Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Γερμανική κατοχή στο Μαρούσι

$
0
0

spyros_louis219122
Μαρούσι, Σαββατοκύριακο Δεκέμβρη 1941. Ζύγωναν Χριστούγεννα. Από νωρίς είχε πέσει ένα γάνωμα χιονιού και ο παγωμένος αέρας το είχε κρυσταλλώσει. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Άλλωστε με τη γερμανική κατοχή τα αγροτόσπιτα έπεφταν για ύπνο με το βασίλεμα του ήλιου. Ήταν και η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Ριπές πολυβόλων σπάθιζαν τους δρόμους, για να φοβίζουν τους κατοίκους. Οι νύχτες ήταν ατέλειωτες κι όλοι πρόσμεναν με αγωνία, τι θα βγάλει η επόμενη μέρα. Όμως εκείνη τη νύχτα στο σπίτι μας συνέβη το αναπάντεχο.
Ένας μεγάλος αγρός περιέβαλε το σπίτι
μας, που ήταν μακριά από το δρόμο. Είχε δύο δωμάτια, κουζίνα και μια μεγάλη στεγασμένη βεράντα με γλάστρες. Το ένα δωμάτιο, το χρησιμοποιούσαμε για σάλα, που δεχόμαστε φίλους, όταν έρχονταν από την Αθήνα, και το άλλο το είχαμε υπνοδωμάτιο. Σ’ ένα διπλό κρεβάτι κοιμόμαστε η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ, κουτσούβελα τότε. Δίπλα σ’ ένα μονό κρεβάτι κοιμόταν ο πατέρας μου.
Κοντά στο σπίτι υπήρχαν ακόμη δύο κτίσματα: ο σταύλος για τα ζώα, η αποθήκη με το πατάρι και δύο άλλα ανατολικά δωμάτια, που κοιμούνταν τα μεγαλύτερα αδέρφια μου. Μια δεκαμελής οικογένεια, όπως η δική μας, είχε ανάγκη από χώρους, για να εξυπηρετηθεί.
Η μάνα μου, όπως κάθε βράδυ, στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, τοποθετούσε πάνω στο πρεβάζι του τζακιού ένα αναμμένο καντήλι για να υπάρχει κάποιο φως, όταν ο πατέρας σηκωνόταν τη νύχτα κι έβγαινε έξω στον αγρό για το νερό του ή τ’ αδέρφια μου από το άλλο σπίτι ήθελαν κάτι. Για τούτο η πόρτα του σπιτιού έμενε πάντα ξεκλείδωτη. Η μάνα μου ξύπνησε από ένα θόρυβο. Κάποιος παρείσακτος επισκέπτης είχε μπει στο σπίτι μας, είχε σκύψει πάνω από το κεφάλι της και τη σκουντούσε να ξυπνήσει.
Η μάνα μου, μες τον ύπνο της, νόμισε πως ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός μου, που είχε έρθει να της ζητήσει βοήθεια, γιατί νωρίτερα, πριν πέσουμε για ύπνο, της είχε παραπονεθεί, πως του πονούσε το αυτί του.
– Δε σου πέρασε το αυτί σου, παιδί μου; Του είπε, ξυπνώντας. Αλλά ο παρείσακτος επισκέπτης τής απάντησε γερμανικά. Τότε κατάλαβε, πως ένας Γερμανός στρατιώτης είχε μπει στο σπίτι μας και της ζητούσε, σκουντώντας την «ντράκμες, ντράκμες». Στο φως του καντηλιού διέκρινε πάνω στη στολή του τον αετό με τη σβάστικα.
Ο Γερμανός τράβηξε τις κουβέρτες, μας ξεσκέπασε και η μάνα μου, του είπε:
« - Πίκουλα, πίκουλα. – Για, για μάμα, έκανε αυτός, ντράκμες, ντράκμες».
Έπειτα πήγε προς τον πατέρα μου, που μόλις είχε ξυπνήσει. Αγουροξυπνημένος αυτός είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι του. Ο Γερμανός τού έδωσε μια σπρωξιά, τον έριξε πίσω στο στρώμα και άρχισε να του δίνει μπουνιές. Ο πατέρας μου αμύνθηκε, ο σουμιές του κρεβατιού υποχώρησε και στο βαθούλωμά του βρέθηκαν ένα κουβάρι πατέρας και Γερμανός, παλεύοντας με γροθιές.
Η μάνα μου έτρεξε να τραβήξει το Γερμανό και αντιλήφτηκε στο φως του καντηλιού, πως εκείνος κρατούσε στο χέρι του ένα στιλέτο, που γυάλιζε.

– Στάμο, του φώναξε, έχει μαχαίρι, πρόσεξε. Όρμησε πάνω στο Γερμανό και του έστριψε το χέρι που κρατούσε το στιλέτο, πίσω ανάποδα. Το στιλέτο έπεσε πάνω στα πλακάκια. Του έδωσε μια σκουντιά με το πόδι της η μάνα μου και αυτό σύρθηκε πάνω στο δάπεδο και από την ανοιχτή πόρτα βρέθηκε έξω στη βεράντα. Για πολλές δεκαετίες και πριν δοθεί αντιπαροχή το πατρικό μας σπίτι, φαινόταν πάνω στα ασπροκεραμιδί πλακάκια η πορεία της λεπίδας του στιλέτου.
Ο Γερμανός αιφνιδιάστηκε από την ξαφνική επίθεση της μάνας μου. Ήταν στουπί στο μεθύσι. Βρομοκοπούσε κονιάκ. Έτσι δόθηκε η ευκαιρία στον πατέρα μου να σηκωθεί με δυσκολία από το βαθούλωμα του κρεβατιού. Η μάνα μου κρατούσε τώρα γερά από πίσω το Γερμανό, που την κλοτσούσε για ν’ απαλλαγεί. Ο πατέρας μου τον έψαξε, δεν είχε πάνω του πιστόλι. Άρπαξε γρήγορα το λευκό του ζωνάρι, που το είχε για τη μέση του και μ’ αυτό έδεσε πιστάγκωνα το Γερμανό. Εμείς εντωμεταξύ είχαμε σηκωθεί τρέμοντας από το φόβο μας. Τα δόντια μας κροτάλιζαν από το κρύο. Ο πατέρας με το μακρύ σώβρακο, όπως ήταν και η μάνα με το νυχτικό, τον έβγαλαν έξω από το σπίτι. Γυμνοί σχεδόν, ξυπόλυτοι μέσα στην παγωνιά πήραν το δρόμο, για να τον παραδώσουν στην κομμαντατούρ.
Από τη φασαρία όμως όλη η γειτονιά και τα αδέρφια μου ξύπνησαν. Βγήκαν στο δρόμο και μας ακολούθησαν.
– Ήρθε και σε μας από νωρίς, έλεγαν. Ήθελε ντράκμες να μπεκρουλιάσει το τομάρι, φώναζαν.
Ο πατέρας μου και η μάνα μου, κρατώντας το Γερμανό γερά, που τους κλοτσούσε, πήγαιναν πρώτοι μπροστά και πίσω όλη η γειτονιά και τα παιδιά λεφούσι. Φθάσαμε στην κομμαντατούρ, που απείχε ένα χιλιόμετρο και δυτικά στο επιταγμένο σπίτι του Κουρτάκη. Ο Γερμανός στρατιώτης, ένα ντερέκι γεροδεμένο, που φαίνεται πως είχε ξεμεθύσει κλοτσώντας πότε τον πατέρα μου, πότε τη μάνα μου, φώναζε. «Νο κομμαντατούρ, ιχ Ρούσια μπαμ, μπαμ, μάμα».
Το περίεργο είναι πως και η γερμανική περίπολος, που συναντήσαμε στο δρόμο, όταν λέγαμε κομμαντατούρ, χωρίς άλλη διατύπωση, μας άφηνε να περάσουμε. Όταν φτάσαμε, ένας Γερμανός αξιωματικός, ήταν στο γραφείο. Οι σκοποί άφησαν τον πατέρα μου και τη μάνα μου με το Γερμανό στρατιώτη να περάσουν μέσα, απαγόρευσαν όμως στους άλλους την είσοδο. Αφού ανακρίθηκαν με τη βοήθεια ενός διερμηνέα, έκλεισαν το Γερμανό στρατιώτη στο κρατητήριο κι άφησαν ελεύθερους τους γονείς μου, που τους περίμενε ανήσυχα έξω στο δρόμο όλη η γειτονιά μας.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί και για μια βδομάδα-μαρτύριο –καλούσε ο Γερμανός φρούραρχος για ανάκριση στην κομμαντατούρ τον πατέρα μου– τον θαύμαζα για την ψυχραιμία του στα δύσκολα - και τη μάνα μου για την αντοχή της στις μπόρες της ζωής. Έβγαζαν καμιά δεκαριά στρατιώτες ανάμεσα σ’ αυτούς και το νυχτερινό επισκέπτη και τους ρωτούσαν, ποιος ήταν. Οι γονείς μου τον θυμούνταν καλά. Και πάντα μετά την ανάκριση έρχονταν στο σπίτι μας να κάνουν έρευνα και αυτοψία. Αναζητούσαν το στιλέτο, το οποίο τελικά βρέθηκε, πεσμένο μέσα στη γλάστρα με τα γεράνια στο σκαλοπάτι της βεράντας, και το περίστροφό του, που ίσως το είχε χάσει πάνω στο μεθύσι του, πριν έρθει σπίτι μας, γιατί ο πατέρας μου τον είχε ψάξει στην πάλη τους επάνω, αν οπλοφορούσε.
Είναι αλήθεια πως όλη η γειτονιά μάς συμπαραστάθηκε στις ανακρίσεις. Αυτές σταμάτησαν, όταν η μάνα μου πήγε στο σπίτι του Σπύρου Λούη, που ήταν πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε τρέξει μαζί με αυτόν και άλλους τρεις Μαρουσιώτες στο μαραθώνιο του 1896 και είχε τερματίσει ανάμεσα στους δέκα πρώτους.
Ζήτησε από τη νύφη του Λούη μια φωτογραφία, που το 1936 είχε βγάλει στους ολυμπιακούς του Βερολίνου με το Χίτλερ και την έφερε στην κομμαντατούρ.
Ο ναζί φρούραρχος, μόλις είδε τη φωτογραφία και άκουσε πως ο πατέρας μου ήταν συγγενής του Λούη, πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμά του και υψώνοντας το δεξί του χέρι σε ένδειξη χαιρετισμού φώναξε βροντερά. – Χάιλ Χίτλερ. Μετά άφησε ελεύθερους τους γονείς μου. Η φωτογραφία του Λούη είχε κάνει το θαύμα της. Ο Λούης και από τον τάφο του βοηθούσε τους συμπατριώτες του.
Το Γερμανό στρατιώτη αργότερα μάθαμε ότι τον μετακίνησαν στο μέτωπο της Ρωσίας. Από τότε η πόρτα του σπιτιού μας ασφαλιζόταν το βράδυ με μία ξύλινη αμπάρα και το καντήλι ξανάναψε μόνο στην απελευθέρωση.
Δημήτρης Μασούρης

Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>