(Ο φίλος της στήλης Β.Κ. από τα Εξάρχεια μας έστειλε ένα σπαρταριστό κείμενο του δημοσιογράφου Σωτήρη Σκίπη, που δημοσιεύτηκε το 1914 στο «Σκριπ». Η ανυπομονησία που διακατέχει τον Έλληνα αλλά και το σχετικό γιαβάς-γιαβάς που διακρίνει πολλές, συμπαθείς κατά τα άλλα, επαγγελματικές τάξεις, έχει δώσει αφορμή για πάμπολλα παρόμοια κείμενα.)
«Εφαντάσθητε γραφειοκρατίαν εις τα καφενεία και τα εστιατόρια και τα ζυθοπωλεία; Εγώ, τουλάχιστον, δεν την είχα φαντασθή. Πηγαίνετε και κάθεσθε εις ένα από αυτά. Κτυπάτε το τραπέζι να έλθη ο σερβιτόρος να σας σερβίρη. Ο σερβιτόρος απαντά "Αμέσως...". Αλλά το "αμέσως" αυτό λέγεται μηχανικώς, διότι προφέρων αυτό δεν έπεται ότι και θα το εκτελέση. Απ'εναντίας, μάλιστα, σας ξεχνά κ'εσάς και το "αμέσως" του και εξαφανίζεται.
Πού πηγαίνει; Μέσα εις την κουζίναν. Πιάνει κουβέντα με τους μαγείρους. Έπειτα εμφανίζεται πολυάσχολος και κάθιδρως και αναμένετε αυτήν την φοράν να πλησιάση εις το τραπέζι σας, αλλά απατάσθε και πάλιν. Ξεγλυστρά, σας φεύγει, πηγαίνει έξω εις τα πεζοδρόμια, όπου ετοποθετήθησαν τα τραπέζια της ανοίξεως. Ήλθαν νέοι πελάται και οι νέοι πάντοτε προτιμώνται. Το δυστύχημα όμως είνε, ότι και οι νέοι αυτοί παληώνουν εις την εκτίμησιν του σερβιτόρου.
Τότε εκνευρίζεσθε και κτυπάτε δευτέραν, τρίτην φοράν μ'ένα νόμισμα αργυρούν ή νικέλινον εις ένα ποτήρι ή εις ένα πιάτο ή με το δακτυλίδι σας εις το μάρμαρον του τραπεζιού, εάν είνε μαρμάρινον, τιγκ, τιγκ, τιγκ, καμμία φωνή δεν σας απαντά εν τούτοις. Επαναλαμβάνετε το κτύπημα, τώρα με το μπαστούνι σας εις το παρκέτο, εις τα ξύλινα πόδια του τραπεζιού και φθάνετε απελπισμένος εις το μάρμαρον. Η φωνή επί τέλους σας απαντά:
-Ο κτύπος εδώ;
«Εφαντάσθητε γραφειοκρατίαν εις τα καφενεία και τα εστιατόρια και τα ζυθοπωλεία; Εγώ, τουλάχιστον, δεν την είχα φαντασθή. Πηγαίνετε και κάθεσθε εις ένα από αυτά. Κτυπάτε το τραπέζι να έλθη ο σερβιτόρος να σας σερβίρη. Ο σερβιτόρος απαντά "Αμέσως...". Αλλά το "αμέσως" αυτό λέγεται μηχανικώς, διότι προφέρων αυτό δεν έπεται ότι και θα το εκτελέση. Απ'εναντίας, μάλιστα, σας ξεχνά κ'εσάς και το "αμέσως" του και εξαφανίζεται.
Πού πηγαίνει; Μέσα εις την κουζίναν. Πιάνει κουβέντα με τους μαγείρους. Έπειτα εμφανίζεται πολυάσχολος και κάθιδρως και αναμένετε αυτήν την φοράν να πλησιάση εις το τραπέζι σας, αλλά απατάσθε και πάλιν. Ξεγλυστρά, σας φεύγει, πηγαίνει έξω εις τα πεζοδρόμια, όπου ετοποθετήθησαν τα τραπέζια της ανοίξεως. Ήλθαν νέοι πελάται και οι νέοι πάντοτε προτιμώνται. Το δυστύχημα όμως είνε, ότι και οι νέοι αυτοί παληώνουν εις την εκτίμησιν του σερβιτόρου.
Τότε εκνευρίζεσθε και κτυπάτε δευτέραν, τρίτην φοράν μ'ένα νόμισμα αργυρούν ή νικέλινον εις ένα ποτήρι ή εις ένα πιάτο ή με το δακτυλίδι σας εις το μάρμαρον του τραπεζιού, εάν είνε μαρμάρινον, τιγκ, τιγκ, τιγκ, καμμία φωνή δεν σας απαντά εν τούτοις. Επαναλαμβάνετε το κτύπημα, τώρα με το μπαστούνι σας εις το παρκέτο, εις τα ξύλινα πόδια του τραπεζιού και φθάνετε απελπισμένος εις το μάρμαρον. Η φωνή επί τέλους σας απαντά:
-Ο κτύπος εδώ;
-Τι θα πη ο κτύπος εδώ, μωρέ σκυλί, που έχω μίαν ώραν που περιμένω.
Όσον να του το πήτε όμως αυτό, τον εχάσατε. Τον βλέπετε από μακράν μαινόμενον. Πηγαίνει, έρχεται, κομαντάρει υψηλοφώνως τας παραγγελίας των πελατών, τώρα χαριεντίζεται μ'έναν πελάτην... Θα είνε συμπατριώτης του, φίλος του, ευνοούμενός του. Του έκαμε το ρουσφέτι του. Εσείς δεν έχετε τα μέσα πλησίον του. Και είνε την ώραν εκείνην τμηματάρχης, υπουργός, πρωθυπουργός, διπλωμάτης. Είνε επί τέλους επίσημος άνθρωπος, τον οποίον δια να τον πλησιάσης ή μάλλον να σε πλησιάση χρειάζεται να έχης συστάσεις, μέσα, χρειάζεται να σ'ευνοή.
Χάνετε την υπομονήν σας. Νάτος, περνά και κρατά δι'ειρωνείαν σας ένα βουνό από πιάτα και ποτήρια. Είνε γλυκίσματα, παγωτά, τα οποία πρόκειται να μοιράση εις άλλους πελάτας. Ψιτ, ψιτ, ψιτ, του φωνάζετε. Αλλά και πάλιν του κάκου. Δεν εννοεί να σας απαντήση. Δια να τον εξευμενίσετε, τον καλείτε Γαλλιστί και του λέτε:
-Γκαρσόν.
Σας εμειδίασαν, αλλά αυτός ούτε κατεδέχθη καν να σας μειδιάση. Τότε στρέφετε εις τον πλαγινόν σας κ'ερωτάτε να μάθετε το όνομα του περί ου ο λόγος σερβιτόρου.
Τον λένε Θανάση. Α, Θανάση, τον λένε και να μην το ξέρω τόσην ώραν να τον φωνάζω με τ'όνομά του. Εις την πρώτην του εμφάνισιν απαλαίνετε την φωνήν σας και την κάμνετε σχεδόν λυρικήν.
-Θανάση, λέτε, Θανασάκη. Νάσο... Έλα επί τέλους κ'από 'δω. Διάβολε.
Η μέθοδος έπιασε. Ήλθε γελαστός, ευχαριστημένος.
-Τι να σας κάμω, προλαμβάνει και σας λέγει. Έχετε δίκηο, αλλά κοιτάξτε τι γίνεται. Πώς να τα καταφέρω μόνος μου. Δυσαρεστώ τον κόσμον χωρίς να θέλω.
Επί τέλους, σας λέγει βιαστικά το μενού ή σας απαριθμεί τα γλυκίσματα. Μασκότ, Τρούφες, Ικμέτ Κανταΐφ, Μπακλαβάς, Κοπεγχάγη, Κρεμ-Σοκολάτ, Πάστα-φρούτο κτλ..
Ελάτε τώρα ν'αποφασίσετε και να διαλέξετε. Συνήθως όμως διαλέγετε κάτι το οποίον δεν συμπεριέλαβεν εις την απαρίθμησιν ο Θανάσης. Μίαν πικροδάφνην λ.χ..
Ακολουθεί ένα τέταρτον της ώρας αναμονής. Επί τέλους σας σερβίρει. Αλλά ουαί σε σας εάν ζητήσετε τον λογαριασμόν. Θα σας επαναλάβη την πρώτην σκηνήν κατά γράμμα. Δεν έχει πειά Θανάσης και Θανασάκης. Δεν κολακεύεται πλέον μ'αυτό. Σας κρατά εκεί καρφωμένον εις τον καναπέ ή εις την καρέκλα. Είσθε βιαστικός; Τόσο το χειρότερο για σας.
Εις μίαν παρόμοιαν σκηνήν παρευρέθη προχθές. Ο πελάτης, ο οποίος ήτο αγαπητός συνάδελφος εκάλει επί ματαίω τον γκαρσόναρον. Εξενευρίσθη.
-Άφησε επί τέλους την γραφειοκρατία που να σε πάρη ο διάβολος. Κανένας άλλος χαρακτηρισμός δεν θα ήτο καλλίτερος».
Κύριε Β.Κ. σας ευχαριστούμε θερμά.
Όσον να του το πήτε όμως αυτό, τον εχάσατε. Τον βλέπετε από μακράν μαινόμενον. Πηγαίνει, έρχεται, κομαντάρει υψηλοφώνως τας παραγγελίας των πελατών, τώρα χαριεντίζεται μ'έναν πελάτην... Θα είνε συμπατριώτης του, φίλος του, ευνοούμενός του. Του έκαμε το ρουσφέτι του. Εσείς δεν έχετε τα μέσα πλησίον του. Και είνε την ώραν εκείνην τμηματάρχης, υπουργός, πρωθυπουργός, διπλωμάτης. Είνε επί τέλους επίσημος άνθρωπος, τον οποίον δια να τον πλησιάσης ή μάλλον να σε πλησιάση χρειάζεται να έχης συστάσεις, μέσα, χρειάζεται να σ'ευνοή.
Χάνετε την υπομονήν σας. Νάτος, περνά και κρατά δι'ειρωνείαν σας ένα βουνό από πιάτα και ποτήρια. Είνε γλυκίσματα, παγωτά, τα οποία πρόκειται να μοιράση εις άλλους πελάτας. Ψιτ, ψιτ, ψιτ, του φωνάζετε. Αλλά και πάλιν του κάκου. Δεν εννοεί να σας απαντήση. Δια να τον εξευμενίσετε, τον καλείτε Γαλλιστί και του λέτε:
-Γκαρσόν.
Σας εμειδίασαν, αλλά αυτός ούτε κατεδέχθη καν να σας μειδιάση. Τότε στρέφετε εις τον πλαγινόν σας κ'ερωτάτε να μάθετε το όνομα του περί ου ο λόγος σερβιτόρου.
Τον λένε Θανάση. Α, Θανάση, τον λένε και να μην το ξέρω τόσην ώραν να τον φωνάζω με τ'όνομά του. Εις την πρώτην του εμφάνισιν απαλαίνετε την φωνήν σας και την κάμνετε σχεδόν λυρικήν.
-Θανάση, λέτε, Θανασάκη. Νάσο... Έλα επί τέλους κ'από 'δω. Διάβολε.
Η μέθοδος έπιασε. Ήλθε γελαστός, ευχαριστημένος.
-Τι να σας κάμω, προλαμβάνει και σας λέγει. Έχετε δίκηο, αλλά κοιτάξτε τι γίνεται. Πώς να τα καταφέρω μόνος μου. Δυσαρεστώ τον κόσμον χωρίς να θέλω.
Επί τέλους, σας λέγει βιαστικά το μενού ή σας απαριθμεί τα γλυκίσματα. Μασκότ, Τρούφες, Ικμέτ Κανταΐφ, Μπακλαβάς, Κοπεγχάγη, Κρεμ-Σοκολάτ, Πάστα-φρούτο κτλ..
Ελάτε τώρα ν'αποφασίσετε και να διαλέξετε. Συνήθως όμως διαλέγετε κάτι το οποίον δεν συμπεριέλαβεν εις την απαρίθμησιν ο Θανάσης. Μίαν πικροδάφνην λ.χ..
Ακολουθεί ένα τέταρτον της ώρας αναμονής. Επί τέλους σας σερβίρει. Αλλά ουαί σε σας εάν ζητήσετε τον λογαριασμόν. Θα σας επαναλάβη την πρώτην σκηνήν κατά γράμμα. Δεν έχει πειά Θανάσης και Θανασάκης. Δεν κολακεύεται πλέον μ'αυτό. Σας κρατά εκεί καρφωμένον εις τον καναπέ ή εις την καρέκλα. Είσθε βιαστικός; Τόσο το χειρότερο για σας.
Εις μίαν παρόμοιαν σκηνήν παρευρέθη προχθές. Ο πελάτης, ο οποίος ήτο αγαπητός συνάδελφος εκάλει επί ματαίω τον γκαρσόναρον. Εξενευρίσθη.
-Άφησε επί τέλους την γραφειοκρατία που να σε πάρη ο διάβολος. Κανένας άλλος χαρακτηρισμός δεν θα ήτο καλλίτερος».
Κύριε Β.Κ. σας ευχαριστούμε θερμά.