Της Άννας Χατζησοφιά |
Ο Τ. ήταν αγρότης. Μία συγκεκριμένη ημέρα κάθε εβδομάδα, κατέβαινε στην πρωτεύουσα του νομού για να πουλήσει τα προϊόντα στην μόνιμη λαϊκή αγορά. Ναι, χωρίς μεσάζοντες. Ο Τ. ήταν επίσης και πότης, στην ρετσίνα του αγνή, αγάπη του ξανθή κεχριμπαρένια, έδειχνε καθημερινά την λατρεία του, εκτός ωρών εργασίας φυσικά. Αλλά η λαϊκή ήταν άλλο πράγμα, όλο και κάνα τσιπουράκι θα έκανε την εμφάνιση, όλο και κάποιο καρτούτσο θα έπαιζε ανάμεσα πωλητές και πελάτες. Μια από αυτές τις φορές ο Τ. ήρθε στο τσακίρ κέφι, τον πήρε η χαρά και άρχισε να κελαηδεί, περί της άθλιας οικονομικής κατάστασης για να κρεσεντάει με μια επαναστατική κορώνα: Δεν θα γίνει ένας τρίτος γύρος να πάνε οι καραβανάδες από εκεί που ήρθανε; Κουβέντες καφενείου θα μου πείτε, ποιος δίνει σημασία. Η Χούντα και ο χαφιές που σε ακολουθεί όμως έδιναν. Η συνέχεια ευνόητη. Έκτακτο στρατοδικείο, καταδίκη, φυλακή, εξορία, και οικονομικό πρόστιμο 68.000 δραχμών. Μυθικό ποσό για εποχή που ο μισθός ήταν τρεις κι εξήντα κυριολεκτικά (3060 δρχ). Πούλησαν, βγάλαν στο σφυρί για την ακρίβεια, κάποια από τα λιγοστά στρέμματα που είχαν, και όντας ο Τ. στη φυλακή πήγε η γυναίκα του να πληρώσει στην αστυνομία. Ο αστυνόμος που τα εισέπραξε, αφού απολογήθηκε για το ότι δεν μπορούσε να της κάνει σκόντο, «δεν είμαι δυστυχώς εμπορικό», στη συνέχεια πέρασε σε μια «αθώα» ερώτηση. -Έναν Λ. κι έναν Χ. τους ξέρεις; Η σύζυγος του Τ. τα έχασε, γιατί ο Λ. κι ο Χ. ήταν οι «μάρτυρες» κατηγορίας στη δίκη του. -Εεεε… Ψέλλισε φοβισμένη, γιατί μ αυτά κι αυτά φοβόταν και τον ίσκιο της. -Γιατί ήρθαν να εισπράξουν. Η σύζυγος Τ. τα έχασε. Ο αστυνόμος της έδωσε τους χαφιέδες στην ψύχρα, ξεγυμνώνοντας τα πραγματικά τους κίνητρα, που ήταν το χρήμα και καθόλου η εθνικοφροσύνη τους και η πίστις στην «επανάστασιν». που επικαλούντο σαν δικαιολογίες για τη ρουφιανιά τους. Η ιστορία του αστυνόμου και το τι απέγινε ο Τ. θα μπορούσαν να βγάλουν τόμο, αλλά ο σκοπός αυτού του σημειώματος είναι να δείξει τι ωραία που περνούσαμε στην Εθνοσωτήριο. Ο Φ. ήταν από νησί. Στα μέσα της δεκαετίας του 30 μετανάστευσε σαν γεωτρυπανιστής στην Αυστρία, όπου και τον βρήκε η κήρυξη του Β΄ Παγκόσμιου. Σαν πολίτης εχθρικής χώρας, (δεν ξέρω αν βοήθησαν και τα σοσιαλιστικά του φρονήματα) στάλθηκε σε στρατόπεδο εργασίας να φτιάχνει ράγες τραίνου. Γύρισε στην Ελλάδα το 46 και εγκαταστάθηκε σε μια ιστορική μεγαλούπολη. Σαν ειδικευμένος τεχνίτης βρήκε δουλειά στην εταιρεία ύδρευσης. Η πόλη επεκτάθηκε, οι γεωτρήσεις εξαπλώθηκαν κι ο Φ. έφευγε από το σπίτι του στις 6 τα χαράματα και γύριζε απόγευμα, αν δεν τον κρατούσαν τα έργα για μέρες μακριά από την οικογένεια του. Δεν διαμαρτύρονταν, δούλευε σαν σκυλί, επιπλέον του άρεσε η δουλειά του γιατί ωφελούσε το σύνολο, όπως έλεγε. Ο μισθός ήταν, το γνωστό, τρεις κι εξήντα, που λέγαμε, αλλά είχε το δικό του μικρό σπίτι με κήπο και ίσα βάρκα ίσα νερά τα έφερναν βόλτα. Το 1968 αρρώστησε από την επάρατο, τότε απέφευγε ο κόσμος να ονοματίζει τον καρκίνο, για να τον κρατάει μακριά. Η εξέλιξη της αρρώστιας ήταν ραγδαία και αναγκάστηκε να σταματήσει να εργάζεται, έτσι κι αλλιώς τρεις μήνες του έλειπαν όλοι κι όλοι για να βγει στην πλήρη σύνταξη. Έζησε έναν χρόνο και συνταξιοδοτήθηκε με ελαφρά μειωμένη, είχαν αναγνωριστεί και τα ένσημα τα προπολεμικά, όμως του αρνήθηκαν το εφάπαξ για το οποίο πλήρωνε κρατήσεις μια ζωή. Ώσπου να αντιδράσει, απεβίωσε, αλλά ο αδελφός της χήρας του, ο Μ. συνδικαλιστής των ανάπηρων πολέμου και που γνώριζε την μισή Ελλάδα, δεν το άφησε έτσι. Κάνα χρόνο μετά, οι παλιοί του συμπολεμιστές, που ήταν με το καθεστώς μεν αλλά δεν ξεχνούσαν δε και τους μήνες που είχαν ζήσει στα στρατιωτικά νοσοκομεία αντάμα, του μήνυσαν να πάψει να το ψάχνει γιατί βρωμάει και ζέχνει. Το εφάπαξ είχε φαγωθεί από τα στελέχη της εταιρεία ύδρευσης και τους μάγκες του ασφαλιστικού ταμείου που είχαν διοριστεί σε διευθυντικές θέσεις από την Επανάστασιν. Δυστυχώς ο Μ. δεν πρόλαβε την μεταπολίτευση, ένας θρόμβος στάθηκε μοιραίος, κοινή μοίρα των περισσότερων ανάπηρων πολέμου και δεν υπήρχε κανένας πια να διεκδικήσει το κλεμμένο εφάπαξ. Η χήρα είχε να πολεμάει με άλλους εφιάλτες του ελληνικού δημόσιου, που ονομάζονταν αναγκαστικές προσκυρώσεις και με πόσους κύκλωπες να τα έβαζε μόνη γυναίκα κι έτσι το εφάπαξ πήγε υπέρ πίστεως και παρτίδος. Αυτές είναι δύο μόνο από τις χιλιάδες μικρές (πικρές) ιστορίες της επταετίας. Φυσικά όσοι ασπάζονται τον αστικοφασιστικό μύθο, ότι περνούσαμε καλά στη διάρκεια της Χούντας, δεν θα αλλάξουν γνώμη από τα γραφόμενα μου. Έννοιες όπως Δημοκρατία και Ελευθερία τους αφήνουν παγερά αδιάφορους και θεωρούν κάθε τρόπο απόκτησης χρημάτων και νόμιμο και ηθικό. Κατά κανόνα είναι απόγονοι ανθρώπων σαν τους «μάρτυρες κατηγορίας» της δίκης του Τ. σαν τους καταχραστές των κόπων μιας ζωής του Φ. Υπάρχουν και μερικοί του τύπου δεν ήξερα δεν ρώταγα, αλλά προφανώς δεν ενδιαφέρονται ούτε να μάθουν ούτε να ρωτήσουν. Θα μου πείτε τότε τι τα γράφεις όλα αυτά, οι υπόλοιποι τα ξέρουμε. Τα γράφω στη μνήμη του Τ. του Φ. του Δ και του αστυνόμου που δεν ήταν «εμπορικό για να κάνει σκόντο». |
↧
Δυο μικρές (πικρές) ιστορίες
↧