«… γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς» (Γ. Σεφέρης, Ο ηδονικός Ελπήνωρ) Όταν στις 28 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί κατακτητές διάβηκαν το κατώφλι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου βρέθηκαν μπροστά σε μια δυσάρεστη αποκάλυψη. Τρίβοντας τα μάτια τους από την έκπληξη είδαν ότι οι προθήκες ήταν άδειες και τα αγάλματα άφαντα. Διασχίζοντας τις αίθουσες του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας μας, οι Γερμανοί αρχαιολόγοι διαπίστωσαν ότι παρέλαβαν ένα κτήριο γυμνό. Τα αγάλματα και τα υπόλοιπα αρχαία είχαν με μαγικό τρόπο εξαφανιστεί. Στις επίμονες ερωτήσεις των κατακτητών για το πού βρίσκονται, οι αρχαιολόγοι μας έδωσαν τη θρυλική απάντηση: «Τα αρχαία είναι θαμμένα στη γη». «Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι τους απαιτήσανε πρώτα - πρώτα να ανοίξουνε τα μουσεία, λέγοντας στην αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πια, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα, ύστερα πως στον πόλεμο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη. Η επίμονη αντίσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μας εγλύτωσε τα σπουδαιότερα μνημεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία», αποκαλύπτει ο αείμνηστος αρχαιολόγος Χρήστος Καρούζος σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Μέντωρ» της Αρχαιολογικής Εταιρείας, τον Ιούνιο του 1945. Με την κήρυξη του πολέμου στήθηκε μια τεράστια επιχείρηση απόκρυψης των αρχαιοτήτων σε όλη την Ελλάδα. Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο ενήργησε ακαριαία. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία βρέθηκε «στην παράλογη θέση να καταστρέφει το έργο που γενιές Ελλήνων αρχαιολόγων είχαν δημιουργήσει», επισημαίνει ο αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος στο βιβλίο του «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944». Μέρα και νύχτα δούλευαν στα υπόγεια οι αρχαιολόγοι Στις 11 Νοεμβρίου του 1940, η Αρχαιολογική Υπηρεσία έστειλε σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις έγγραφο με τις τεχνικές οδηγίες «διά την προστασία των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναέριους κινδύνους». Η κατάχωση των αγαλμάτων και των άλλων λίθινων θησαυρών προτεινόταν ως ο καταλληλότερος τρόπος εξασφάλισής τους. Οι τόποι απόκρυψης για τα μεγάλα εκθέματα ορίζονταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα και τα μεγάλα πήλινα αντικείμενα έπρεπε να θαφτούν στα δάπεδα και τις αυλές των μουσείων, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βάθος για τη μείωση των κινδύνων. Μόλις έλαβε το έγγραφο το Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμό. Αμέσως συστάθηκε επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων με επικεφαλής τρεις αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Γεώργιο Οικονόμου, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου. Στην επιτροπή προστέθηκαν και εθελοντές, ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, πρωτοετής τότε φοιτητής και ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace. Μέρα και νύχτα δούλευαν οι ακούραστοι αρχαιολόγοι και οι φύλακες στα υπόγεια του μουσείου. Πολύ πρωί, αξημέρωτα σχεδόν, συγκεντρώνονταν όλοι όσοι είχαν αναλάβει την ιερή αποστολή. «Νύχτα έφευγαν για να πάνε σπίτι τους», αφηγείται η Σέμνη Καρούζου («Νέα Εστία» 1946, σελ. 40). «Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω», γράφει η Σέμνη Παπασπυρίδη - Καρούζου, η οποία έχει συνδέσει το όνομά της με τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Σαν άνθρωποι σε διαδήλωση «Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών και βέβαια με τεράστια προσοχή. Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση», αφηγείται χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στη Β. Φλέσσα ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων μας πρωτοστατούσε ο αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, τη μνήμη του οποίου διέσωσε στις αφηγήσεις της η Καρούζου. Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα άλλα έργα τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες του μουσείου προς την οδό Μπουμπουλίνας. Ταυτόχρονα με τα κιβώτια εγκιβωτίστηκαν και οι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαίων μας, τα οποία παραδόθηκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου του 1940. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι αίθουσες του μουσείου χρησιμοποιήθηκαν από δημόσιες υπηρεσίες ώς τις «μαύρες» μέρες του Δεκέμβρη, όταν τα ναζιστικά αεροπλάνα έκαψαν μέρος της στέγης του. Μετά τη λήξη του πολέμου, παράλληλα με το έργο της αποκατάστασης του κτηρίου, παρουσιάστηκε το 1947 – με υπεύθυνο σχεδιασμού τον τότε διευθυντή Χρήστο Καρούζο – η πρώτη μεταπολεμική έκθεση αρχαιοτήτων και αποτέλεσε, όπως σημειώνει η Σέμνη Καρούζου, «ένα σχολείο, μια prova generale, για την κατοπινή, οριστική έκθεση, που ολοκληρώθηκε έως το 1967 με τη φροντίδα του ζεύγους Καρούζου. Πολλά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του μουσείου, οι αρχαιολόγοι είχαν συχνά την τύχη να ξεθάψουν κι άλλα κρυμμένα αγάλματα, τα οποία σώθηκαν χάρη στην καλά στημένη επιχείρηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και την ψυχή των ανθρώπων της που δούλεψαν σκληρά για να προστατέψουν τους θησαυρούς μας από τα χέρια των ναζί. Κωστούλα Τωμαδάκη Κλοπές σε όλη την Ελλάδα από τους Ναζί Σε 37 πόλεις έγιναν κλοπές αρχαιοτήτων από τους κατακτητές με πλέον πολύπαθες τη Θεσσαλία και την Κρήτη. Γερμανοί αρχαιολόγοι έκαναν παράνομες ανασκαφές σε 17 περιοχές της Ελλάδας, στέλνοντας τα ευρήματα στη Γερμανία. Ακόμη και κατά την αναχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα προκλήθηκαν μεγάλες ζημιές σε αρχαιότητες. Με πυροβολισμούς και με ξιφολόγχες κατέστρεψαν αγάλματα και αγγεία στην Ακρόπολη και τον Κεραμεικό. Όλα αυτά περιγράφονται σε έκθεση του ΕΑΜ αρχαιολόγων που εκδόθηκε το 1946 από το υπουργείο Παιδείας. Μήνες πριν από την πτώση του μετώπου και την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα οι φωτισμένοι εργάτες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έκρυψαν τους πολιτιστικούς θησαυρούς, εκτός από τα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, σε σπηλιές (Ακρόπολη), σε αρχαίους τάφους (Δελφοί), ακόμη και κάτω από τα βάθρα των αγαλμάτων (Ερμής του Πραξιτέλους στο αρχαιολογικό μουσείο Ολυμπίας) ή στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών (χρυσά αντικείμενα και αρχαία νομίσματα), διασφαλίζοντας όσο περισσότερα πολύτιμα αντικείμενα μπορούσαν, με τάξη και επισημότητα. Στο βιβλίο του ακαδημαϊκού Βασίλειου Πετράκου «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944» περιγράφεται επίσης πώς ήδη από τους πρώτους μήνες της Κατοχής οι ναζί δημιούργησαν ειδική στρατιωτική «υπηρεσία προστασίας της τέχνης» υπό τον αρχαιολόγο και αντισυνταγματάρχη Χανς Ούρλιχ φον Σένεμπεργκ, που διηύθυνε παράνομες ανασκαφές και κλοπές. Παράνομες ανασκαφές έγιναν σε πολλά σημεία της Κρήτης (ακόμα και στην ίδια την Κνωσό), στην Αίγινα, στη Χαλκίδα, σε σπήλαιο της Κωπαΐδας, στη Λακωνία, στην Αγία Θεοδώρα Άρτας, στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας, στη Λάρισα, στον Βόλο, στη Θεσσαλονίκη, στη Βεργίνα. Δάφνη Πασχάλη Η Ακρόπολη δημόσιο ουρητήριο Ο αείμνηστος Χρήστος Καρούζος σε συνέντευξή του στο περιοδικό της Αρχαιολογικής Εταιρείας αναφέρει για τις καταστροφές: «Πέτυχαν να ανοίξουν το Μουσείο του Κεραμεικού, που το είχαν κάμει αυτοί: Σε λίγες μέρες Γερμανοί αξιωματικοί έκλεψαν μπροστά στα μάτια του Γερμανού αρχαιολόγου, που τους οδηγούσε, έναν ωραίο πήλινο αρχαϊκό πίνακα, με παράσταση πρόθεσης του νεκρού. Σε διάφορα άλλα επαρχιακά Μουσεία (Μέγαρα, Θήβα, Χαιρώνεια, Τανάγρα, Αλμυρό, Λάρισα, Βέροια, Θέρμο, Κόρινθο, Άργος, Δήλο, Σίφνο, Κνωσό, Χανιά, Σάμο), Γερμανοί και Ιταλοί, αφού μπήκαν ή εγκαταστάθηκαν στα μουσεία, αλλού έσπασαν βιτρίνες και αποθήκες, αλλού έκαψαν την ξυλεία, αλλού πήραν ό,τι αρχαία μπόρεσαν. Οι φύλακές μας στάθηκαν όλοι, σχεδόν, αξιοθαύμαστα πιστοί στο καθήκον τους, με κίνδυνο όχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και όλου του σπιτιού τους. Μερικά έπαθαν ανεπανόρθωτες καταστροφές για να κάμουν αυτοί τα ‘‘απόρθητα’’ οχυρώματά τους (Βασιλικός τάφος Κνωσού, Ακρόπολη Ασίνης, βωμός ανακτόρου Τίρυνθος, Ναός Ποσειδώνος - Σούνιο, ανατίναξη του Λαβυρίνθου της Γόρτυνος, του μινωικού βασιλικού τάφου των Ισοπάτων, τείχη του Κόνωνος). Η Αρχαιολογική μας Υπηρεσία δεν άφησε καμία ευκαιρία που να μην απευθυνθεί στη στρατιωτική τους ‘‘υπηρεσία προστασίας της τέχνης’’ και να τους καταγγείλει, με σπάνια παρρησία και με πολύ έντονα έγγραφα, τα εγκλήματά τους». Ανάμεσα στις πολυπληθείς βεβηλώσεις αρχαιοτήτων, κορυφαία ήταν η χρήση της Ακρόπολης των Αθηνών ως ουρητηρίου, όπως και τόπου ερωτικών συναντήσεων κάθε βράδυ. Δεν γλίτωσε ούτε ο Παρθενώνας. Ο έφορος Γιάννης Μηλιάδης κινδύνευσε πολλές φορές λόγω των συνεχών διαμαρτυριών του προς τις γερμανικές αρχές. Δάφνη Πασχάλη πηγή |
↧
Τα κρυμμένα αγάλματα της Κατοχής
↧