Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Η Βασιλίσσης Σοφίας αποτελούσε και αποτελεί βιτρίνα της μεσοαστικής και μεγαλοαστικής τάξης τόσο λόγω των Ανακτόρων, παλαιών και νέων, που βρίσκονται στην αρχή του δρόμου όσο και λόγω της γειτνίασής της με το Κολωνάκι και τον Λυκαβηττό.
Στα αρχικά σχέδια ανοικοδόμησης της πόλης των Αθηνών των Κλεάνθη και Σάουμπερτ η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας προβλεπόταν ελαφρά μετατοπισμένη, ως προέκταση της οδού Ερμού. Οι τροποποιήσεις που έκανε ο Κλέντσε στα αρχικά σχέδια δεν προέβλεπε ουσιαστικές μεταβολές στο σημείο αυτό. Μόνο όταν πραγματοποιήθηκε η τοποθέτηση των Ανακτόρων, τον Ιανουάριο του 1836, καταργήθηκε η προέκταση της Ερμού πέρα από τη σημερινή πλατεία Συντάγματος, μιας και ο κύριος άξονας του κτιρίου ταυτιζόταν με τον άξονα της Ερμού. Σύμφωνα με το σχέδιο του Γκέρτνερ τα Ανάκτορα περιβάλλονταν από ένα ημικύκλιο πάρκο στο πίσω μέρος τους. Με τον τρόπο αυτό αποκλειόταν η προς την Κηφισιά και τα Μεσόγεια αρχαία οδός. Για αυτό το λόγο, αλλά και λόγω της έλλειψης χρημάτων από τα κρατικά ταμεία για την απαλλοτρίωση ολόκληρης της έκτασης που περιλαμβανόταν στα σχέδια του Γκέρτνερ, ο ανθυπολοχαγός του μηχανικού Χοχ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη διεύθυνση της οικοδομής των Ανακτόρων μαζί με τον συνάδελφό του Σλότερ, συντάσσει νέο σχέδιο γενικής διάταξης της περιοχής το Μάρτιο του 1839, σύμφωνα με το οποίο ο Βασιλικός Κήπος επεκτείνεται μόνο νότια και ανατολικά των Ανακτόρων, ενώ στη βόρεια πλευρά τους και σε απόσταση 25μ. από αυτή χαράσσεται το πρώτο τμήμα της τότε λεωφόρου Κηφισίας με πλάτος 30μ. Στην απέναντι από τα Ανάκτορα πλευρά της Κηφισίας , ένα μεγάλο οικόπεδο 24.000 τετραγωνικών πήχεων επί της λεωφόρου προοριζόταν για τα δημόσια καταστήματα, τα υπουργεία και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Έτσι, σε όλη την έκταση μέχρι την οδό Σέκερη δεν επιτρεπόταν η κατασκευή οικοδομών.
Λίγο αργότερα στη δεξιά πλευρά της Κηφισίας, ο Σταμάτης Κλεάνθης σχεδιάζει για τη Δούκισσα της Πλακεντία, Σοφία, το χειμερινό της ανάκτορο, τα «Ιλίσσια», που σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Δίπλα στα Ιλίσσια η Δούκισσα αναθέτει στον Κλεάνθη να κτίσει την κατοικία του προσωπικού της ιατρού Βερν Ρέζερ. Στο κτίριο αυτό εγκαταστάθηκε αργότερα το διδασκαλείο. Ακολουθούν οι δύο μικρές κατοικίες των Γριβαίων, το ημιτριώροφο του Βασίλη Γιαλούρη, η τριώροφη κατοικία του κόντε Μπότσαρη, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε η πολυκατοικία Πεσματζόγλου.
Την ίδια χρονιά που αρχίζει η οικοδόμηση των Ιλισσίων, το 1840, αρχίζει να κτίζεται έξω από την πόλη η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας χτίστηκε κοντά της ο μικρός ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου. Στη γωνία Κηφισίας και Νεοφύτου Δούκα υπήρχε το εργοστάσιο και η μπιραρία του Δαμιανού που στη συνέχεια περιήλθε στο Μπάουχερ. Οι δεκαετίες περνούσαν, το κράτος όμως εξακολουθούσε να μη διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να κτίσει τα υπουργεία του.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 τα οικόπεδα που βρίσκονται προς τη βόρεια πλευρά των Ανακτόρων απελευθερώνονται και αρχίζουν οι πρώτες πωλήσεις σε ιδιώτες. Η άνοδος του Γεωργίου Α΄ στο θρόνο, η ένωση των Επτανήσων με τη Ελλάδα, η αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας και κυρίως η οικονομικοκοινωνική αναδιοργάνωση του ελληνικού κράτους προσελκύουν πολλούς ομογενείς του εξωτερικού να εγκατασταθούν στη χώρα. Από τους πρώτους ήταν ο Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος αγόρασε οικόπεδο στην αρχή της τότε οδού Κηφισίας. Το παράδειγμα του Συγγρού ακολουθούν οι Χιώτες επιχειρηματίες Σκουλούδης και Βούρος, καθώς και ο Παπούδωφ.
Από τα μέσα του 1870 και μέχρι τις αρχές του 20ουαι., τότε που η λεωφόρος Κηφισίας μετονομάζεται σε λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, η αριστερή προς την άνοδο πλευρά γεμίζει με αστικά μέγαρα. Το μέγαρο Ψύχα (Αιγυπτιακή πρεσβεία), η έπαυλη Douais του Κάρολου Μέρλιν (Γαλλική πρεσβεία), το μέγαρο Στουρνάρη, το μέγαρο ενός άλλου Ψύχα (Ιταλική πρεσβεία), η οικία Ράλλη- Σκαραμαγκά, το μέγαρο Χαροκόπου (Μουσείο Μπενάκη), το μέγαρο Καζούλη, τα μέγαρα Συριώτη- Εμπειρίκου, Π.Καλλιγά, Μ.Δραγούμη, Ζλατάνου, Ελ.Μακκά, Σταθάτου (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης) και Ι.Θεολόγη. Στις αρχές του 20ουαι. κτίζεται το μέγαρο Ρέντη, η οικία Βόγλη, η οικία Βεργώτη και το μέγαρο Βενιζέλου. Σήμερα σχεδόν κανένα δεν ανήκει στους απογόνους του αρχικού ιδιοκτήτη τους. Στη δεξιά πλευρά δέσποζε το μέγαρο Πεσματζόγλου, η πρώτη πολυτελής πολυκατοικία της Αθήνας και το Σαρόγλειο.
Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας συνέχισε να είναι η κατ’ εξοχήν «βιτρίνα» και, σύμφωνα με τις αιώνιες ελληνικές αρχές, κρατούσε μέσα της όλη την αντιφατικότητα της σύγχρονης ζωής σε αυτόν τον τόπο. Διαδοχικά παραχωρήθηκαν οικόπεδα για τη Ριζάρειο Σχολή (προπολεμικά), για το Στρατιωτικό Νοσοκομείο το ΄50, για τη Αμερικανική πρεσβεία, το Χίλτον και την Εθνική Πινακοθήκη στις αρχές του ΄60 και λίγο αργότερα το μνημείο του Βενιζέλου. Τελευταία και γενναιότερη προσθήκη το Μέγαρο Μουσικής το ΄70 με τις τωρινές του επεκτάσεις, καθώς επίσης και ο Πύργος των Αθηνών.
Παρ’ όλο που η οδός διατηρούσε την αίγλη του ξεχωριστού, ο συμβολισμός της ήταν πια κάπως προβληματικός. Φυσικά, θα ήταν για πάντα ταυτισμένη με την κάθοδο στο «καλό», δηλ. στο ευρωπαϊκό κέντρο της πόλης, ακόμη κι όταν εκείνο υποβαθμίστηκε αισθητά και ξέπεσε. Αν η Αμερικανική πρεσβεία και το Χίλτον υπογράμμιζαν τη νέα ηγεμονική θέση της υπερπόντιας δύναμης, τα υπόλοιπα στοιχεία αυτής της ανάπτυξης εξέπεμπαν δυσνόητα μηνύματα. Δεν μπορούσαμε να μιλάμε πλέον για έναν αριστοκρατικό δρόμο, ούτε καν μεταφορικά. Η λεωφόρος ήταν γεμάτη με πολυκατοικίες και έλαμπε ως το νέο, θαρραλέο πρόσωπο της μεταπολεμικής ανάπτυξης.
Σήμερα, η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, παρ’ όλο που κάποια από τα μέγαρα και σημαντικά κτίρια που διέθετε συνεχίζουν να υπάρχουν, έχει μετατραπεί σε μια πολύβουη και πολυσύχναστη λεωφόρο με χαρακτηριστικό τον μεγάλο αριθμό μουσείων που την καταλαμβάνουν και την τεράστια κυκλοφορία που συρρέει στην Κηφισίας από όλες τις παραπλεύρους και την οδηγεί ως το τέρμα της.