Οι κοκότες, μοιραίες γυναίκες των αρχών του περασμένου αιώνα
Ιδιόμορφες γυναίκες, κινούμενες μεταξύ του «καλού κόσμου» και της παρανομίας. «Αμαζόνες», «μεγάλες οριζοντιωμένες», «σκανδαλώδεις», «μισο-κάστορες» και «κοκότες»: οι επιφανειακές γυναίκες της «μπελ επόκ» μετονομάζονταν ακατάπαυστα, στο βαθμό που εξελίσσονταν τα πολυποίκιλα σκάνδαλα και οι υπερβολές τους.
Ο όρος «μισόκοσμος» (démi monde), αποδίδεται στον Αλέξανδρο Δουμά υιό (Alexandre Dumas fils) που τιτλοφόρησε έτσι ένα θεατρικό έργο του, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1855. Όσο για τον όρο «κοκότα» προέρχεται από τα κουτσομπολιά των φιλάρεσκων γυναικών ή τα ξετσίπωτα χαχανητά - «κακαρίσματα» αυτών των γυναικών.
Πραγματικές «φαμ φατάλ», κυνηγοί ανδρών και διαμαντιών, οι «κοκότες» γρήγορα έφεραν τα πάνω-κάτω στο κοσμικό Παρίσι των αρχών του περασμένου αιώνα. «Αυτή η χούφτα των γυναικών, καμιά σαρανταριά όλες κι όλες, έμπλεξαν στα δίκτυα της γοητείας τους σχεδόν όλους τους εστεμμένους της Ευρώπης», σημειώνει η Κατρίν Γκινιόν (Catherine Guignon), συγγραφέας του βιβλίου «κοκότες, οι βασίλισσες του Παρισιού». Ο αναγνώστης έχει έτσι την ευκαιρία να αφοσιωθεί στην εξαιρετική μοίρα διαβόητων γυναικών σαν τις Καρολίν Οτέρο (Caroline Otero), Λιαν Ντε Πουγκί (Liane de Pougy), Εμιλιέν Ντ' Αλενσόν (Émilienne d' Alençon), Μάτα Χάρι (Mata Hari), ακόμα και την Κλεό Ντε Μερόντ (Cléo de Mérode). «Μέσω της παρουσίασης των πορτρέτων, των διασταυρούμενων πορειών τους και των θεματικών που ανέδειξαν, θέλησα να δείξω πώς κατόρθωσαν να τρυγήσουν το νέκταρ της εποχής τους».
Ελευθεριάζουσες και άπληστες
Φιλόδοξες και τυχοδιώκτριες, δεν διστάζουν να εφορμήσουν κατά των μεγαλύτερων «ψαριών» της εποχής τους και να τα εγκαταλείπουν μετά το κούρσεμά τους. Δόλιες και ευτελείς ήσαν σίγουρα. Στο Παρίσι της «μπελ επόκ», το χρήμα είναι ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς, η επίδειξη έχει αναδειχθεί σε κοσμοθεωρία και η επιτυχία μετριέται με την απόκτηση κοσμημάτων. «Οι περιουσίες έρχονται στον ύπνο σου, αρκεί να μην κοιμάσαι μόνη» δηλώνει σχετικά η Ανδαλουσιανή Καρολίν Οτέρο. Είναι ερωμένες σε αναζήτηση διαμαντιών και χρημάτων, αλλά δεν είναι επ' ουδενί πόρνες. Κυνηγότοποί τους είναι τα πιο σικάτα μέρη του Παρισιού, όπου επιλέγουν με άνεση το επόμενο θήραμά τους. Στο ενδιάμεσο κουβεντιάζουν, αστεΐζονται, λάμπουν. Όχι μόνο χάρη στις τουαλέτες τους, αλλά και με τον πνεύμα τους. «Οι κοκότες δεν κατάγονται κατ' ανάγκην από εύπορες ή πεπαιδευμένες οικογένειες, αλλά επιβουλεύονταν ακριβώς αυτόν τον κόσμο» εξηγεί η Κατρίν Γκινιόν. Και με μεγάλη επιτυχία.
Ανεξάρτητες, ελευθεριάζουσες, άπληστες, οι κοκότες επιδίωκαν ένα πράγμα: να χαρούν την ζωή και να γνωρίσουν πάση θυσία την απόλαυση. Από τα παρισινά μιούζικ χολ τις βρίσκουμε σε όλα τα κοσμοπολίτικα στέκια, παντού όπου αξίζει τον κόπο να ιδωθούν. «Όλες ανέβηκαν στην σκηνή, ακόμα και στο εξωτερικό. Τραγουδούσαν, χόρευαν ή απλά εκτίθεντο. Το φουαγιέ της όπερας του Παρισιού, όπου και συνέρρεαν, ήταν π.χ. ιδανικός τόπος αποπλάνησης». Η επίδειξη, η κατάχρηση της γοητείας τους, η διαρκής έκθεσή τους, διαμόρφωσε έναν τρόπο ζωής για τις γυναίκες αυτές, που η εκτός ορίων αυταρέσκεια τους καθοδηγούσε όλες τις πράξεις και τις δραστηριότητές τους. Αυτή η εγωκεντρική δίψα τις καθιστά ριζικά μοντέρνες.
Παρά την εχθρότητα και την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζονται από του καθώς πρέπει αστικούς και συντηρητικούς κύκλους, κατορθώνουν να καθιερώνουν μόδες, να καθοδηγούν τους καταναλωτές, να ποζάρουν για να διαφημίζουν τις πιο φημισμένες μάρκες της εποχής. Οι σχέσεις τους με τα μίντια είναι στενότατες, σε μια λογική αμοιβαίας εξυπηρέτησης: αυτές μεν επιδιώκουν να αποτελούν θέμα συζήτησης, οι δε δημοσιογράφοι, σε διαρκή αναζήτηση της δημοσιογραφικής επιτυχίας, είναι ενθουσιασμένοι με τα καμώματά τους.
Πραγματικές «φαμ φατάλ», κυνηγοί ανδρών και διαμαντιών, οι «κοκότες» γρήγορα έφεραν τα πάνω-κάτω στο κοσμικό Παρίσι των αρχών του περασμένου αιώνα. «Αυτή η χούφτα των γυναικών, καμιά σαρανταριά όλες κι όλες, έμπλεξαν στα δίκτυα της γοητείας τους σχεδόν όλους τους εστεμμένους της Ευρώπης», σημειώνει η Κατρίν Γκινιόν (Catherine Guignon), συγγραφέας του βιβλίου «κοκότες, οι βασίλισσες του Παρισιού». Ο αναγνώστης έχει έτσι την ευκαιρία να αφοσιωθεί στην εξαιρετική μοίρα διαβόητων γυναικών σαν τις Καρολίν Οτέρο (Caroline Otero), Λιαν Ντε Πουγκί (Liane de Pougy), Εμιλιέν Ντ' Αλενσόν (Émilienne d' Alençon), Μάτα Χάρι (Mata Hari), ακόμα και την Κλεό Ντε Μερόντ (Cléo de Mérode). «Μέσω της παρουσίασης των πορτρέτων, των διασταυρούμενων πορειών τους και των θεματικών που ανέδειξαν, θέλησα να δείξω πώς κατόρθωσαν να τρυγήσουν το νέκταρ της εποχής τους».
Ελευθεριάζουσες και άπληστες
Φιλόδοξες και τυχοδιώκτριες, δεν διστάζουν να εφορμήσουν κατά των μεγαλύτερων «ψαριών» της εποχής τους και να τα εγκαταλείπουν μετά το κούρσεμά τους. Δόλιες και ευτελείς ήσαν σίγουρα. Στο Παρίσι της «μπελ επόκ», το χρήμα είναι ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς, η επίδειξη έχει αναδειχθεί σε κοσμοθεωρία και η επιτυχία μετριέται με την απόκτηση κοσμημάτων. «Οι περιουσίες έρχονται στον ύπνο σου, αρκεί να μην κοιμάσαι μόνη» δηλώνει σχετικά η Ανδαλουσιανή Καρολίν Οτέρο. Είναι ερωμένες σε αναζήτηση διαμαντιών και χρημάτων, αλλά δεν είναι επ' ουδενί πόρνες. Κυνηγότοποί τους είναι τα πιο σικάτα μέρη του Παρισιού, όπου επιλέγουν με άνεση το επόμενο θήραμά τους. Στο ενδιάμεσο κουβεντιάζουν, αστεΐζονται, λάμπουν. Όχι μόνο χάρη στις τουαλέτες τους, αλλά και με τον πνεύμα τους. «Οι κοκότες δεν κατάγονται κατ' ανάγκην από εύπορες ή πεπαιδευμένες οικογένειες, αλλά επιβουλεύονταν ακριβώς αυτόν τον κόσμο» εξηγεί η Κατρίν Γκινιόν. Και με μεγάλη επιτυχία.
Ανεξάρτητες, ελευθεριάζουσες, άπληστες, οι κοκότες επιδίωκαν ένα πράγμα: να χαρούν την ζωή και να γνωρίσουν πάση θυσία την απόλαυση. Από τα παρισινά μιούζικ χολ τις βρίσκουμε σε όλα τα κοσμοπολίτικα στέκια, παντού όπου αξίζει τον κόπο να ιδωθούν. «Όλες ανέβηκαν στην σκηνή, ακόμα και στο εξωτερικό. Τραγουδούσαν, χόρευαν ή απλά εκτίθεντο. Το φουαγιέ της όπερας του Παρισιού, όπου και συνέρρεαν, ήταν π.χ. ιδανικός τόπος αποπλάνησης». Η επίδειξη, η κατάχρηση της γοητείας τους, η διαρκής έκθεσή τους, διαμόρφωσε έναν τρόπο ζωής για τις γυναίκες αυτές, που η εκτός ορίων αυταρέσκεια τους καθοδηγούσε όλες τις πράξεις και τις δραστηριότητές τους. Αυτή η εγωκεντρική δίψα τις καθιστά ριζικά μοντέρνες.
Παρά την εχθρότητα και την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζονται από του καθώς πρέπει αστικούς και συντηρητικούς κύκλους, κατορθώνουν να καθιερώνουν μόδες, να καθοδηγούν τους καταναλωτές, να ποζάρουν για να διαφημίζουν τις πιο φημισμένες μάρκες της εποχής. Οι σχέσεις τους με τα μίντια είναι στενότατες, σε μια λογική αμοιβαίας εξυπηρέτησης: αυτές μεν επιδιώκουν να αποτελούν θέμα συζήτησης, οι δε δημοσιογράφοι, σε διαρκή αναζήτηση της δημοσιογραφικής επιτυχίας, είναι ενθουσιασμένοι με τα καμώματά τους.
Η δημοσιογραφική αυτή φρενίτιδα τελικά κατορθώνει να διασχίσει τον Ατλαντικό, όπως όταν οι νεοϋορκέζικες εφημερίδες ασχολούνται με την κλοπή του διαμαντένιου περιδεραίου της Λιαν Ντε Πουγκί.
«Το Παρίσι τότε αποτελούσε επίζηλο προορισμό και κέντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος καθώς θεωρείτο η παγκόσμια πρωτεύουσα των ηδονών», εξηγεί η Κατρίν Γκινιόν. Και οι κοκότες συνέβαλαν δίχως άλλο αποφασιστικά στην διαμόρφωση αυτής της εικόνας.
Άρθρο της Anne-Laure Filhol για τη γαλλική εφημερίδα Le Figaro – Μετάφραση του κειμένου από το ppol.gr
«Το Παρίσι τότε αποτελούσε επίζηλο προορισμό και κέντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος καθώς θεωρείτο η παγκόσμια πρωτεύουσα των ηδονών», εξηγεί η Κατρίν Γκινιόν. Και οι κοκότες συνέβαλαν δίχως άλλο αποφασιστικά στην διαμόρφωση αυτής της εικόνας.
Άρθρο της Anne-Laure Filhol για τη γαλλική εφημερίδα Le Figaro – Μετάφραση του κειμένου από το ppol.gr