της Lolas
Λίγο πριν τις 4 τα ξημερώματα η Μικέλα άναβε ένα τσιγάρο καθισμένη στα σκαλάκια του ξενοδοχείου. Χάζευε όσους περνούσαν και γάτζωναν με το βλέμμα τους τα γυμνά της μπούτια & τη βαθιά χαράδρα τους στήθους της. Έπαιζε τα μακριά της νύχια στο φτηνό μπλουζάκι της & έστελνε μήνυμα στο Νίκο, τον γκόμενό της που γνωρίστηκαν σε ένα δωμάτιο πριν δυο μήνες.
Αναπολούσε τα πρώτα λόγια που αντάλλαξαν μετά το γρήγορο πήδημα. "Τον γλύφεις πολύ ωραία, είσαι καιρό εδώ;" αποκρίθηκε ικανοποιημένος ο Νίκος. Η Μικέλα αμίλητη άνοιγε την πόρτα & άρχιζε να κατεβαίνει τα σκαλιά. "Θέλω να τα ξαναπούμε", συνέχιζε ο Νίκος. "You find my here baby", απάντησε η Μικέλα με βλέμμα αδιάφορο.
Ξανασυναντήθηκαν πολλές φορές μέχρι που μια μέρα ο Νίκος της είπε να πάνε για καφέ. Δεν ντρεπόταν να την κυκλοφορήσει, ίσα ίσα έλεγε που τέτοια νέγρα γουστάρεις να την έχεις δίπλα σου. Οι μέρες περνούσαν νωχελικά και για τους δυο -ο Νίκος ήταν υπάλληλος κατασκευαστικής εταιρίας και η Μικέλα συνέχιζε να ξεπληρώνει τον νταβά της που την έφερε από τη Σιέρα Λεόνε πριν από λίγο καιρό. Μέχρι που μια μέρα την κάλεσε σπίτι του. Εκείνη δίστασε στην αρχή, αλλά ομολογούσε δειλά στον εαυτό της ότι είχε αρχίσει να "τσιμπάει" από το συνεχές ενδιαφέρον του.
Πήγε λοιπόν από κει στολισμένη και ευδιάθετη, νιώθοντας για πρώτη φορά πως κάτι καλό συμβαίνει. Μπαίνοντας στο σπίτι του τον βλέπει γυμνό, να την κοιτά με απειλητικό ύφος, κραδαίνοντας ένα κοντάρι ξύλου. Τα μάτια της γούρλωσαν και έκανε να φύγει πίσω, αλλά με ένα σάλτο την γράπωσε από τα μαλλιά και άρχισε να την τραβάει πίσω βίαια. Την χτύπησε ανελέητα σε όλο της κορμί, βρίζοντάς την σκληρά. Εκείνη πάλευε να ξεφύγει από το μένος του, του ρίχνει μια μπουνιά, σηκώνεται γρήγορα, αλλά εκείνος επανέρχεται και την σπρώχνει δυνατά στον τοίχο. Πέφτει κάτω ημιλιπόθυμη & εκείνος την καβαλάει, σκίζοντάς της το εσώρουχο. Μπαίνει μέσα της με βία, δίνοντάς της αλλεπάλληλες γροθιές στο πρόσωπο μέχρι να λιποθυμήσει. Την φτύνει, την ξεφτιλίζει, και την βιάζει με μένος. Εκείνη δεν αντιλαμβάνεται πια.
"Είστε καλά, είστε καλά;", της φώναζε ένας περαστικός που την είδε να κείτεται έξω από ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο της οδού Πειραιώς. Το κορμί της ταλαιπωρημένο, με ρούχα ξεσκισμένα, συνειδητοποιεί σιγά σιγά που βρίσκεται. Την είχε "πετάξει" εκεί & είχε φύγει. Κάνει να πάρει την αστυνομία, αλλά διστάζει. Κάνει να πάρει τον νταβά, αλλά το μετανιώνει. Αποφασίζει να γυρίσει σιγά-σιγά στο σπίτι που μένει μαζί με άλλες δύο Αφρικανές. Θα πάει να πλυθεί και να γυρίσει στο πόστο της στην Ευριπίδου.
Ξανασυναντήθηκαν πολλές φορές μέχρι που μια μέρα ο Νίκος της είπε να πάνε για καφέ. Δεν ντρεπόταν να την κυκλοφορήσει, ίσα ίσα έλεγε που τέτοια νέγρα γουστάρεις να την έχεις δίπλα σου. Οι μέρες περνούσαν νωχελικά και για τους δυο -ο Νίκος ήταν υπάλληλος κατασκευαστικής εταιρίας και η Μικέλα συνέχιζε να ξεπληρώνει τον νταβά της που την έφερε από τη Σιέρα Λεόνε πριν από λίγο καιρό. Μέχρι που μια μέρα την κάλεσε σπίτι του. Εκείνη δίστασε στην αρχή, αλλά ομολογούσε δειλά στον εαυτό της ότι είχε αρχίσει να "τσιμπάει" από το συνεχές ενδιαφέρον του.
Πήγε λοιπόν από κει στολισμένη και ευδιάθετη, νιώθοντας για πρώτη φορά πως κάτι καλό συμβαίνει. Μπαίνοντας στο σπίτι του τον βλέπει γυμνό, να την κοιτά με απειλητικό ύφος, κραδαίνοντας ένα κοντάρι ξύλου. Τα μάτια της γούρλωσαν και έκανε να φύγει πίσω, αλλά με ένα σάλτο την γράπωσε από τα μαλλιά και άρχισε να την τραβάει πίσω βίαια. Την χτύπησε ανελέητα σε όλο της κορμί, βρίζοντάς την σκληρά. Εκείνη πάλευε να ξεφύγει από το μένος του, του ρίχνει μια μπουνιά, σηκώνεται γρήγορα, αλλά εκείνος επανέρχεται και την σπρώχνει δυνατά στον τοίχο. Πέφτει κάτω ημιλιπόθυμη & εκείνος την καβαλάει, σκίζοντάς της το εσώρουχο. Μπαίνει μέσα της με βία, δίνοντάς της αλλεπάλληλες γροθιές στο πρόσωπο μέχρι να λιποθυμήσει. Την φτύνει, την ξεφτιλίζει, και την βιάζει με μένος. Εκείνη δεν αντιλαμβάνεται πια.
"Είστε καλά, είστε καλά;", της φώναζε ένας περαστικός που την είδε να κείτεται έξω από ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο της οδού Πειραιώς. Το κορμί της ταλαιπωρημένο, με ρούχα ξεσκισμένα, συνειδητοποιεί σιγά σιγά που βρίσκεται. Την είχε "πετάξει" εκεί & είχε φύγει. Κάνει να πάρει την αστυνομία, αλλά διστάζει. Κάνει να πάρει τον νταβά, αλλά το μετανιώνει. Αποφασίζει να γυρίσει σιγά-σιγά στο σπίτι που μένει μαζί με άλλες δύο Αφρικανές. Θα πάει να πλυθεί και να γυρίσει στο πόστο της στην Ευριπίδου.