Θωμάς Σιταράς
«Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται» και «Πόθοι και πάθη στην παλιά Αθήνα» μέσα από αυθεντικές μαρτυρίες, φωτογραφίες, χρονογραφήματα, διαφημίσεις, ανέκδοτα και γελοιογραφίες της περιόδου 1834-1938. Ένας κύκλος έρευνάς του, που ξεκίνησε με τη γαστρονομία, τη διασκέδαση και την καθημερινή ζωή και ολοκληρώνεται με τις σχέσεις των δύο φύλων, τη διαφθορά και τη σεξουαλική επανάσταση. Δύο βιβλία του Θωμά Σιταρά, που εκδόθηκαν από την Ωκεανίδα. Η Α.V. μίλησε μαζί του.
Τέσσερα χρόνια αναζητούσε τις πηγές του μέσα σε βιβλιοθήκες για να γράψει, όπως υπογραμμίζει, «μια ωραία ιστορία χωρίς να βασίζεται στην ξερή καταγραφή ημερομηνιών και γεγονότων». Αν και το πρώτο βιβλίο ξεκίνησε ως μια έρευνα των γαστρονομικών συνηθειών των Αθηναίων, κατέληξε να εισχωρεί μέσα στο χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της πρωτεύουσας.
«Η λέξη “γεύεται” αναφέρεται στη γεύση της ζωής.
Στη σημασία που έδιναν οι Αθηναίοι στην ιεροτελεστία του φαγητού. Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς, που συνδέουν το φαγητό ως ανάγκη διατήρησης στη ζωή και τίποτε παραπάνω, για τον Αθηναίο το φαγητό σημαίνει κοινωνική συνάθροιση. Έτρωγαν μεσημέρι-βράδυ. Μαζευόταν ολόκληρη η οικογένεια.
Το γεύμα κρατούσε τουλάχιστον δύο ώρες.
Είχαν περιπαικτική διάθεση και τα πάντα τα έλεγαν με στιχάκια. Ακόμα και οι εφημερίδες, στο μεγαλύτερό τους μέρος, ήταν έμμετρες. Βλέπεις, η φωτογραφία ήταν ακριβή. Το λέω κιμπάρικο ανάγνωσμα, γιατί το κιμπάρικο έχει σχέση με την καταγωγή μου. Είμαι από την Κωνσταντινούπολη. Είναι μια όμορφη λέξη. Κιμπάρης είναι ο άνετος, ο large, που λένε σήμερα».
Μπελ Επόκ: η σεξουαλική επανάσταση των Ατθιδών
«Ξεφυλλίζοντας εφημερίδες και περιοδικά για τις ανάγκες του πρώτου μου βιβλίου ένιωσα σοκ και δέος για την καταπίεση της γυναίκας (μητέρας και προπάντων κόρης), ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19oυ αιώνα. Τι να πρωτοαναφέρω; τη μάχη που έδωσε ο Καποδίστριας για να ανοίξουν οι πόρτες των σχολείων και στα κορίτσια, που τα αμπάρωναν σπίτι μη και τα δει αρσενικό και χάσουν την παρθενιά τους!
«Ξεφυλλίζοντας εφημερίδες και περιοδικά για τις ανάγκες του πρώτου μου βιβλίου ένιωσα σοκ και δέος για την καταπίεση της γυναίκας (μητέρας και προπάντων κόρης), ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19oυ αιώνα. Τι να πρωτοαναφέρω; τη μάχη που έδωσε ο Καποδίστριας για να ανοίξουν οι πόρτες των σχολείων και στα κορίτσια, που τα αμπάρωναν σπίτι μη και τα δει αρσενικό και χάσουν την παρθενιά τους!
Να αναφέρω τις τεχνικές των συνοικεσίων ή ότι αν κάποια κοπέλα «κουνιότανε» την παντρεύανε από τα 14 της μπας και ξεφύγει… Τι θα λέγατε για σκίτσα γυναικών που πλένανε τα πόδια του Αφέντη τους ή δεχόταν το ξύλο που έτρωγαν σαν ένδειξη τρυφερότητας και αγάπης! Και ξαφνικά το τοπίο αλλάζει. Μπαίνουμε στον 20ό αιώνα και ένα κύμα σεξουαλικής επανάστασης πλημμυρίζει την πόλη που όμοιά της δεν είχε φανταστεί ούτε η πιο λάγνα φαντασία.
Οι εφημερίδες γεμίζουν διαφημίσεις προφυλακτικών και αφροδισιολόγων. Το ένα σεξουαλικό σκάνδαλο διαδέχεται το άλλο. Το κέντρο της Αθήνας και κάποιες «προοδευτικές» συνοικίες γεμίζουν γκαρσονιέρες και... κοριτσιέρες.
Οι νεαρές Ατθίδες μας αποκαλούνται πλέον Ντεμουαζελίδια και όλο και συχνότερα «Γκαρσονιερογυρίστρες».
Οι μητέρες τους τις αμιλλώνται με επιτυχία! Στην πρωτεύουσα επικρέμαται ένας αχαλίνωτος ηδονισμός που μόνο με εκείνον του Παρισιού μπορεί να συγκριθεί.
Η πρώτη μου αντίδραση βλέποντας όλα αυτά ήταν έκπληξη, που όλο αυτό τον καιρό κανείς Αθηναιογράφος δεν ασχολήθηκε με το θέμα. Η δεύτερη αντίδραση ήταν να γράψω ένα απολαυστικό λαογράφημα με τη γνώριμη χιουμοριστική διάθεση του πρώτου βιβλίου.
Τότε και σήμερα. Ποια η πιο μεγάλη διαφορά;Θα έλεγα ότι το κράτος δεν ήταν τόσο μπάχαλο. Η εγκληματικότητα ήταν μικρότερη και δεν υπήρχε η κοινωνική ασυνδεσία του σήμερα. Σε συνδυασμό με τους πολέμους (εντός κι εκτός) ο αγώνας της επιβίωσης ήταν αγώνας στην κυριολεξία. Και ο κόσμος ήταν ταγμένος στη δημιουργία, στο να βοηθάει ο ένας τον άλλον. Από την άλλη, δεν ξέρω πόσο αμαρτωλή είναι η σύγχρονη Αθήνα. Αν πρέπει όμως να δώσω το «μήλο» της ανωμαλίας σε μία από τις δύο εποχές θα το έδινα αβίαστα στην Παλιά Αθήνα, όχι μόνο για το βάθος και την ποικιλία των σεξουαλικών «παρεκτροπών», όσο περισσότερο για το ότι σου εμφανίζεται αναπάντεχα και κυριολεκτικά δεν πιστεύεις αυτά που διαβάζεις.
Πήγαιναν για ψώνια στα Χρόνια του Όθωνα;
Πολύ. Στο ρούχο μονοπωλούσε η Ερμού: η οδός της τρυφηλούς ασωτίας. Ένα παρατσούκλι που μας το κόλλησαν οι Βαυαροί. Γιατί; Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πώς γίνεται σε ένα δρόμο γεμάτο ερειπωμένα και γκρεμισμένα κτίρια να κυκλοφορούν κυρίες περιποιημένες στην τρίχα. Τη μόδα την έλεγαν «ο συρμός». Ό,τι ήταν του συρμού ήταν της μόδας. Οι χαμηλές τιμές αποκαλούνταν «δημοκρατικές». Η αγορά δεν ήταν συνυφασμένη με το εμπόριο τροφίμων ή ρούχων.
Πολύ. Στο ρούχο μονοπωλούσε η Ερμού: η οδός της τρυφηλούς ασωτίας. Ένα παρατσούκλι που μας το κόλλησαν οι Βαυαροί. Γιατί; Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πώς γίνεται σε ένα δρόμο γεμάτο ερειπωμένα και γκρεμισμένα κτίρια να κυκλοφορούν κυρίες περιποιημένες στην τρίχα. Τη μόδα την έλεγαν «ο συρμός». Ό,τι ήταν του συρμού ήταν της μόδας. Οι χαμηλές τιμές αποκαλούνταν «δημοκρατικές». Η αγορά δεν ήταν συνυφασμένη με το εμπόριο τροφίμων ή ρούχων.
Τα περισσότερα καταστήματα ήταν ταβέρνες και καφενεία. Τα τρόφιμα δεν ήταν εύκολο εμπόρευμα, καθώς δεν υπήρχαν αποθηκευτικοί χώροι, δεν υπήρχαν ψυγεία. Εάν ο έμπορος δεν έκανε σωστή παραγγελία και δεν πουλούσε το εμπόρευμά του εντός της ημέρας, αυτό κινδύνευε να σαπίσει. Για αυτό έβγαζαν ντελάληδες και οι διαφημίσεις πρόβαλαν το προϊόν της ημέρας. Έπαιζαν κορόνα γράμματα την περιουσία τους και δεν υπήρχαν πολλά μαγαζιά, όπως τα εννοούμε σήμερα. Το αλισβερίσι της αγοράς ήταν κυρίως το φαγητό.
Μαζί με τη Γαλλία για νέα μεγαλεία!
Η Ευρώπη είχε άλλη αίγλη, περισσότερο κοινωνική και λιγότερο πολιτική. Το σύνθημα «μαζί με τη Γαλλία για νέα μεγαλεία» ήταν πολύ ρεαλιστικό. Εάν ήθελες να είσαι μέσα στο χώρο της αριστοκρατίας και της αστικής τάξης, έπρεπε να μιλάς ή έστω να καταλαβαίνεις γαλλικά. Στα καφενεία οι μισές εφημερίδες ήταν ελληνικές και οι άλλες μισές γαλλικές. Όλη η μόδα (ανδρική και γυναικεία), αλλά και η διακόσμηση, ήταν κυρίως γαλλική και λιγότερο αυστριακή. Η Γαλλία, η οποία εκπροσωπούσε με τον καλύτερο τρόπο την Ευρώπη, ήταν ένα ιδανικό. Από τη μια είχαμε μια ανατολίτικη επιρροή και από την άλλη βλέπαμε στην Ευρώπη. Ήταν πρότυπο και καλό αντικείμενο αντιγραφής. Σήμερα δεν είναι πρότυπο.
Η Ευρώπη είχε άλλη αίγλη, περισσότερο κοινωνική και λιγότερο πολιτική. Το σύνθημα «μαζί με τη Γαλλία για νέα μεγαλεία» ήταν πολύ ρεαλιστικό. Εάν ήθελες να είσαι μέσα στο χώρο της αριστοκρατίας και της αστικής τάξης, έπρεπε να μιλάς ή έστω να καταλαβαίνεις γαλλικά. Στα καφενεία οι μισές εφημερίδες ήταν ελληνικές και οι άλλες μισές γαλλικές. Όλη η μόδα (ανδρική και γυναικεία), αλλά και η διακόσμηση, ήταν κυρίως γαλλική και λιγότερο αυστριακή. Η Γαλλία, η οποία εκπροσωπούσε με τον καλύτερο τρόπο την Ευρώπη, ήταν ένα ιδανικό. Από τη μια είχαμε μια ανατολίτικη επιρροή και από την άλλη βλέπαμε στην Ευρώπη. Ήταν πρότυπο και καλό αντικείμενο αντιγραφής. Σήμερα δεν είναι πρότυπο.
Κραχ του ’29. Επτωχεύσαμεν;
Η κρίση τότε δεν έπαιξε το ρόλο που παίζει σήμερα. Σήμερα είναι καταστροφή. Τότε ήταν περισσότερο μια αφορμή να μαζευτεί ο κόσμος και να αντέξει. Έβρισκαν τρόπους να ξεπερνούν τις δυσκολίες. Υπήρχε η στήριξη στην οικογένεια, στην κοινωνική συνοχή. Το «Επτωχεύσαμεν» ήταν περισσότερο δημοσιονομικό φαινόμενο. Ο Αθηναίος είχε τρόπους να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, το χωριό ήταν παραγωγικό. Δεν ήταν όπως τώρα. Ερχόταν το λάδι από το χωριό, οι ελιές, το κρέας.
Η κρίση τότε δεν έπαιξε το ρόλο που παίζει σήμερα. Σήμερα είναι καταστροφή. Τότε ήταν περισσότερο μια αφορμή να μαζευτεί ο κόσμος και να αντέξει. Έβρισκαν τρόπους να ξεπερνούν τις δυσκολίες. Υπήρχε η στήριξη στην οικογένεια, στην κοινωνική συνοχή. Το «Επτωχεύσαμεν» ήταν περισσότερο δημοσιονομικό φαινόμενο. Ο Αθηναίος είχε τρόπους να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, το χωριό ήταν παραγωγικό. Δεν ήταν όπως τώρα. Ερχόταν το λάδι από το χωριό, οι ελιές, το κρέας.
Ούτε η Ευρώπη ήταν τόσο οργανωμένη προκειμένου να επιβάλει κάτι στην Ελλάδα. Είχαν στείλει μια επιτροπή μετά την πτώχευση για να ελέγξει τα δημοσιονομικά της χώρας, αλλά αυτή η επιτροπή είχε περισσότερο χαρακτήρα συμβουλευτικό. Η Ευρώπη είχε μεγαλύτερες έγνοιες από ό,τι τώρα. Είχε διαρκώς πολέμους, το οικονομικό κραχ, είχε τον πόλεμο της Κριμαίας. Υπήρχε ένας αποπροσανατολισμός από την έννοια πτώχευση. Τα δάνεια επενδύονταν. Γίνονταν έργα. Δεν τα έβγαζαν έξω σε τράπεζες. Η χώρα είχε ανάγκη από υποδομή. Όλα γίνονταν για πρώτη φορά. Για παράδειγμα, οι δρόμοι που ασφαλτοστρώθηκαν γύρω στο 1910 άντεξαν 50 χρόνια. Για τα μέσα της εποχής εκείνης αυτό ήταν ένα θαύμα.
Εικόνες μέσα από τις σελίδες
Δεξαμενή: Προς το τέλος του 19ου αιώνα ήταν πιο γνωστή από το Κολωνάκι. Σωζόταν από το Αδριάνειο Υδραγωγείο, το οποίο κατέβαινε από τους Αμπελοκήπους, περνούσε από τη Δεξαμενή και κατέληγε στην Αμαλίας. Εκεί ήταν η Πύλη και η πηγή Μπουμπουνίστρα, η οποία οφείλει την ονομασία στο θόρυβο του νερού.
Δεξαμενή: Προς το τέλος του 19ου αιώνα ήταν πιο γνωστή από το Κολωνάκι. Σωζόταν από το Αδριάνειο Υδραγωγείο, το οποίο κατέβαινε από τους Αμπελοκήπους, περνούσε από τη Δεξαμενή και κατέληγε στην Αμαλίας. Εκεί ήταν η Πύλη και η πηγή Μπουμπουνίστρα, η οποία οφείλει την ονομασία στο θόρυβο του νερού.
Το βουλεβάριον με τις γαζίες: Σήμερα οδός Πανεπιστημίου. Κάθε τρίτο ή τέταρτο κτίσμα ήταν εργαστήριο μαρμάρου. Το δούλευαν επιτόπου και το χρησιμοποιούσαν για τα σπίτια του Κολωνακίου. Έχοντας τα μαγαζιά τους στην Πανεπιστημίου, γλίτωναν έξοδα στα μεταφορικά.
Η ρομαντική Ομόνοια. Από το 1860 οι ορχήστρες της Φρουράς και του Α΄ Τάγματος παίζουν Βέρντι, Στράους, Ντονιτσέτι και Όφενμπαχ. Οι εφημερίδες προαναγγέλλουν το πρόγραμμα για να ξέρεις τι θα ακούσεις. Τα καφενεία οικειοποιούνται τη δωρεάν ατραξιόν, απλώνουν περισσότερα τραπεζάκια στην πλατεία και νοικιάζουν ακόμα και τις καρέκλες.
Οι «πανεριτζήδες». Οι πλανόδιοι βιοπαλαιστές από τα χωριά της επαρχίας. Κατέβαιναν στην πρωτεύουσα, νοίκιαζαν ένα μαγαζί όχι μεγαλύτερο από τέσσερα τετραγωνικά μέτρα. Μέσα στο μαγαζί αυτό κοιμούνταν δέκα-δέκα στριμωγμένοι. Πουλούσαν σαλέπι, κάστανα, στραγάλια, ζαχαρωτά, μελένιο χαλβά.