό. Για τη συμμετοχή του στην Αντίσταση τιμωρήθηκε παραδειγματικά: βασανιστήρια, φυλακές και εξορίες με μικρά διαλείμματα μέχρι τη Μεταπολίτευση...». Σε αριθμούς, οι εκατέρωθεν απώλειες έφτασαν σε εντυπωσιακό αριθμό: ο Εθνικός Στρατός απώλεσε 2.540 αξιωματικούς (από τους οποίους οι 830 ήταν νεκροί ή αγνοούμενοι) και 40.840 οπλίτες (από τους οποίους οι 13.000 ήταν νεκροί ή αγνοούμενοι). Οι νεκροί του Δημοκρατικού Στρατού υπολογίζονται σε 38.000 περίπου, πλην όμως ο αριθμός των 25. 000 μάλλον είναι πιο κοντά στα πράγματα. Γράφει η Έλλη Παππά αναφορικά με την περίπτωση του Τίτου Βανδή: «Ο Τίτος υπηρετούσε τότε στον στρατό. Στον μοναρχοφασιστικό στρατό. Δεν έφταιγε αυτός, όπως δεν έφταιγαν και χιλιάδες άλλοι αντιστασιακοί, αριστεροί, κομμουνιστές που, μέσα στη φωλιά του Εμφυλίου, βρέθηκαν να υπηρετούν στις γραμμές του αντίπαλου στρατού... Κι αυτό επειδή έτυχε να είναι "χαρακτηρισμένοι" και παρά τις προσπάθειες που έκαναν να πάνε στο βουνό όσο ήταν καιρός. Το ΚΚΕ, τις παραμονές της ανοιχτής κήρυξης του ένοπλου αγώνα, απαγόρευε την έξοδο των αγωνιστών που ήθελαν να ενταχθούν στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού... Όλη εκείνη η νεολαία που έβγαινε από την Αντίσταση και ήθελε να παλέψει για ανεξαρτησία και λαϊκή δημοκρατία εγκλωβίστηκε στην Αθήνα, με τις γνωστές συνέπειες». Ανάλογη ήταν και η περίπτωση του Κώστα Στοφόρου, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι ο Κώστας επιθυμούσε να βγει στο βουνό. Το πιθανότερο είναι ότι ήθελε να συνεχίσει τη ζωή του και τις σπουδές του. Όσο για το πορτρέτο του ανθρώπου, είναι λιτό και χαρακτηριστικό. Γεννήθηκε το 1924 στα Καστέλλια. Γιος του Νίκου Στοφόρου και της Ελένης Βασιλοπούλου. Ήταν το όγδοο στη σειρά παιδί σε σύνολο δέκα, εκ των οποίων τα τρία πέθαναν στο πρώτο έτος της ζωής τους. Δημοτικό στα Καστέλλια, Γυμνάσιο στην Αμφίκλεια. Το 1945 εισάγεται στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ταυτόχρονα τα παιδιά ασχολούνται με αγροτικές εργασίες, σπέρνουν λιανοφάσουλα, καλαμπόκια, κατασκευάζουν δραγασιά, φωλιά πάνω σε τέσσερις κολόνες που σκεπάζονταν με κλαδιά και μπορούσε κανείς να κοιμηθεί ήσυχα τη νύχτα. Στην Οδοντιατρική ο Κώστας είχε τελειώσει σχεδόν το τρίτο έτος όταν κλήθηκε να επιστρατευθεί στον Εθνικό Στρατό. Κατά συνέπεια, οι επιστολές του προς την οικογένεια, και κυρίως προς τα αδέλφια του, αρχίζουν να γράφονται από τις 23/7/1947. Στο πρώτο κιόλας γράμμα ο Κώστας προειδοποιεί τα αδέλφια του ότι φοβάται πως θα τα βρει μπαστούνια στο στράτευμα επειδή «φαίνεται πως οι καλοί χωριανοί μας θα έχουν βάλει το χεράκι τους και άρχισαν να φανερώνονται... Αν ο Γιώργος κατέβει στην Αθήνα να μην ενοχλήσει κανέναν, να αφήσει τα πράγματα να πάνε μόνα τους, τουλάχιστον να μην είμεθα και υποχρεωμένοι σε κάτι ξεσκισμένους ανθρώπους» (προφανώς εννοεί τους καταδότες και τα πολιτικά φρονήματα που δεν άφηναν τους Αριστερούς σε χλωρό κλαρί). Τα μοτίβα των επιστολών του Κώστα είναι διάσπαρτα από αποσιωπήσεις, ανησυχίες, παρακλήσεις για κάποια άνωθεν πρόσωπα που θα μπορούσαν να τον μεταθέσουν και επιπλέον φριχτά παράπονα προς τον αδελφό του Γιώργο, ο οποίος δεν είναι συνεπής στην αλληλογραφία του, με αποτέλεσμα ο στρατιώτης να νιώθει μόνος, σαν την καλαμιά στον κάμπο. Εφόσον οι επιστολές όλου του στρατιωτικού σώματος ελέγχονται και λογοκρίνονται, ο Κώστας δεν ξεχνάει κάποιες χαρακτηριστικές φράσεις που προδίδουν τις πολιτικές του τοποθετήσεις. «Προχθές κάνανε και μερικές εκκαθαρίσεις στους Κουκουέδες, τους οποίους πάνε αμέσως για τα νησιά», «Επίσης, δίωξαν και μερικά κουκουέδια από τον λόχο μας, οι οποίοι πάνε για τα νησιά». Ακόμα, υπενθυμίζει στον αδελφό του ότι είναι προτιμότερο να παραμείνει στην Αθήνα, έστω χωρίς να ασχολείται με τίποτα, παρά να πάει στο χωριό όπου υπάρχει φόβος... «Προχθές έλαβα ένα γράμμα απ' το χωριό και μου έγραφε ο Θύμιος ότι πήγαν στο σπίτι αντάρτες και σε ζήτησαν να παρουσιαστείς. Δεν ξέρω, βέβαια, αν το έμαθες, πάντως το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να καθίσεις αυτού στην Αθήνα και να αφήσεις και το εμπόριο στην μπάντα για να μην έχουμε αργότερα τίποτα συνέπειες. Αυτοί ό,τι θέλουν ας κάνουν, το πολύ-πολύ να κάψουν το σπίτι, το οποίο φτιάνεται, ενώ ο άνθρωπος είναι λιγάκι δύσκολο». Πράγματι, τα σπίτια καίγονταν και ξαναχτίζονταν, ενώ οι άνθρωποι πήγαιναν καλιά τους... «Αυτήν τη στιγμή που σου γράφω για ακουμπιστήρι έχω έναν σταυρό από τα μνημεία, διότι βρισκόμαστε εις ένα ύψωμα έξω από το Τσοτύλι όπου είναι το νεκροταφείο. Εκεί τα βράδια κάνουμε συντροφιά εις τους νεκρούς». Όσο για τους αντιπάλους, ο Κώστας δεν ξεχνάει να θυμίσει ότι στις γύρω κορφές είναι μερικοί κατσαπλιάδες (του Δημοκρατικού Στρατού...) «τους οποίους σε λίγο θα ξεκάνουμε...». Όσον αφορά τον ρουχισμό του –όπως κι εκείνοι που πολεμούσαν κάποτε στην Αλβανία–, το πρώτο που θυμάται είναι οι κάλτσες για τα κρυοπαγήματα. Επίσης, διόλου παράξενο δεν είναι ότι έχει πάντα κατά νου τον γάμο της αδελφής τους Κατίνας και το μοσχάρι που δεν πρέπει να πουληθεί... Στα μέσα του Οκτώβρη ο Κώστας ομολογεί ότι τα πράγματα έχουν πάρει κακό δρόμο και ο ίδιος δεν μπορεί να ζήσει ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Και πάλι, λοιπόν, θερμοπαρακαλεί τον αδελφό του να κυνηγήσει τη δική του υπόθεση «γιατί θα πεθάνει, δεν αντέχει, κυρίως το κρύο που είναι πάρα πολύ ισχυρό, πιάστε λοιπόν όλους τους γνωστούς σας (...), ζητώ έλεος. Ό,τι καταλαβαίνετε κάνετε, εκτός βέβαια όταν έφυγα και μετά με ξεγράψατε από αδελφό». Περιμένει, λοιπόν, φανέλες μάλλινες, πουλόβερ, γάντια, κουκούλα, χαρτοφάκελα «κι ό,τι καταλαβαίνετε». Απευθυνόμενος στον Θύμιο, ο Κώστας του θυμίζει ότι στέλνει με έναν συνάδελφό του 4 αλεξίπτωτα –ένα για τον καθένα τους– κι ένα ζεύγος γάντια – «αν δεν σου κάνουν, δώσ' τα στην Αθανασία τα παπούτσια μου κι ένα ζεύγος κάλτσες...». Η πιο σημαδιακή φράση που αποτυπώνεται στο γράμμα της 9/10/47 είναι η ακόλουθη: «... Την άλλη ημέρα το απόγευμα πήραμε τα υψώματα και βρήκαμε αρκετούς νεκρούς από το Πυροβολικό, που τους τρώνε τα σκυλιά και τα κοράκια» (εννοώντας τους σκοτωμένους του Δημοκρατικού Στρατού...). Η ζωή του Κώστα Στοφόρου περατούται στις 24/12/48 με πρόταση προαγωγής φονευθέντος οπλίτου. Προς Ταξίαρχον Β' Κοιν/ησις Κον Κωνσταντίνον Στοφόρον, Λένορμαν 36, Αθήναι. Υποβάλλεται πρότασις προαγωγής επ' ανδραγαθία εις τον βαθμόν του επιλοχίου διά τον πεσόντα ηρωικώς στρατιώτην ημών Κων/νον του Νικολ. Κλ. 1945.
ΜΝ/ΛΑ Ακριβές αντίγραφον Ψαρουδάκης Αντώνιος Ταγμ/άρχης – Διοικητής
Πηγή: www.lifo.gr