Αργότερα στην μεταπολεμική Αθήνα, όταν το άστυ ήταν στην περιοχή της Κυψέλης και στο Κολωνάκι, οι βοσκοί από τα ορεινά, δηλαδή το Γαλάτσι και τον Υμηττό, κατέβαιναν με το κοπάδι των αρνιών στην πόλη.
Ο Μιχάλης Βλασιάδης μαθητής στις αρχές του ΄60 στην Κυψέλη, λέει: «Θυμάμαι τους τσοπάνους να κατεβαίνουν από τα Τουρκοβούνια και να σφάζουν τα αρνιά στην αγορά της Φωκίωνος για να τα πουλήσουν. Από τη Μεγάλη Δευτέρα νηστεύαμε όλοι και η ζωή περιστρεφόταν γύρω από την εκκλησία και τις προετοιμασίες για τη γιορτή. Στην εκκλησία πηγαίναμε από νωρίτερα στους χαιρετισμούς και συμμετείχαμε βοηθώντας τον ιερέα τις βραδιές με τις ακολουθίες». Προσθέτει, ακόμη, ότι «όλοι θυμόμαστε την "κουραστική" ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης. Οι κοπέλες κρατούσαν και σύνοψη, εμείς
τ’ αγόρια κάναμε προμήθειες σε βεγγαλικά και κροτίδες για τη βραδιά της Ανάστασης, μας άρεσε να τρομάζουμε τις γυναίκες. Οι μητέρες ανανέωναν το σπίτι και πηγαινοέρχονταν στο φούρνο της γειτονιάς με τις λαμαρίνες για να ψήσουν τα κουλούρια και τα τσουρέκια».
Τη Μεγάλη Τετάρτη στα συστατικά του ευχέλαιου αποδίδονται θεραπευτικές ιδιότητες και από το αλεύρι οι νοικοκυρές «ανάπιαναν» τη ζύμη για το ψωμί και την κουλούρα της Λαμπρής.
Την Μεγάλη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη είναι τα δώδεκα ευαγγέλια και από το πρωί οι γυναίκες βάφουν τα αβγά, παλιότερα με μπακάμι, με ριζάρι, φύλλα από κρεμμύδια κλπ. Τα κεντούσαν ή τα ζωγράφιζαν με φύλλα, λειωμένο κερί ή άλλα υλικά. Σήμερα βάφονται με μπογιές από το εμπόριο και ξύδι.