Από το πολύκροτο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού «Υπάρχω» (Εκδόσεις Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη) και μέσα από τις στήλες της Εφημερίδας «Μπράλος» αλιεύουμε ένα απόσπασμα:
Ήταν τα πρώτα χρόνια της δικατορίας. Είχε βγάλει καιρό, δεν μπορούσα να πάω για ψάρεμα και έφυγα απ το κτήμα του Αγίου Κωνσταντίνου και πήγα στη Λαμία. Είχα κάτι φίλους εκεί. Ο φίλος μου είχε μαγαζί με μοτοσακό και νοίκιαζε ποδήλατα. Ο πεθερός του με τα ψώνια ετοιμαζόταν να ανέβει πάνω στον Μπράλλο. Του λέω: «Θα σε πάω εγώ πάνω στο σπίτι». Μιλάμε για διαδρομή 50-60 χιλιόμετρα, όλο στροφές. Κανονίσαμε με το φίλο μου να΄ρθει στη συνέχεια κι αυτός, αφού κλείσει το μαγαζί του.
Πήρα τον παππού, που ήταν τσαγκάρης, συνταξιούχος και μάρτυρας του Ιεχωβά, ογδόντα δύο ο παππούς, και τη γερόντισσα τη Γιαγιά, συνταξιούχο δασκάλα στα εβδομήντα έξι, μιλάμε για μεγάλους ανθρώπους και τους πήγα στο βουνό. Στη συνέχεια ήρθε ο γαμπρός του, ο φίλος μου, με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδάκια. Το μεσημέρι σφάξανε κάτι κοκόρια που είχανε, μας κάνουν το τραπέζι και στη συνέχεια ξαπλώσαμε. Το βράδυ τους πήγα εγώ στη Γραβιά για να τους κάνω το τραπέζι. Εκεί που τρώγαμε ένας μπαρμπέρης μου έφερε μια κιθάρα μέσα σ΄ ένα σελοφάν. Μου λέει: Κύριε Καζαντζίδη θέλω μόνο να μου την κουρντίσετε. Ειλικρινά σας μιλώ δεν θέλω ούτε έρχομαι ενοχλητικά για να παίξετε. Αλλά δεν ξέρω να κουρντίζω την κιθάρα μου. Γέλασα την έβγαλα και την κούρντισα. Την πήρε το παιδί και έφυγε.
Μικρός που είναι ο κόσμος! Είναι γεγονός, ότι μεγάλο μέρος της ζωής του πέρασε ο μεγάλος λαϊκός βάρδος στην περιοχή μας, στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ο Μπραλιώτης οικοδεσπότης, δεν είναι άλλος από το Δημήτρη Σκούρα, αδελφός της μάνας του υπογράφοντος, με την αείμνηστη επίσης δασκάλα Αγγέλα και τον γαμπρό τους τον Μάρκο Ιωάννου. Περίφημος φοντιατζής (=φόντια είναι το πάνω, το δερμάτινο μέρος του παπουτσιού), ο θείος Δημήτρης Σκούρας, είχε το πρώτο όνομα στη δουλειά του αυτή σε ολόκληρη την περιοχή. Υπέροχος άνθρωπος, που όπου και αν βρίσκονταν έκανε μόνον χάρες και καλοσύνες. Προσκολλήθηκε, όπως σωστά διηγείται ο Στ. Καζαντζίδης, στη αίρεση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που νομίζουμε, σωστά επικρίνονται για το ότι οι πιστοί αυτής της αίρεσης αρνούνται να πάρουν όπλο στα χέρια τους όταν στρατεύονται ή αρνούνται τη λήψη αίματος, όταν αυτό είναι απαραίτητο σε μία εγχείρηση. Αυτό όμως δεν διέλαθε της προσοχής κάποιων στυλοβατών της χριστιανοσύνης και εθνικοφροσύνης του Σκαμνού και ήταν αρκετό, ώστε ξαφνικά οι φάκελλοι όλων των μελών της οικογένειας της αδελφής του Δημήτρη Σκούρα, να διογκωθούν δεόντως, βεβαίως μαζί με τα υπόλοιπα απαραίτητα: «... ο πατέρας του υπήρξε μέλος του ΕΑΜ, το 1951 ο πατέρας του εθεάθη να διαβάζει την εφημερίδα Αυγή. Ο αδελφός του Αριστείδης, εκδηλώθηκε στις εκλογές του 1956 υπέρ της ΕΔΑ...».