Για τους χασικλήδες ο τεκές είναι χώρος ιερός και η διαδικασία του καπνίσματος μια κανονική τελετή που οδηγεί στις ποθητές χίμαιρες. Όσοι βρίσκονται εκτός των τειχών, βλέπουν το ιερό σαν κάτι διαβολικό. Στο Φάληρο, πίσω απ’ το Γηροκομείο κοντά στο μνήμα των Αγγλογάλλων ναυτών, βρίσκεται ένα χασισοποτείο. Ένα σκοτεινό τετράγωνο οικοδόμημα με μια αμυδρή λάμψη φωτός που διαφεύγει απ’ τα παράθυρά του, μαζί με τα ντουμάνια…
Το καλοκαίρι του 1911 δημοσιογράφος της εφημερίδας «Εμπρός» κάνει ένα ριψοκίνδυνο οδοιπορικό –που δημοσιεύεται σε συνέχειες– στα άντρα και τα καταγώγια του Πειραιά και στα απρόσιτα σπήλαια της Πειραϊκής, που είχε το αρχηγείο του ο «Νταής των Νταήδων». Σε ένα από τα φύλλα της εφημερίδας, γύρω στη δωδέκατη συνέχεια του οδοιπορικού του, αφηγείται την ιστορία έξι νεαρών φίλων εκ των οποίων οι τρεις ήταν ασκληπιάδες (δικηγόροι) και ο ένας διάκος (μετέπειτα αρχιμανδρίτης). Η παρέα γλεντούσε σε εξοχική ταβέρνα πίνοντας κρασί και τελώντες εν εκστάσει κατέληξαν στο χασισοποτείο του Φαλήρου.
«Η αυλή όπου τους ωδήγησεν ο καταστηματάρχης με ενδείξεις σεβασμού, ήτο μία μάνδρα σκοτεινή με δύο πεζούλια, αντί καναπέδων και μερικούς ογκώδεις λίθους αντί καθισμάτων. Από την οπισθίαν θύραν εφαίνετο αμυδρώς φωτιζόμενον το εσωτερικόν του χασισοποτείου. Ένας πάγκος μακρύς με ξύλινα θρανία γύρω και με μίαν λάμπα κρεμαστήν εις το μέσον της χαινούσης οροφής του ήσαν τα μόνα του έπιπλα. Οι τοίχοι μαυρισμένοι και γλοιώδεις ανταπεκρίνοντο εις το σύνολον της απαισιότητος. Η οροφή ανοίγουσα χάος καδρονιών απέληγεν εις ένα φεγγίτην όλως ανεπαρκή δια την εξάτμισιν. Γύρω στο τραπέζι πλήθος απαισίων μορφών εκάπνιζεν, ερέμβαζεν ή εκοιμάτο. Μια σιγή θανάτου εκυριαρχούσεν εκεί μέσα διακοπτομένη από το ειονεί υπόκωφον γουργούρισμα των ναργιλέδων και το φύσημα των πηλίνων πιπών! Εις την σκοτεινοτέραν γωνίαν της αυλής εκείνης διεκρίνοντο μόλις δύο θαμώνες οι οποίοι συνεζήτουν μυστηριωδώς καπνίζοντες τας πίπας των και συχνά πυκνά διακοπτόμενοι από παταγώδη γέλοια».
ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΠΗΛΙΕΣ
Οι χασικλήδες θέλαν μόνο την ησυχία τους, να μπορούν να φουμάρουν χωρίς τον κίνδυνο της αστυνομικής εφόδου, γι’ αυτό πολλές φορές παίρνανε τα βουνά για να φουμάρουνε το ναργιλέ σιγά σιγά και ήσυχα, γιαβάσικα όπως λέγανε.
Πηγαίνανε μέσα σε σπηλιές που είχαν ανακαλύψει και τις είχανε μετατρέψει σε κρυψώνες και χώρους συνάντησης. Έκρυβαν το ναργιλέ σ’ ένα σημείο στη σπηλιά και όταν επέστρεφαν τον ξέθαβαν κι άρχιζαν τις «βόλτες».
Οι σπηλιές της Πειραϊκής που, όπως αναφέραμε, γίνονται αντικείμενο ευφάνταστου ρεπορτάζ το 1911, περιβάλλονται από το μύθο τρομερών κακοποιών που έχουν το αρχηγείο τους σε απρόσιτα σπήλαια – δωμάτια και οργανώνουν τα εγκληματικά τους σχέδια πίνοντας το ναργιλέ τους. Οι αλήτες, οι χασισοπότες, οι κακούργοι και οι ληστές του Πειραιά εμπνέονται από τη μαγεία της φύσης και αποφεύγουν τις παγίδες αριστοτεχνικά.
«Εκεί στις ακτές της Πειραϊκής χερσονήσου μαζί με το γεμάτο ιώδιο αεράκι που θωπεύει το πρόσωπο, ταυτόχρονα υψούται μία ελαφρά νεφέλη καπνού, το άρωμα της οποίας προκαλεί την αηδίαν και τον έμετον.
Κάπου εκεί εις ένα σπήλαιον υπό ή υπέρ τους βράχους αναπαύονται οι κυρίαρχοι της μαγικής ακτής καπνίζοντες ηδυπαθώς το τσιμπούκι ή τον ναργιλέν των με το ονειροπλόκον χασίς, ξεκουραζόμενοι από τας ριψοκινδύνους ασχολίας των ή σχεδιάζοντες ίσως τολμηράς επιχειρήσεις. Ακριβώς υπό την λευκάζουσαν λωρίδα του δρόμου και ολίγον κατωτέρω των ερειπίων των μακρών τειχών ευρίσκεται η περιώνυμος και ιστορική σπηλιά, το απάτητον καταφύγιον των λωποδυτών και κακούργων και από ξηράς και δια θαλάσσης. Η σπηλιά αυτή είνε φυσικόν κοίλωμα μεταξύ δύο τεραστίων και αποκρήμνων βράχων εντελώς περίπου απροσπέλαστον δια ξηράς. Πώς όμως κατορθώνουν αυτοί όταν διώκωνται κατά πόδας υπό χωροφυλάκων, να διολισθαίνουν δίκην αιλούρων ή κατσικιών εκεί μέσα αφήνοντες τους χωροφύλακας καθίδρους να αφρίζουν από την λύσσαν των, είνε μυστήριον».
Η ιστορική σπηλιά βρίσκεται λίγο πιο πέρα από την έπαυλη Σκουλούδη, μετά το σταθμό του τραμ. Χρησιμεύει ως ορμητήριο των χασικλήδων και λωποδυτών που λυμαίνονται τον Πειραιά. Σε δυο βήματα μάλιστα απόσταση βρίσκεται ένα ερειπωμένο σπιτάκι, χτισμένο στην πρόσοψη μιας ακατοίκητης μάντρας, το οποίο «οι νυκτερινοί ιππόται της χερσονήσου χρησιμοποιούν όχι τόσον ως κατοικίαν, όσον δια τους κτηνώδεις έρωτάς των. Αλλοίμονον δε εις εκείνον, όστις θα ετόλμα να τους ταράξη τας συχαμεράς στιγμάς…».
Στην κορυφή της Πειραϊκής χερσονήσου διακρίνεται το μεγαλοπρεπές μέγαρο του «αποκρύφου κόσμου του Πειραιώς», μέσα στο οποίο γίνονται οι γενικές συνεδριάσεις των πολυπληθών και πολλές φορές αντίπαλων ομάδων, τα γλέντια τους, τα φαγοπότια ενώ συχνά διαμένουν εκεί μέλη του σκοτεινού συνδέσμου.
Εκεί πάνω είχε τη σπηλιά του και ο «Νταής των νταήδων» ο αρχηγός των κακοποιών. Έμενε σε μια σπηλιά στον πιο απόκρημνο βράχο, ένα αληθινό δωμάτιο, την πιο απρόσιτη και ενδιαφέρουσα σπηλιά της Πειραϊκής. Ήταν αθέατος, βαρύς κι αμίλητος και κάπνιζε το ναργιλέ του πάντα με συντροφιά της αρεσκείας του κι εκεί σ’ έκείνο το «δωμάτιο» λένε πως έβγαιναν οι διαταγές της τρομοκρατίας των αγαθών πολιτών του Πειραιά. Πιο πέρα ήταν δυο σπηλιές που η είσοδός τους κρυβότανε προς το μέρος της θάλασσας από τεράστιους ογκόλιθους που είχανε κατρακυλήσει μέχρι την ακτή. Εδώ κατέφευγαν οι χασικλήδες τη νύχτα, φουμάροντας ανενόχλητοι το ναργιλέ τους, απολαμβάνοντας τη θαλάσσια αύρα έξω απ’ τις σπηλιές και ετοίμαζαν με αληθινή μυσταγωγία το ναργιλέ και τους λουλάδες με το καλύτερο χασίς της Προύσας.