“Το Ρέθεμνος έχει τη θέση του σε πολλές ιστορίες.
Οι πολλαπλές φωνές βάζουν τη μνημειακή ιστορία στη θέση της”.
Michel Herzefeld για το Ρέθυμνο.
Συνεχίζοντας την παραπάνω σκέψη θα υποστηρίξω
ότι σημαντικότερη καί σπουδαιότερη είναι ή ζωή των απλών ανθρώπων.
Αντέγραψα αυτές τις φράσεις, από την εξαίρετη έρευνα της κυρίας Αργυρής Τσιριμονάκη, γιατί από το νόημα τους οδηγήθηκα, για να ταξιδέψω πίσω στον χρόνο, με οδηγό τις αναμνήσεις μου. Όσο τα χρόνια περνούν και πέφτουν σαν βαρίδια πάνω στο κορμί μου, οι σκέψεις μου τριγυρίζουν ανεξέλεγκτες, στα παιδικά μου χρόνια. Πρόσφατα γεγονότα ξεφεύγουν από την θύμηση μου, όμως γεγονότα εκείνων των χρόνων επανέρχονται συνεχώς στην σκέψη μου, λες και τα διατηρεί αναλλοίωτα η νοσταλγία.
Θυμάμαι το σπίτι που μεγάλωσα, τον δρόμο που έπαιζα με τους φίλους μου, το σχολείο και τους ανθρώπους της γειτονιάς μου. Απλωνόταν έξω από τα τείχη της πόλης γύρω από τα Τούρκικα μεζάρια, πέρα από αυτά και κοντά σε αρχαίους τάφους. Οι περισσότερες οικογένειες της ήταν Μικρασιάτες, μετρημένες στα δάχτυλα οι οικογένειες κρητικής καταγωγής, στα χρόνια του 50-60.
Ο διαχωρισμός ανάμεσα εντοπίων και προσφύγων υπήρχε, ήταν όμως τόσο ασαφής, που δεν μπορούσες να κρίνεις τα όρια του. Ο θείος του πατέρα μου έδειχνε προκλητικά την αποστροφή του προς τους γείτονες του πρόσφυγες, ενώ η αδερφή του και γιαγιά μου ήταν αχώριστες φίλες με την κερά Σταματία από τα Βουρλά. Η γιαγιά μου νοίκιαζε ένα σπιτάκι στην οδό Κ. Σαθά, στον παπά – Γρηγόρη, όπου ζούσε με την αδερφή του και τ’ ανίψια του.
Η οικογένεια του πατέρα μου τότε ζούσε στον Πειραιά. Το 1917 πέθανε
ο παππούς και η γιαγιά με πέντε μικρά παιδάκια κατέβηκε στο Ρέθυμνο, για να έχει την βοήθεια και την στήριξη του αδερφού της.
Αναγκάστηκε να συγκατοικήσει με την οικογένεια του παπά – Γρηγόρη, μέχρι εκείνος να τα καταφέρει να μετακομίσει σε άλλο σπίτι. Δεν ήταν εύκολο εκείνα τα χρόνια, ούτε ξέρω για πόσο χρόνο οι δυο οικογένειες έζησαν μαζί. Η νεαρή χήρα με τα ορφανά βρήκαν συμπαράσταση και βοήθεια τις δύσκολες μέρες, μέχρι να προσαρμοστούν στο καινούριο τους περιβάλλον.
Τα πρώτα χρόνια του ξεριζωμού και του αναγκαστικού ερχομού των Μικρασιατών στην πόλη μας δεν τα έζησα. Μάθαινα διάφορες ιστορίες τα βράδια του καλοκαιριού, που μαζευόντουσαν οι γείτονες έξω στον δρόμο, καθισμένοι στα κατώφλια και στα πεζούλια και σκούπιζαν τον πόνο τους στάλα-στάλα, από το μέτωπο τους, σαν ιδρώτα. Αφήναμε το παιχνίδι και μαζευόμαστε γύρω τους, γιατί οι ιστορίες που διηγιόντουσαν ήταν συναρπαστικές, βγαλμένες από έναν κόσμο άγνωστο σε μας, μακρινό, που άλλοτε λαχταρούσαμε να γνωρίσουμε τις ομορφιές του και άλλοτε κρύβαμε από φόβο το κεφάλι μας στην ποδιά της μάνας μας, να μη μας βρει ο Τούρκος, που έκοβε τα δάχτυλα των κοριτσιών, να πάρει τα δαχτυλίδια τους και θέριζε κεφάλια με την μαχαίρα του. Τα σκαμμένα, όπως την γη χέρια τους μας χάιδευαν κι γελώντας έσερναν τον αμανέ. Κουνούσε το κεφάλι του ο πατέρας μου και μουρμούριζε στο αυτί της μάνας μου, πως ποιος τα γνώρισε τα μέρη τους, για να ξέρουμε την αλήθεια και πως ήταν υπερβολικές οι περιγραφές τους. Όταν όμως ένα ηλιοβασίλεμα μετά από πολλά χρόνια αντίκρισα τον κάμπο της Μενεμένης, δάκρυσα, γιατί αυτοί οι απλοί γείτονες μου Μικρασιάτες έλεγαν την αλήθεια. Η ομορφιά του τόπου ήταν απερίγραπτη.
Ο αμανές τους ξέφυγε από τον χρόνο και τρύπωσε στην ψυχή μου μαζί με το θρόισμα των ηλιοτρόπιων, όπως τα έβαφε πορτοκαλιά ο ήλιος που χανότανε στην θάλασσα. Τότε κατάλαβα τον πόνο τους και την δύσκολη ζωή που έζησαν εδώ.
Για πολλά χρόνια ζούσαν προσφυγικές οικογένειες μέσα στο τζαμί του Μασταμπά και στα κελιά του τεκέ του.. Έξω στον δρόμο του έπαιζαν, έτρεχαν και φώναζαν πολλά παιδιά, φίλοι και συμμαθητές μας. Έτρεχα μαζί τους μέσα στα χώματα και στις λάσπες και το βράδυ έτρωγα ξύλο για το χάλι μου. Ο πατέρας μου είχε μπακάλικο εκεί κοντά και ψώνιζαν με το βιβλιαράκι. Δηλαδή γραφόντουσαν τα χρέη τους σ’ ένα σημειωματάριο και πλήρωναν, όταν ευκολυνόντουσαν. Πολλές φορές η μάνα μου δεν έγραφε τα χρέη και έβαζε περισσότερα όσπρια, ρύζι ή ζάχαρη στην χαρτοσακούλα, μετά το ζύγι, ανάλογα με την ανάγκη, που είχε η κάθε οικογένεια. Κάθε Σάββατο βράδυ ο πατέρας μου κατέβαινε στο καφενείο κάτω στην Μεγάλη πόρτα. Όταν τον έβλεπα να φεύγει, ήξερα ότι τελείωσε τα παιχνίδι μου και αφήνοντας δυσαρεστημένη τους φίλους μου κάτω από τον πλάτανο, έμπαινα μέσα. Η μάνα μου έφτιαχνε μια τσάντα με τρόφιμα και λάδι και μου παράγγελνε σε ποιο σπίτι να τα πάω. Έπρεπε να επιστρέψω γρήγορα, για να ξαναγεμίσει η ίδια τσάντα και να κάνω άλλο δρομολόγιο.
Η θεία μου, όσο είμαστε παιδιά, δεν μας άφηνε να παίζουμε με τα προσφυγόπουλα.. Εμείς δεν δίναμε σημασία, ήταν οι συμμαθητές και οι φίλοι μας. Σκαρφιζόμαστε ένα σωρό τρόπους και της ξεφεύγαμε. Μ’ άρεσε να πηγαίνω στα σπίτια τους, γιατί με τύλιγε μια γλυκιά θαλπωρή, που δεν μπορούσα να την εξηγήσω. Ήταν το χαμόγελο της μάνας τους, το χάδι της και το κέρασμα της. Ήταν απλές και καταδεχτικές και πάντα είχαν ένα καλό λόγο να σου πουν. Περίμενα λαίμαργα τις νοστιμιές, που μας κερνούσαν, ακόμα έρχεται στη μνήμη μου η μυρωδιά της κανέλλας και του γαρύφαλλου Το μικρό σπίτι τους άστραφτε. Τα παιδιά μέσα σε μια κουζίνα τα έκαναν όλα. Έτρωγαν, έπαιζαν και διάβαζαν τα μαθήματα τους. Όμως τα τετράδια και τα βιβλία της φίλης μου άστραφταν, περιποιημένα και ντυμένα με μπλε χαρτί, ενώ τα δικά μου δεν βλεπόντουσαν από την τσαπατσουλιά και τους λεκέδες. Όταν πηγαίναμε στο Γυμνάσιο πολλά άσχημα γεγονότα είχαν ξεχαστεί και κανένας δεν έκανε αναφορά στους διαχωρισμούς του παρελθόντος. Κάθε μέρα διαβάζαμε μαζί με την φίλη μου στο σπίτι της. Πολλές φορές ο πατέρας της δάκρυζε, όταν μ’ έβλεπε, γιατί του θύμιζα, όπως έλεγε, τον αδερφικό του φίλο, που ποτέ δεν ξεπέρασε τον θάνατο του μέσα στην Κατοχή και ήταν που αδερφός του πατέρα μου.
Το καλοκαίρι, όταν έκλειναν επιτέλους τα σχολεία, μας άρεσαν οι περίπατοι μέχρι το Μετόχι, πιο πάνω από τον Ευληγιά. Οι Μικρασιάτες γείτονες μου είχαν αμπέλια εκεί και καλύβες, όπου περνούσαν τα καλοκαίρια τους. Βοηθούσαμε στον τρύγο, όλα μαζί κορίτσια και αγόρια, ντόπια και προσφυγόπουλα. Ήταν διασκέδαση για μας, με τραγούδια και ανέκδοτα και το μεσημέρι, μας φαινόταν το ωραιότερο γεύμα η μακαρονάδα, που μας πρόσφεραν. Τα βράδια μαζευόντουσαν σε μια μεγάλη αυλή και όλοι μαζί περνούσαμε αξέχαστες ώρες. Θυμόμαστε πάλι τις παλιές δραματικές ιστορίες και τραγουδούσαμε τα τραγούδια τους, αλλά και μαντινάδες και λαϊκά τραγούδια.
Αξέχαστες είναι οι αναμνήσεις μου και από τις απόκριες στην γειτονιά μου. Το απόγευμα τα κορίτσια μασκαρευόμαστε και πηγαίναμε κυρίως στα σπίτια των Μικρασιατών. Μαζευόντουσαν πολλές οικογένειες μαζί σ’ ένα σπίτι και τιμούσαν όλοι μαζί την γιορτή με φαγητό και γλέντι. Πώς χωρούσαν όλοι τους στα μικρά σπίτια ποτέ δεν το κατάλαβα! Δοκιμάζαμε τα φαγητά και τα γλυκά τους και βγάζοντας τις μάσκες μας διασκεδάζαμε μαζί τους. Το τι γέλια κάναμε δεν περιγράφονται. Παίζαμε αστεία παιχνίδια, όπως «πως το τρίβουν το πιπέρι», «ανέβηκα στην πιπεριά» και άλλα που δεν μου έρχονται τώρα στον μυαλό. Χορεύαμε καρσιλαμάδες και κρητικά συρτά, καλαματιανά και ζεϊμπέκικα. Θυμάμαι τα μάτια του παππού της φίλης μου δακρυσμένα, πράγμα που δεν ταίριαζε με το γλέντι μας. Κάθισα κοντά του και τον ρώτησα, τι τον στεναχώρησε. Αναστέναξε και μου είπε, πως θυμήθηκε τα νιάτα του.. Μια μακρινή αποκριά στην Σμύρνη. Μου μίλησε για παρέλαση από στολισμένες άμαξες στους δρόμους της, κάτω από ανοιχτά παράθυρα, γεμάτα χαρούμενο κόσμο, που τους πετούσαν λουλούδια, κορδέλες και χαρτοπόλεμο. Μέσα από τις άμαξες έριχναν προς όλους σοκολάτες. Ένα θέαμα πολύχρωμο, σαν βγαλμένο από παραμύθι, νοτισμένο με νοσταλγία.
Τα χρόνια περάσανε εντόπιοι και πρόσφυγες έγιναν οι κάτοικοι της πόλης μας αχώριστοι. Έθιμα και ήθη ανακατεύτηκαν στην ίδια σκάφη, έγιναν μια ζύμη με την ίδια γλυκιά γεύση και μόνο την μυρωδιά ενός-ενός μπαχαρικού μπορείς να ξεχωρίσεις. Όμως και τα χρόνια, που ο διαχωρισμός ήταν έντονος, δεν μπορούσες να καταλάβεις τα όρια του. Αυτές τις μέρες ψάχνοντας για το κυνήγι του θησαυρού, βρήκα πολλές πληροφορίες, για εκείνη την εποχή. Διάβασα για την δράση του Συλλόγου Κυριών και του Λυκείου Ελληνίδων και για την απεριόριστη βοήθεια που προσέφεραν στους πρόσφυγες. Έρανοι, συσσίτια, συμπαράσταση υλική και ηθική. Έμαθα για την Λέλα Κούνουπα, την Ευαγγελία Δροσάκη και την Μαραγκουδάκη, που πρόσφεραν την ψυχή τους στην προσπάθεια αποκατάστασης τους. Διάβασα για την Επιτροπή για τους πρόσφυγες, που δημιουργήθηκε πολύ σύντομα, με σκοπό να τους βοηθήσει.
Φυσικά έγιναν γεγονότα, που δεν μας τιμούν, σαν ανθρώπους. Όλα και τα κακά και τα καλά πρέπει να καταγραφούν, για να πάρουν την θέση τους στην συλλογική ανθρώπινη συνείδηση και ιστορία.