Υπάρχει λιμάνι στο κόσμο που να μην έχει τις αμαρτωλές γωνιές του; Έτσι και ο Πειραιάς μας δεν πήγαινε πίσω στα, κατά τα άλλα, νοικοκυρεμένα χρόνια της Παλιάς μας Αθήνας. Πρώτη μεγάλη αμαρτία κρυμμένη κάπου στη Δραπετσώνα: τα «Βούρλα». Μπροστά τους, το «Γκαζοχώρι» της Αθήνας έμοιαζε παιδικός σταθμός. Ολόκληρο τάγμα χωροφυλάκων το φύλαγε όλη μέρα και πάλι δεν έφτανε. Κάποια περίοδο μάλιστα την τάξη είχε αναλάβει ο στρατός!
Ας επιχειρήσουμε μια νοερή επίσκεψη για να πάρουμε εικόνα, μέσα από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Το μπουρδέλο» και κυρίως, από σχετικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στη «Χρεωκοπία» το 1933.
«Όλες οι μεγαλουπόλεις του κόσμου, Λόντρα, Παρίσι, Βερολίνο, Νέα Υόρκη, Ρώμη, έχουν τις πόρνες των. Εφόσον το χρήμα θα κυριαρχή πάνω στη γη και θα προμηθεύη τις απολαύσεις των ανθρώπων, η γυναίκα θα εξακολουθή να πουλά το κορμί της και ο άντρας να το αγοράζη.
-Πόσα, κυρά μου;
-Τόσο, αγόρι μου…
-Δεν κάνει λιγώτερο;
-Δε συμφέρει. Εγώ είμαι κόμματος. Κύτταξέ με. Και γερή. Κύτταξέ με. Και τεχνίτρα…
Όπως δηλαδή ο ψιλικατζής, ο πλανόδιος πραμματευτής διαλαλεί στις ρούγες και στα σοκκάκια το εμπόρευμά του, έτσι και η κοινή γυναίκα είναι υποχρεωμένη να διαφημίζη το σώμα της. Κατάπτωσις του σημερινού πολιτισμού…
Η εταίρα δεν ήτο ποτέ περιωρισμένη σε συνοικίες θλιβερές. Μόνο εδώ, στην τόσο –αλλοίμονο!- καθυστερημένη, σε τέτοια ζητήματα, Ελλάδα, μόνο εδώ και στην Αραπιά, μπορείς να συναντήσης αυτό το αίσχος της συγκεντρωμένης πορνουπόλεως…».
Τι έβλεπε κανείς στα Παλαιά Βούρλα;
«Και τι δεν έβλεπε; Ο νους του ανθρώπου σταματά εμπρός στο αίσχος του αποτροπαίου θεάματος. Ένας ακάθαρτος και στενόμακρος δρόμος γιομάτος βούρκο, καββαλίνα και κόπρισμα. Αριστερά και δεξιά, σ’όλο το μάκρος του, τα χαμόσπιτα των πορνών, οικτρά, ξεθέμελα, σαράβαλα, με τα λαγόνια ξεγοφιασμένα σαν τα καπούλια των βουρλιώτισσων γυναικών.
Εκεί, στις καρέκλες, μέσα στο δρόμο, μέσα στο δύσοσμο τέλμα του δρόμου, ανάμεσα στα σκουλήκια και στα σκουπίδια, καθόντουσαν οι ιέρειες της πρόστυχης ηδονής. Οι ιερόδουλες.
Κρέατα παχειά, γιομάτα ξύγκια, ιδρωμένα, φουσκωμένα, μαραμένα, με τα στίγματα της διαφθοράς και της αρρώστειας στα πρισμένα τους μούτρα. Σώματα πλαδαρά, άτονα, ψόφια, μαστοί υπερμεγέθεις, που έπεφταν σαν πρισγούλια γιγάντια προς τις δίπλες της κοιλιάς.
Οι περισσότερες ήσαν μεθυσμένες. Μεθυσμένες από ούζο ή από μαυράκι –αδιάφορο-, μεθυσμένες από πρέζα ή από ένεσι –αδιάφορο-. Σκνίπα.
Και τραγουδούσαν μαστουρωμένες, ταλατεύοντας το κεφάλι τους δεξιά-αριστερά, χωρίς ντροπή, δείχνοντας τις γυμνές τους περιφέρειες, τα σβέρκα τους, τα στήθια τους και τους μηρούς τους:
«Από κάτω απ’τη μολόχα
το κρεββάτι μου εγώ τόχα…»
ή στον ίδιο ηλίθιο ήχο:
«Πιάσε μου το στηθάκι μου
να γιάνη το μεράκι μου…»
Ας επιχειρήσουμε μια νοερή επίσκεψη για να πάρουμε εικόνα, μέσα από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Το μπουρδέλο» και κυρίως, από σχετικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στη «Χρεωκοπία» το 1933.
«Όλες οι μεγαλουπόλεις του κόσμου, Λόντρα, Παρίσι, Βερολίνο, Νέα Υόρκη, Ρώμη, έχουν τις πόρνες των. Εφόσον το χρήμα θα κυριαρχή πάνω στη γη και θα προμηθεύη τις απολαύσεις των ανθρώπων, η γυναίκα θα εξακολουθή να πουλά το κορμί της και ο άντρας να το αγοράζη.
-Πόσα, κυρά μου;
-Τόσο, αγόρι μου…
-Δεν κάνει λιγώτερο;
-Δε συμφέρει. Εγώ είμαι κόμματος. Κύτταξέ με. Και γερή. Κύτταξέ με. Και τεχνίτρα…
Όπως δηλαδή ο ψιλικατζής, ο πλανόδιος πραμματευτής διαλαλεί στις ρούγες και στα σοκκάκια το εμπόρευμά του, έτσι και η κοινή γυναίκα είναι υποχρεωμένη να διαφημίζη το σώμα της. Κατάπτωσις του σημερινού πολιτισμού…
Η εταίρα δεν ήτο ποτέ περιωρισμένη σε συνοικίες θλιβερές. Μόνο εδώ, στην τόσο –αλλοίμονο!- καθυστερημένη, σε τέτοια ζητήματα, Ελλάδα, μόνο εδώ και στην Αραπιά, μπορείς να συναντήσης αυτό το αίσχος της συγκεντρωμένης πορνουπόλεως…».
Τι έβλεπε κανείς στα Παλαιά Βούρλα;
«Και τι δεν έβλεπε; Ο νους του ανθρώπου σταματά εμπρός στο αίσχος του αποτροπαίου θεάματος. Ένας ακάθαρτος και στενόμακρος δρόμος γιομάτος βούρκο, καββαλίνα και κόπρισμα. Αριστερά και δεξιά, σ’όλο το μάκρος του, τα χαμόσπιτα των πορνών, οικτρά, ξεθέμελα, σαράβαλα, με τα λαγόνια ξεγοφιασμένα σαν τα καπούλια των βουρλιώτισσων γυναικών.
Εκεί, στις καρέκλες, μέσα στο δρόμο, μέσα στο δύσοσμο τέλμα του δρόμου, ανάμεσα στα σκουλήκια και στα σκουπίδια, καθόντουσαν οι ιέρειες της πρόστυχης ηδονής. Οι ιερόδουλες.
Κρέατα παχειά, γιομάτα ξύγκια, ιδρωμένα, φουσκωμένα, μαραμένα, με τα στίγματα της διαφθοράς και της αρρώστειας στα πρισμένα τους μούτρα. Σώματα πλαδαρά, άτονα, ψόφια, μαστοί υπερμεγέθεις, που έπεφταν σαν πρισγούλια γιγάντια προς τις δίπλες της κοιλιάς.
Οι περισσότερες ήσαν μεθυσμένες. Μεθυσμένες από ούζο ή από μαυράκι –αδιάφορο-, μεθυσμένες από πρέζα ή από ένεσι –αδιάφορο-. Σκνίπα.
Και τραγουδούσαν μαστουρωμένες, ταλατεύοντας το κεφάλι τους δεξιά-αριστερά, χωρίς ντροπή, δείχνοντας τις γυμνές τους περιφέρειες, τα σβέρκα τους, τα στήθια τους και τους μηρούς τους:
«Από κάτω απ’τη μολόχα
το κρεββάτι μου εγώ τόχα…»
ή στον ίδιο ηλίθιο ήχο:
«Πιάσε μου το στηθάκι μου
να γιάνη το μεράκι μου…»
Και οι «πελάτες», όλα τα εκβράσματα και τα περιτρίμματα των διεθνών λιμανιών, όλη η λάσπη των κοινωνιών και η κοπριά του υπόκοσμου, επερνούσε για να τις «ψουνίση».
Και η ακατανόμαστος αγοραπωλησία του χαλασμένου εκείνου γυναικείου κρεοπωλείου, άρχιζε:
-Μωρή γκιόσα, πόσο;
-Δέκα δραχμές!
Και η αντίπραξις της άλλης.
-Εγώ με πέντε. Πάμε!
Και επήγαιναν να βγάλουν τα μάτια των, κάτω από τα βλέμματα των άμοιρων περιοίκων.»
Στα καφέ-μπαρ του Πειραιά μ’αυτούς που ξενυχτούν
Πάμε τώρα κάτω στο λιμάνι, εκεί στη περιοχή της οδού Φίλωνος, πιο γνωστή σαν «Τρούμπα». Τ’όνομά της το πήρε μετά το ’22, όταν οι πρόσφυγες αποκαλούσαν μια τρόμπα νερού που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των πλοίων στην ακτή Μιαούλη, «τρούμπα»!
Η ξενάγησή μας είναι βασισμένη σε ρεπορτάζ των εφημερίδων «Ακρόπολις» (1929) και «Αθηναϊκή» (1935):
«Μόλις τα μεγάλα ξένα καράβια αράξουν στο λιμάνι του Πειραιά, ξεμπουκάρουν τα πληρώματα, με κατεύθυνση τα λαϊκά κέντρα. Εκεί θα βρουν κρασί και γυναίκες, θα ικανοποιήσουν δηλαδή το διπλό πάθος των θαλασσοδαρμένων ναυτικών. Αυτόκλητοι και απρόσκλητοι οδηγοί –τύποι που έφαγαν την ξενητειά και τη ζωή με το κουτάλι, και που ξέπεσαν ναυαγισμένοι στο λιμάνι -, προθυμοποιούνται να τους οδηγήσουν στα λαϊκά καμπαρέ, στις υπόγειες τρώγλες, όπου ένα μπουζούκι και ένα παράτονο βιολί διασκεδάζουν τους «θαμώνας».
Τα λαϊκά καμπαρέ, είχαν άλλοτε κίνησι και τζίρο μεγάλο. Το χρήμα κυκλοφορούσε από τους θαμώνας στα «κορίτσια», και από τα «κορίτσια» περνούσε στην πιάτσα. Από την εποχή όμως που η μάζα των ανέργων και των πεινασμένων επήρε τρομακτική έκτασι, από την εποχή που το χρήμα άρχισε να γίνεται λιγοστό και μετρημένο, τα λαϊκά καφωδεία περνούν μέρες μαύρης κρίσεως. Ελάχιστοι οι θαμώνες. Δυσπραγία και ακεφιά. Αν καμμιά φορά ξεπέσουν τίποτα παραλήδες από επαρχίες, κάτι γίνεται. Οι «αρτίστες» απλώνουν τα θέλγητρά των εμπρός εις την έκθαμβον επαρχίαν, και η επαρχία καταβάλλει τον φόρον της βλακείας στον πατρόνο του «μαγαζιού».
-Γκαρσόν! Τον λογαριασμό.
-2.000 κύριοι.
-Γιατί;
-Τέσσαρες μπουκάλες σαμπάνια, δύο χιλιάδες δραχμές…
Και η ακατανόμαστος αγοραπωλησία του χαλασμένου εκείνου γυναικείου κρεοπωλείου, άρχιζε:
-Μωρή γκιόσα, πόσο;
-Δέκα δραχμές!
Και η αντίπραξις της άλλης.
-Εγώ με πέντε. Πάμε!
Και επήγαιναν να βγάλουν τα μάτια των, κάτω από τα βλέμματα των άμοιρων περιοίκων.»
Στα καφέ-μπαρ του Πειραιά μ’αυτούς που ξενυχτούν
Πάμε τώρα κάτω στο λιμάνι, εκεί στη περιοχή της οδού Φίλωνος, πιο γνωστή σαν «Τρούμπα». Τ’όνομά της το πήρε μετά το ’22, όταν οι πρόσφυγες αποκαλούσαν μια τρόμπα νερού που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των πλοίων στην ακτή Μιαούλη, «τρούμπα»!
Η ξενάγησή μας είναι βασισμένη σε ρεπορτάζ των εφημερίδων «Ακρόπολις» (1929) και «Αθηναϊκή» (1935):
«Μόλις τα μεγάλα ξένα καράβια αράξουν στο λιμάνι του Πειραιά, ξεμπουκάρουν τα πληρώματα, με κατεύθυνση τα λαϊκά κέντρα. Εκεί θα βρουν κρασί και γυναίκες, θα ικανοποιήσουν δηλαδή το διπλό πάθος των θαλασσοδαρμένων ναυτικών. Αυτόκλητοι και απρόσκλητοι οδηγοί –τύποι που έφαγαν την ξενητειά και τη ζωή με το κουτάλι, και που ξέπεσαν ναυαγισμένοι στο λιμάνι -, προθυμοποιούνται να τους οδηγήσουν στα λαϊκά καμπαρέ, στις υπόγειες τρώγλες, όπου ένα μπουζούκι και ένα παράτονο βιολί διασκεδάζουν τους «θαμώνας».
Τα λαϊκά καμπαρέ, είχαν άλλοτε κίνησι και τζίρο μεγάλο. Το χρήμα κυκλοφορούσε από τους θαμώνας στα «κορίτσια», και από τα «κορίτσια» περνούσε στην πιάτσα. Από την εποχή όμως που η μάζα των ανέργων και των πεινασμένων επήρε τρομακτική έκτασι, από την εποχή που το χρήμα άρχισε να γίνεται λιγοστό και μετρημένο, τα λαϊκά καφωδεία περνούν μέρες μαύρης κρίσεως. Ελάχιστοι οι θαμώνες. Δυσπραγία και ακεφιά. Αν καμμιά φορά ξεπέσουν τίποτα παραλήδες από επαρχίες, κάτι γίνεται. Οι «αρτίστες» απλώνουν τα θέλγητρά των εμπρός εις την έκθαμβον επαρχίαν, και η επαρχία καταβάλλει τον φόρον της βλακείας στον πατρόνο του «μαγαζιού».
-Γκαρσόν! Τον λογαριασμό.
-2.000 κύριοι.
-Γιατί;
-Τέσσαρες μπουκάλες σαμπάνια, δύο χιλιάδες δραχμές…
-Προς Θεού! διαμαρτύρεται εντόνως η επαρχία. Προς Θεού! Κάθε μπουκάλι ένα πεντακοσάρικο στοιχίζει;
-Εδώ είνε καμπαρέ, κύριος.
Και η επαρχία εκούσα-ακούσα πληρώνει καμπαρέ, όψιν σαρκός ημιγύμνου, νερωμένο κρασί της Βουργουνδίας του… Μενιδίου, μουσικήν βιεννέζικην από την… Πετρομαγούλα, όλα μαζί σούμα: 2.000.
Η επαρχία σώζει κάποτε-κάποτε το λαϊκόν καφωδείον. Βγάζει δηλαδή τα έξοδα του ηλεκτρικού, της «περεσίας» και αφίνει ένα μικρό κέρδος στον μαγαζάτορα. Τα «κορίτσια» εξοικονομούν όπως-όπως την κατάστασι, προσφέροντας τα θέλγητρά των σε παραλήδες θαμώνες.
***
Για το λαϊκό καμπαρέ, όμως, «ημέρα δόξης και καλλιτεχνικού θριάμβου» είνε εκείνη, κατά την οποία ξεμπουκάρουν τα ξένα πληρώματα, διψασμένα από κρασί και από γυναίκα. Τότε όλα μπαίνουν σε κίνησι και όλοι παίρνουν ενδιαφέρον. Ταμπέλλες με ελληνογαλλικά ορνιθοσκαλίσματα κρεμούνται στις μετώπες των καφωδείων και κράχτες γαλλομαθείς και αγγλομαθείς τοποθετούνται στις πόρτες:
Αλό! Ντιντόν, μεσιέ! Πασσέ μεσιέ! Βιενισί μεσιέ! Αλό Ντιντόν!
Και οι «μεσιέ» εισορμούν αγεληδόν, δίνοντας αμέσως τον τόνο ζωηρής κινήσεως στα καμπαρέ. Όλη τη νύχτα το… συνάλλαγμα κυκλοφορεί ευρέως. Οι «μουζικάντες» ξελαρυγγίζονται. Οι «αρτίστες» εξαντλούν όλα τους τα κόλπα. Ο «χορός της κοιλιάς» είνε η κορωνίς του καλλιτεχνικού των θριάμβου. Εις τα διαλείμματα του… «ορέου προγραμάτου», μισόγυμνες, προκλητικές, με τα μάτια δήθεν φλογισμένα από το λικέρ-Ούλεν, διπλαρώνουν με τρόπο τους μεθυσμένους ναύτες, τους ερεθίζουν, τους προκαλούν, τους βάζουν στα αίματα και τους… λεηλατούν.
Και τι λεηλασία! Της χειρότερης… μορφής. Ένα ποτηράκι λικέρ, συγκερασμένον με καθαρότατον ύδωρ της λίμνης του Μαραθώνος, πληρώνεται προς δραχμάς ογδόντα, ακατέβατες. Ένας καφές… εξαργυρώνεται με σαράντα δραχμές. Η ταρίφα είνε ξεκομμένη. Το κατάστημα «πλερώνει» φόρο για έκτακτα έσοδα.
Όταν το πρωί διαλυθούν οι ατμοί του μεθυσιού και το φως της ημέρας εισορμήση από τα ανοιχτά παράθυρα, οι ναύτες συνέρχονται, ελέγχουν τους «πρόσθετους» λογαριασμούς και… αρνούνται να τους πληρώσουν. Το γκαρσόνι αναφέρεται στον μαγαζάτορα και ο τελευταίος, αφού ματαίως εξαντλήση τα… φιλόξενά του αισθήματα και τα αποθέματα της ευγενείας του, τους δίνει να καταλάβουν, με μια γροθιά στο τραπέζι, ότι «θα τον πληρώσουν» οπωσδήποτε και συνεπώς δεν ωφελεί εις τίποτε η άρνησίς των. Η γροθιά στο τραπέζι είνε, συνήθως, το σύνθημα του… αλληλοσπαραγμού. Ποτήρια, καράφες και καθίσματα εκσφενδονίζονται, διαγράφοντα επικίνδυνα ημικύκλια. Το μαγαζί αναστατώνεται. Ναύτες και γκαρσόνια κυλιούνται στο πάτωμα με ανοιγμένες τις μύτες. Τέλος, σπεύδει η εξουσία και ο… ελληνογαλλικός πόλεμος τερματίζεται».
Αλλά ο αμαρτωλός Πειραιάς δεν τελειώνει τόσο εύκολα, γι’αυτό και θα επανέλθουμε…
-Εδώ είνε καμπαρέ, κύριος.
Και η επαρχία εκούσα-ακούσα πληρώνει καμπαρέ, όψιν σαρκός ημιγύμνου, νερωμένο κρασί της Βουργουνδίας του… Μενιδίου, μουσικήν βιεννέζικην από την… Πετρομαγούλα, όλα μαζί σούμα: 2.000.
Η επαρχία σώζει κάποτε-κάποτε το λαϊκόν καφωδείον. Βγάζει δηλαδή τα έξοδα του ηλεκτρικού, της «περεσίας» και αφίνει ένα μικρό κέρδος στον μαγαζάτορα. Τα «κορίτσια» εξοικονομούν όπως-όπως την κατάστασι, προσφέροντας τα θέλγητρά των σε παραλήδες θαμώνες.
***
Για το λαϊκό καμπαρέ, όμως, «ημέρα δόξης και καλλιτεχνικού θριάμβου» είνε εκείνη, κατά την οποία ξεμπουκάρουν τα ξένα πληρώματα, διψασμένα από κρασί και από γυναίκα. Τότε όλα μπαίνουν σε κίνησι και όλοι παίρνουν ενδιαφέρον. Ταμπέλλες με ελληνογαλλικά ορνιθοσκαλίσματα κρεμούνται στις μετώπες των καφωδείων και κράχτες γαλλομαθείς και αγγλομαθείς τοποθετούνται στις πόρτες:
Αλό! Ντιντόν, μεσιέ! Πασσέ μεσιέ! Βιενισί μεσιέ! Αλό Ντιντόν!
Και οι «μεσιέ» εισορμούν αγεληδόν, δίνοντας αμέσως τον τόνο ζωηρής κινήσεως στα καμπαρέ. Όλη τη νύχτα το… συνάλλαγμα κυκλοφορεί ευρέως. Οι «μουζικάντες» ξελαρυγγίζονται. Οι «αρτίστες» εξαντλούν όλα τους τα κόλπα. Ο «χορός της κοιλιάς» είνε η κορωνίς του καλλιτεχνικού των θριάμβου. Εις τα διαλείμματα του… «ορέου προγραμάτου», μισόγυμνες, προκλητικές, με τα μάτια δήθεν φλογισμένα από το λικέρ-Ούλεν, διπλαρώνουν με τρόπο τους μεθυσμένους ναύτες, τους ερεθίζουν, τους προκαλούν, τους βάζουν στα αίματα και τους… λεηλατούν.
Και τι λεηλασία! Της χειρότερης… μορφής. Ένα ποτηράκι λικέρ, συγκερασμένον με καθαρότατον ύδωρ της λίμνης του Μαραθώνος, πληρώνεται προς δραχμάς ογδόντα, ακατέβατες. Ένας καφές… εξαργυρώνεται με σαράντα δραχμές. Η ταρίφα είνε ξεκομμένη. Το κατάστημα «πλερώνει» φόρο για έκτακτα έσοδα.
Όταν το πρωί διαλυθούν οι ατμοί του μεθυσιού και το φως της ημέρας εισορμήση από τα ανοιχτά παράθυρα, οι ναύτες συνέρχονται, ελέγχουν τους «πρόσθετους» λογαριασμούς και… αρνούνται να τους πληρώσουν. Το γκαρσόνι αναφέρεται στον μαγαζάτορα και ο τελευταίος, αφού ματαίως εξαντλήση τα… φιλόξενά του αισθήματα και τα αποθέματα της ευγενείας του, τους δίνει να καταλάβουν, με μια γροθιά στο τραπέζι, ότι «θα τον πληρώσουν» οπωσδήποτε και συνεπώς δεν ωφελεί εις τίποτε η άρνησίς των. Η γροθιά στο τραπέζι είνε, συνήθως, το σύνθημα του… αλληλοσπαραγμού. Ποτήρια, καράφες και καθίσματα εκσφενδονίζονται, διαγράφοντα επικίνδυνα ημικύκλια. Το μαγαζί αναστατώνεται. Ναύτες και γκαρσόνια κυλιούνται στο πάτωμα με ανοιγμένες τις μύτες. Τέλος, σπεύδει η εξουσία και ο… ελληνογαλλικός πόλεμος τερματίζεται».
Αλλά ο αμαρτωλός Πειραιάς δεν τελειώνει τόσο εύκολα, γι’αυτό και θα επανέλθουμε…