Πρωϊνό ξύπνη- μα...
Τις μέρες εκείνες, γύρω στα τέλη του χειμώνα του '79, κοιμόμασταν παρέα με το Βασίλη, ένα κοπρόσκυλο κι ένα περιστέρι, στη λεγόμενη σπηλιά (του Μακρυγιάννη;), πάνω απ' τ' Αναφιώτικα, στη βοριο-βοριοανατολική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης....
Μας ξύπνησε νωρίς ο σκύλος, που γαύγιζε στο περιστέρι. Έκανε και κρύο μπόλικο, στριφογυρίσαμε κάμποση ώρα μέσα στα sleeping bags μας, ο Βασίλης έστριψ' ένα δίφυλλο, και κάτσαμε ανάρκουδα, στην είσοδο της σπηλιάς, όσο μπορούσαμε κουκουλωμένοι, να το φουμάρουμε...
Το μάτι μας έβλεπε όλη την από δώθε πλευρά της Αθήνας, ίσα με τα μακρυνά βουνά... Στα πόδια μας τ' Αναφιώτικα, χαμηλά σπιτάκια, με δυό - τρία δωμάτια το καθένα και μικρές αυλίτσες, φτωχικά μα περιποιημένα, με κεραμύδια στις σκεπές τα περισσότερα, μα και μερικά με παλιές πλάκες, ντενεκέδες με λουλούδια στα αυλιδάκια, ασπρισμένα, με μάντρες με ξύλινα κάγκελα και πορτόνια, βαμένα με διάφορα ζωντανά χρώματα, ίδια με φτωχογειτονιά της Αθήνας του '20 ή του '30..
Στ' αριστερά, οι Αέρηδες και τα ερείπια της παλιάς αγοράς, ίσα με τη στοά του Αττάλου, 'κει που οι παλιοί της πόλης τούτης μαζεύονταν να συζητήσουνε για τη φιλοσοφία και τα πολιτικά ("αυτός ο μπαγάσας ο Περικλής μας έσκισε στους φόρους, για να τα κάνει μέγαρα και παράτες και να τα φάει με την κλίκα του και την γκόμενά του την Ασπασία"), ενώ οι δούλοι ψοφάγανε στη δουλειά, στα εργαστήρια, στα χωράφια και στα ορυχεία στο Λαύριο... Και λίγο πιο δεξιά, στο σταθμό στο μοναστηράκι, να τρέχουνε οι τωρινοί δούλοι σα μερμύγκια, να πάνε στις δουλειές τους στα εργαστήρια στου Ψυρή, και στα μηχανουργεία και τις αποθήκες λίγο πιο κάτω προς το Θησείο... Μισοπαρατημένες γειτονιές, φαινότανε κι από ψηλά....
Κι απ' την άλλη μεριά, στα δεξιά, μετά το Ζάπειο μέγαρο (του αείμνηστου εθνικού ευεργέτου Ευάγγελου Ζάππα δωρεά, να μην ξεχνιώμαστε) και το βασιλικό κήπο με τις πάπιες, το μέγαρο της βουλής, που θα πάνε σε μερικές ώρες να συζητήσουνε οι σύγχρονοι για τα πολιτικά.... Η ιστορία κύκλους κάνει, και πιο πάνω το κολωνάκι, μεγάλα σπίτια, ευρύχωρα, με το Λυκαβυτό να δεσπόζει από πάνω τους και τον Αϊ Γιώργη στην κορυφή...
Λίγο πιο αριστερά, ο λόφος του Στρέφη, από κάτω τα Εξάρχεια, και πιο πέρα το Πεδίο του Άρεως, φαίνετε και το άγαλμα του βασιλιά Κωνσταντίνου, αυτουνού που φρόντισε να γίνει η Μικρασιατική καταστροφή και που δεν εκτελέστηκε στο Γουδή μαζί με τους άλλους, ήτανε ο ανεύθυνος άρχων, μα όσο πιο μεγάλη μαλακία κάνεις, τόσο πιο μεγάλο άγαλμα θα σου στήσουνε, θέσφατον.
Ευθεία μπροστά, η Ομόνια, στρογγυλή τότε, και με συντριβάνι στη μέση, πήχτρα τ' αυτοκίνητα γύρω... Κι όσο φτάνει το μάτι, σπίτια και πάλι σπίτια, μεχρι τις αρχές των βουνών, μπροστά τα Τουρκοβούνια μεσ' τη μέση, πίσω τους μακρυά η Πεντέλη, στ' αριστερά η Πάρνηθα και δεξιά δεξιά ο Υμητός....
Τούτη η πόλη έγινε πιά τεράστια....
Βρε τι σκέβεται ο άνθρωπος μεσ' την γλυκιά μαστούρα την πρωϊνη, τέλειωσε και το δίφυλλο,
-Ρε Βασίλη, δε στρίβεις άλλο ένα καπάκι και να κατέβουμε στον Πλάτανο να πιούμε καφεδάκι;;;;
Κι έστριψε ο Βασίλης, είχαμε ένα μανάλι πρασινοκάστανο, σύρμα, το 'φερνε ένας Γερμανός φρικιό απ' τη Γκόα...Και πήραμε τον κατήφορο, μέσα απ' τ' Αναφιώτικα, δεξιά στους Αέρηδες και σκάσαμε μύτη στον πλάτανο.
Είχα αφημένο και το μηχανάκι εκεί, ένα BMW 250, R -25, μαύρο, μοντέλο του '53...
Ο πλάτα- νος..... ένα παλιό καφενεδάκι, στο πλάτωμα της οδού Διογένους, πίσω απ' τους Αέρηδες, με τα τραπεζάκια το καλοκαίρι έξω, κάτω από ένα μεγάλο πλάτανο (τι πρωτοτυπία...), απέναντι από ομώνυμη ταβέρνα... Υπάρχει ακόμα, μου λένε, με άλλη μορφή βέβαια, πάντως η ταβέρνα επιβιώνει σίγουρα... Μαζευόμασταν διάφοροι εκεί, φρικιά, τσοπεράδες και λίγοι μεγαλύτεροι, λαϊκοί, αλκολικοί και χασικλήδες, παλιοί παπατζήδες και πορτοφολάδες.... Δεν το είχανε ανακαλύψει ακόμα οι τουρίστες κι είμασταν μόνο ντόπιοι. Το μαγαζί το 'χανε τρία αδέρφια, σαράντα με πενήντα χρονώ, ποτέ μου δεν τους χώνεψα, ο ένας μου θύμιζε μαυραγορίτη, ο άλλος ταγματασφαλίτη κι ο τρίτος Χίτη..
Είμασταν αρκετά πρωϊνοί την μέρα εκείνη, και δεν είχε πολύ κόσμο ακόμα στον καφενέ, απ' τους "δικούς " μας ήτανε μόνο ο Κώστας ο Τατού, ρεμάλι από τότε, κοιμότανε σ' ένα παγκάκι στην πλατεία του καραγκιόζη, όπως τη λέγαμε, το φανάρι του Διογένη, στην οδό Λυσικράτους και Ραγκαβά, ήτανε το θεατράκι του Χαρίδημου του καραγκιοζοπαίχτη εκεί. Καθότανε έξω, δεν του φτίαχνανε καφέ, δεν είχε να πληρώσει, ευτυχώς εμείς είχαμε κάτι ψιλά,
μπήκαμε κι οι τρείς μέσα, έκανε ψύχρα,
- Κυρ Παναγιώτη, κάνε μας δυό βαρηγλυκούς κι έναν μέτριο!
Ώσπου να 'ρθουνε οι καφέδες, να πιούμε την πρώτη τζούρα και ν' ανάψουμε τσιγάρο, ακούμε βροντές και μπουμπουνητά απ' έξω. Ήτανε οι τσοπεράδες που σκάσανε, ο Κώστας ο Ντούφης (μάλλον ο πρώτος έλληνας τσοπεράς), με το 900 το παμπάλαιο, άσπρο ντεπόζιτο, σχήμα φέρετρο, ο κολητός του ο Μπούμπας, μ' ένα κόκκινο 1200 κι ο Πέτρος ο καράφλας, μ' ένα 1200 κι αυτός, με μικρό τεπόζιτο, κόκκινο, κι ένα τεράστιο δίμετρο πηρούνι... Πανέμορφο μηχανάκι, πολύ το γούσταρα... Μπουκάρανε κι αυτοί, είπαμε τις καλημέρες μας, κι ώσπου να πιούμε τους καφέδες, τους πάσαρα τρία - τέσσερα γάρα απ' το μανάλι και τους τσάκωσα μιά χιλιάδα!
Ωραία, γίναμε και με φταλέ....
Οι τσοπεράδες ήπιανε στα γρήγορα τους καφέδες τους και την κάνανε, να πάν να πιούνε κάνα γάρο, χαρμάνια ήτανε, και κακόκεφοι.
Στο μεταξύ, άρχίσαν να έρχονται διάφοροι, γνωστοί και λίγότερο γνωστοί, ο Παντελής ο Πάνκ μαζί με τον Στέφανο και τον Νικολάκη (πρωτοπόροι Πάνκηδες της Αθήνας), κάτι λαϊκοί, κι ο Δημήτρης (ο μετέπειτα δημοσιογράφος, φοιτητής ακόμα τότε) με 'να XT 500 από τα πρώτα, πού έκατσε μαζί μας... Ήρθε κι ο Παναγιώτης, τριαντάρης τότε, λαϊκός, παπατζής, και ψαχνότανε για καμιά σκόνη. Ο Τατού μου τον έστειλε καρφωτό, ήξερα έναν Γάλλο που είχε φέρει απ' το Μπενάρες μια μορφίνη κατάλευκη. Του 'πα τι παίζει, ο παπατζής ήθελε να ψωνίσει ένα μισόγραμμο, - έξι χήνες, του λέω, όσο και η παραμύθα, μου σκάει έξι καφετιά και πετάγομαι στο Γιώργος γιούθ χόστελ, που έμενε ο Γάλλος. Ήτανε στην Αιόλου, εκεί που έχει μια πλατεία στην διασταύρωση με την Μητροπόλεως, ένα ερείπιο, σκέτη παρακμή... Το είχε ένας μανιάτης, Γιώργο Μιχαλολιάκο τον λέγαν (ξάδερφος του γνωστού, έλεγε), λαϊκός και μουνάκιας, αγράμματος και ψιλοστόκος. Έμενα κι εγώ εκεί, όταν έσφιγκαν τα κρύα, του κράταγα τα βιβλία και μ' άφηνε να κοιμάμαι τσάμπα...
Βρήκα τον Γάλλο, κοιμό- τανε, τον ξύπνη- σα, και πήρα με τα έξι χιλιάρικα μια γραμμή, τόσο την έδινε, μα τότε η η γραμμή ήταν γραμμή και το μισό, μισό, 500 mg.... Το χώρισα στα δυό και γραμμή πίσω στον Πλάτανο, στο δεκάλεπτο είχα τελειώσει. Πήρε ο Παναγιώτης το μισό του, και μείς οι υπόλοιποι, εγώ, ο Βασίλης, ο Κώστας ο Τατού κι ο Μήτσος την κάναμε να πα να βαρέσουμε. Πήγαμε σ' ένα εγκαταλειμένο σπίτι στην οδό Σχολείου, που είχαμε για καβάτζα και είχαμε αφημένα και σύνεργα, τη βάλαμε στο κουτάλι (φύλαξα και δυό ψιλές να πιούμε και το βράδυ), και βαρέσαμε και οι τέσσερεις με το ίδιο σέο ενοείται, δεν ξέραμε τότε για προφυλάξεις τίποτα, και καινούριοι στη χρήση, είχαμε φλέβες κορδόνια..... Γίναμε κι οι τέσσερεις λιώμα με τη μία, ακούσαμε ένα φλάς ασταμάτητο, και ζεσταθήκαμε κι ιδρώσαμε μες το χειμώνα... και σε λίγο κατηφορίσαμε πάλι στον πλάτανο, να πάρουμε τα μηχανάκια να πάμε κατά τα Εξάρχεια, ιδέα του Βασίλη, για να βρούμε κάτι γκόμενες γνωστές του... Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία, θα την πούμε μια άλλη φορά....
Γεροπαράξενος...
[Οι φωτογραφίες (από αρχείο zarko) είναι τραβηγμένες από τα τραπεζάκια στον Πλάτανο, στην πρώτη φαίνεται αριστερά στο βάθος η Ακρόπολη, κι αν προσέξεις, η σπηλιά, στη δεύτερη το μηχανάκι μου το BMW, και στην τελευταία ο Βασίλης, φίλος κολητός την εποχή εκείνη...]