της Νανάς Ιωαννίδου
Όλες οι πόλεις του κόσμου σ΄ Ανατολή και Δύση έχουν την αγορά τους την
Κεντρική. Δεν γνωρίζω το σκεπτικό των ανθρώπων που πήραν εν μια νυκτί
την απόφαση να μας την καταργήσουν και στην θέση της να βάλουν ένα
πολυώροφο εξάμβλωμα, που δεν είναι συμβατό με το περιβάλλον,
εξ ου και δεν λειτούργησε ουδέποτε. Ένας λερός τόπος είναι όποτε περνώ.
Ουδέποτε ο Πειραιάς συνήλθε από αυτόν τον βίαιο τραυματισμό του.
Πιθανόν μετά από περίπου εκατό χρόνια τότε, να ήθελε ανακαίνιση
όχι όμως κατάργηση. Μια μουτζούρα στο περιβάλλον έγινε και ένα ψυχικό
κενό νοιώσαμε. Όλοι οι αρχαίοι προγονοί μας, άφησαν μαρτυρίες για αγορά
στον Πειραιά, που υπήρχε κοντά στη θάλασσα. Οι απόγονοί τους τα έκαναν
όπως σε όλα "κεραμιδαριό".
Έχοντας έλθει από το ΄22 πολλοί Μικρασιάτες στον Πειραιά, σιγά σιγά
η αγορά αυτή η Κεντρική θύμιζε λίγο την πατρίδα τους, με στενά σοκκάκια
και πολλά σουσούμια τους!
Φτωχομάνα τη λέγαμε, γιατί είχε καλές τιμές και εύρισκες ότι ήθελες.
Ο πατέρας μου ήταν από την Αττάλεια, μ΄ έπαιρνε στα χρόνια του '50
από το χέρι με τα πόδια κάθε 15 μέρες, με μια καμποτένια πελώρια τσάντα
να πάμε στην αγορά, από το Μοσχάτο μέσω Νέου Φαλήρου.
Άνθρωπος Ανατολίτης ήθελε πάντα να ψωνίζει ο ίδιος, να πίνει το ουζάκι του,
να λέει δύο κουβέντες με τον αδελφό του, που είχε ραφτάδικο
στη Τσαμαδού απέναντι από το νέο τώρα Ταχυδρομείο, σπουδαίος ράφτης,
Χρυσόστομος Ιωαννίδης λεγόταν.
Ύστερα κατηφορίζαμε, πηγαίναμε μέσα στην κεντρική αγορά, όπου
ένας αδελφός της μητέρας μου ο Κώστας, είχε καφενεδάκι 2 επί 2 στο
δεύτερο σοκκάκι κοντά στην παραλία, δύο τραπεζάκια έξω, ένα μέσα!
Δίπλα του ένα κουρείο με δύο κουρείς το ίδιο μικρό. Είχε τέσσερις
καρέκλες έξω στο σοκκάκι και άνδρες πάντα να περιμένουν. Πιο κει αριστερά
ένα μαγαζί παγοποιείου μοίραζε κολώνες πάγου στην αγορά.
Απέναντι από το θείο μου, η ψυχή μου! Ένα μικρό μαγαζάκι που έφτιαχνε
εκείνη την ώρα μπροστά σου με ιεροτελεστία το προσωπικό σου σουβλάκι
με ηρεμία, πεντανόστιμο ο Γιώργος Έφτιαχνε τη φωτίτσα, έκοβε
το κρεατάκι, το έβαζε σε δύο σιδερένιες σουβλίτσες αφού ψηνότανε,
έκοβε κρεμμυδάκι, μαϊντανό, ντοματούλα και κόκκινο πιπέρι κι αλάτι,
μου το δίπλωνε στην αλάδωτη ζεστή πιτούλα, καθόμουνα στην καρέκλα
του θείου μου στο σοκκάκι, ε, και μίλαγα με το Θεό!
Βλέπετε ακόμα και τα παιδιά έτρωγαν μερακλίδικα κι όχι καννιβαλίστικα
fast food! με μπόλικο essence του τίποτα! Αριστερά του θείου μου ήταν
μια μπυραρία μεγαλούτσικη του Θανάση Τζατόπουλου. Το μεσημέρι αλλά
και το βράδυ μου έλεγε ο θείος, έπαιζαν και όργανα. Στη γωνιά του σοκκακιού
προς την Τσαμαδού τα κοτοπουλάδικα, με ζωντανές κότες στα καφάσια!
Διάλεγες μια και επί τόπου έκανες αγορά αν την ήθελες ζωντανή ή σφαγμένη,
αλλά και αυγουλάδικα γύρω τριγύρω και κουνελάκια ζωντανά κι αυτά στα καφάσια!
Ο μεγάλος χαβαλές στο forte από φωνές γινόταν στα ψαράδικα. Ήταν
στην κεντρική πύλη σε τρεις σειρές. Ότι λαχταρούσες εύρισκες και σε
καλές τιμές και πάντα φρέσκο. Τον ψαρά και ιστορικό στιχουργό,
γνωστή μποέμικη φυσιογνωμία Ν. Μάθεση, τον είχα γνωρίσει, τον έβλεπα
πολλές φορές και βέβαια τότε δεν ήξερα ότι ήταν στιχουργός, αλλά έπινε
καφεδάκι στον θείο μου και μου έκανε εντύπωση η παρουσία του που
ήταν καλοντυμένος και έμοιαζε σαν ηθοποιός, όμορφος άντρας κι όπως έλεγε
ο θείος μου "μάγκας και σπαθί". Από αριστερά από την είσοδο της
παραλίας υπήρχαν και τα κρεοπωλεία κι εδώ fortissimo οι φωνές! Εκεί
ο πατέρας εύρισκε του γούστου του κατσίκι όπου έφτιαχνε σουτζούκια
μυρωδάτα για το σπίτι μας, έπαιρνε και έντερο στεγνό αποξηραμένο
για να φτιάξει τα μυρωδάτα μεζεκλίκια του. Γύρω τριγύρω τα εδώδιμα
και αποικιακά! Τυράδικα βουτυράδικα, λαδάδικα, παστουρματζίδικα,
ζαχαροπλαστείο "η Αλάσκα". Μικρά μεγάλα παντοπωλεία και με όλα τα
προϊόντα χύμα, όσπρια, ζάχαρη, αλεύρι, μπακαλιάρο παστό, χαλβάδες,
μακαρόνια χύμα, πελτέδες χύμα, θρεψίνες κι όλα τα αφεψήματα του κόσμου,
με κορώνα μας τον καφέ Λουμίδη στη Τσαμαδού με τον παπαγάλο στη
είσοδό του. Εκεί στην Τσαμαδού ήταν και τα χορταράδικα και φρουτάδικα
και δίπλα τους η πάντοτε γεμάτη μπυραρία του Καλόξυλου με εξαιρετικούς
μεζέδες. Εκεί έπαιρνε ο πατέρας το ούζο του με το μεζέ, κι έφερναν
σ΄ ένα πιατάκι χαψάκια τηγανιτά, ελίτσες, ντοματούλα και δύο ψητές
μικρές καραβίδες με ψωμάκι. Εννοείται έπεφτα με φόρα κι ας είχα φάει
το σουβλάκι μου!
Υπήρχαν μέσα στην αγορά κι άλλα ποτοπωλεία, ουζάδικα με μεζεδάκια,
αλλά έβλεπα μόνο άνδρες επί το πλείστον. Όταν μεγάλωσα τα επισκέφθηκα
είχαν μοναδικό χρώμα Ανατολής, με φίνους μεζέδες σε μικρά πιατάκια.
Ο πατέρας αγόραζε από αυτά χύμα, κονιάκ, ούζο αλλά και λικέρ στα
μπουκάλια που κουβαλούσαμε από το σπίτι.
Εκεί κοντά ήταν και ο Καλημερατζής, για κάλτες, εσώρουχα, μαγιό στη
Τσαμαδού και τι δεν είχε αυτό το μαγαζάκι με το παταράκι του, αλλά
και εκατοντάδες άλλα μαγαζιά μικρά μεγάλα τριγύρω, χονδρική ή λιανικής
μέχρι και χύμα φύλλο για καταΐφι και μπακλαβά, αλλά και τριγύρω
τα μικρά καταστήματα κοσμημάτων, όλα δούλευαν σαν τέλειο ρολόι.
Παρακάτω ο Χουτόπουλος που ψωνίσαμε τις προίκες μας, από πιάτα,
σερβίτσια, μαχαιροπήρουνα και κρύσταλλα και πιο κει οι αφοί Ιωσηφίδη
με τα υφάσματα που μας έραβαν οι μοδίστρες, το blue jean για όλες
τις χρήσεις ακόμα αργούσε!
Τα τσαρουχάδικα στην παραλία, που είχαν κρεμασμένα σε κονταράκια
με σπάγγο τα παπούτσι αντί βιτρίνας, και που αγοράζαμε παπούτσια
και παντόφλες κι άρχιζαν από το κτίριο του ΝΑΤ της παραλίας.
Μέσα σ΄ όλα τούτα, τις φωνές, τα παραγγέλματα, τις ανάσες, ήταν και
τα φουγάρα των πλοίων για να μας αναγγείλουν με το σφύριγμα,
το σαλπάρισμά τους με την μπασαδούρα βοή τους. Αλλά και
οι μεταφορείς των τρίκυκλων ή των ξύλινων καροτσιών με τους ανθρώπους
για θελήματα με ντρίλινα παντελόνια και τραγιάσκα και μ΄ ένα τσιγάρο
στο αυτί μονίμως! ε, βέβαι και το τραμ το 21 που πήγαινε Άγιο Βασίλειο
και χτύπαγε μπροστά από τους διαβάτες της αγοράς, ένα καμπανάκι,
να το προσέχουν!
Όταν ερχόταν ο 6ος αμερικανικός στόλος, έπηζε η αγορά από τσιγάρα
Lucky Strike και Camel και όταν έρχονταν ο Γαλλικός από Gauloises
και Gitanes!
Τότε κάπνιζε ο πατέρας μου και του άρεσαν τα Camel. Στο μαγαζάκι
του θείου μου περνούσαν διαβαστεροί τουρίστες! Όλο και κάτι άφηναν.
Έτσι πέρασαν στα χέρια μου και εξαιρετικά τουριστικά βιβλία της Ευρώπης
των εκδόσεων "Nagel" του '52,'53,'54 και διάφοροι χάρτες
μοναδικοί τώρα, κι απεικονίζουν μια Ευρώπη με άλλα σύνορα!
Ένα μελισσοβούισμα ζεστής ζωής στ΄ ανθρώπινα μέτρα κι όλοι μεταξύ
τους γνωστοί και φίλοι, γιατί ψωνίζαμε κι άκουγες τα μικρά τους
ονόματα "Γεια σου Γεράσιμε, έχω εξαιρετικό κατσίκι σήμερα",
"Κώστα μου διάλεξε!" όχι αυτά τα απρόσωπα σουπερμαρκετάδικα
της πλαστικής αφθονίας και της απέραντης ερημιάς. Στο γυρισμό,
ο άλλος θείος μου Νείλος, μας έπαιρνε με το σκεπαστό Zundapp
τρίκυκλό του, που έκανε μεταφορές στην αγορά. Εγώ δίπλα του
στριμωγμένη, ο πατέρας πίσω με την τσάντα γεμάτη σ΄ ένα σκαμνί
καθισμένος, πέντε λεπτά δρόμο το ταξίδι ως το Μοσχάτο! Άλλοτε
όμως μας πήγαινε στα Ταμπούρια, στην Έβρου, εκεί ήταν το πατρικό
του πατέρα μου, χαράς ευαγγέλια για μένα, ανάμεσα στις Ανατολίτισσες
θείες μου να φάω γλυκό του κουταλιού σ΄ όλα τα χρώματα!
Ποιος να μου το έλεγε, ότι όλες αυτές οι εικόνες θα έγραφαν στα χρόνια
της αθωότητας μέσα μου και θα ήταν κομμάτι από την ιστορία της
κεντρικής αγοράς του Πειραιά. Αν πείτε τέτοιες μέρες των γιορτών;
Η χαρά της ζωής! Μια συναυλία Energiko! Με θεατές και συμμετέχοντες
ολόκληρο τον Πειραιά και τις γύρω συνοικίες. Αιδώς άχρηστοι,
Αργείοι, ανιστόρητοι. Θέλουμε την αγορά μας!
Με το εξάμβλωμά σας γκρεμισμένο.
Νανά Ιωαννίδου