Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Εν Αθήναις....ο κράχτης

$
0
0



Στην στοά της Σταδίου εκείνα τα χρόνια είχε μαγαζιά με Αμερικάνικα είδη....
Απέναντι από τον ΛΟΥΜΙΔΗ.
Είχε ψώνιο ο Έλληνας με τα made in usa.....
Εσώρουχα αντρικά με σήμα τα φρούτα...φανέλες....και κυρίως τζήν.
Με τσουβάλια λαθραία ερχόντουσαν στο λιμάνι του Πειραιά και στην συνέχεια
οι κοντραμπατζήδες (λαθρέμποροι) τα έμπαζαν στην Αθήνα.
Έξω από τα μικρά μαγαζάκια αυτά μοστράριζαν το εμπόρευμα και το κρεμούσαν
ψηλά με κοντάρια....
Απαραίτητος και ο κράχτης που προσπαθούσε να βάλει μέσα τον πελάτη
ακόμα και σηκωτό.
"...πέρασε μέσα να δείς...να δοκιμάσεις...θα τα βρούμε στην τιμή...είναι γνήσιο
Αμερικάνικο..."
Έπαιρνε ποσοστά από τις πωλήσεις ....δεν είχε μισθό στην καλύτερη περίπτωση
του κολλάγανε ένσημα οι μαγαζάτορες.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Γιάννης....γεροντοπαλίκαρο που έμενε με μια θεία του στο Μεταξουργείο.... έπαιρνε και αυτή μια μικρή σύνταξη και τα βολεύανε.
Πάλευε ο φουκαράς να μπάσει πελάτη στο μαγαζί....ήταν γλυκομίλητος
πάντα με το χαμόγελο και με φοβερή υπομονή.
Τον έτρωγε το αγιάζι της στοάς τον χειμώνα...το καλοκαίρι είχε δροσιά.
Με τα χρόνια τα λαθραία δεν είχαν λόγους ύπαρξης αφού η αγορά γέμισε
τζήν Ελληνικής ραφής.
Η θεία του Γιάννη πέθανε και η σύνταξή του δεν έφτανε ούτε για να φάει.
Περνούσε από την στοά και καθότανε έξω από το κλειστό μαγαζί με το ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ....
Στο γηροκομείο δεν έζησε πολύ...του έλειπε η στοά.

πίσω στα παλιά

Το βυθισμένο Ηράκλειον της Αιγύπτου αποκαλύπτει τα μυστικά του

$
0
0

ΒΥΘΙΣΤΗΚΕ ΠΡΙΝ 1.200 ΧΡΟΝΙΑ

Σημαντικά ευρύματα για το πώς ήταν η ζωή στο θρυλικό λιμάνι του Ηρακλείου στην αρχαία Αίγυπτο έρχονται σιγά σιγά στην επιφάνεια, 1.200 χρόνια μετά την βύθισή του, ανακοίνωσαν αρχαιολόγοι στο πλαίσιο διεθνούς συνεδρίου που έγινε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Το βυθισμένο Ηράκλειον της Αιγύπτου αποκαλύπτει τα μυστικά του
Η παράκτια πόλη που ονομαζόταν Ηράκλειον από τους Έλληνες και Θώμις από τους Αιγύπτιους, εξαφανίστηκε στη θάλασσα πριν από 1.200 χρόνια και βρέθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στις ακτές της Αιγύπτου στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας.

Για αιώνες η πόλη θεωρούνταν μάλλον αποκύημα φαντασίας αν και ο Όμηρος την ανέφερε κάνοντας λόγο για ένα λιμάνι αμύθητου πλούτου το οποίο είχαν επισκεφτεί η Ωραία Ελένη και ο εραστής της, Πάρης.
Τελικά αποδείχτηκε αληθινή καθώς δέκα χρόνια πριν οι δύτες άρχισαν να ανακαλύπτουν τους θησαυρούς της βοηθώντας τους αρχαιολόγους να δημιουργούν σταδιακά μια εικόνα για το πώς ήταν η ζωή στην πόλη την εποχή των Φαραώ.


Το βυθισμένο Ηράκλειον της Αιγύπτου αποκαλύπτει τα μυστικά του
Ο διευθυντής του Κέντρου Θαλάσσιας Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μέλος της ομάδας που εργάζεται στην περιοχή, δήλωσε: «Είναι μια μεγάλη πόλη. Η περιοχή έχει συντηρηθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό. Τώρα αρχίζουμε να εξετάζουμε κάποιες περιοχές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσπαθώντας να καταλάβουμε τον τρόπο ζωής εκείνης της εποχής. Αρχίζουμε να δημιουργούμε μια πλούσια εικόνα για πράγματα όπως το εμπόριο και τη φύση της θαλάσσιας οικονομικής πολιτικής εκείνης της περιόδου».
Το βυθισμένο Ηράκλειον της Αιγύπτου αποκαλύπτει τα μυστικά του

Στο αρχαίο λιμάνι έχουν βρεθεί 64 βυθισμένα πλοία, που χρονολογούνται μεταξύ του 8ου και του 2ου αιώνα π.Χ., πολλά από τα οποία μάλιστα φαίνεται να έχουν σκοπίμως βυθιστεί, δημιουργώντας μεγάλα «νεκροταφεία» πλοίων για άγνωστες έως τώρα αιτίες. Τα περισσότερα πλοία παραμένουν διατηρημένα σε καλή κατάσταση στη λάσπη του βυθού. Παράλληλα, έχουν ανακαλυφθεί γύρω στις 700 αρχαίες άγκυρες διαφόρων ειδών, που αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη σχετική συλλογή από τον αρχαίο κόσμο.
Τεράστια αγάλματα, εκατοντάδες μικρότερα, πλάκες από πέτρα, χαραγμένες στα αρχαία ελληνικά και αρχαία αιγυπτιακά και δεκάδες μικρές σαρκοφάγοι από ασβεστόλιθο που πιστεύεται ότι περιείχαν κάποτε μούμιες ζώων βρέθηκαν από δύτες και ανασύρθηκαν.
http://www.ethnos.gr  

Στην οδό Ευριπίδου

$
0
0

της Lolas

Picture

Λίγο πριν τις 4 τα ξημερώματα η Μικέλα άναβε ένα τσιγάρο καθισμένη στα σκαλάκια του ξενοδοχείου. Χάζευε όσους περνούσαν και γάτζωναν με το βλέμμα τους τα γυμνά της μπούτια & τη βαθιά χαράδρα τους στήθους της. Έπαιζε τα μακριά της νύχια στο φτηνό μπλουζάκι της & έστελνε μήνυμα στο Νίκο, τον γκόμενό της που γνωρίστηκαν σε ένα δωμάτιο πριν δυο μήνες.   

Αναπολούσε τα πρώτα λόγια που αντάλλαξαν μετά το γρήγορο πήδημα. "Τον γλύφεις πολύ ωραία, είσαι καιρό εδώ;" αποκρίθηκε ικανοποιημένος ο Νίκος. Η Μικέλα αμίλητη άνοιγε την πόρτα & άρχιζε να κατεβαίνει τα σκαλιά. "Θέλω να τα ξαναπούμε", συνέχιζε ο Νίκος. "You find my here baby", απάντησε η Μικέλα με βλέμμα αδιάφορο.

Ξανασυναντήθηκαν πολλές φορές μέχρι που μια μέρα ο Νίκος της είπε να πάνε για καφέ. Δεν ντρεπόταν να την κυκλοφορήσει, ίσα ίσα έλεγε που τέτοια νέγρα γουστάρεις να την έχεις δίπλα σου. Οι μέρες περνούσαν νωχελικά και για τους δυο -ο Νίκος ήταν υπάλληλος κατασκευαστικής εταιρίας και η Μικέλα συνέχιζε να ξεπληρώνει τον νταβά της που την έφερε από τη Σιέρα Λεόνε πριν από λίγο καιρό. Μέχρι που μια μέρα την κάλεσε σπίτι του. Εκείνη δίστασε στην αρχή, αλλά ομολογούσε δειλά στον εαυτό της ότι είχε αρχίσει να "τσιμπάει" από το συνεχές ενδιαφέρον του.

Πήγε λοιπόν από κει στολισμένη και ευδιάθετη, νιώθοντας για πρώτη φορά πως κάτι καλό συμβαίνει. Μπαίνοντας στο σπίτι του τον βλέπει γυμνό, να την κοιτά με απειλητικό ύφος, κραδαίνοντας ένα κοντάρι ξύλου. Τα μάτια της γούρλωσαν και έκανε να φύγει πίσω, αλλά με ένα σάλτο την γράπωσε από τα μαλλιά και άρχισε να την τραβάει πίσω βίαια. Την χτύπησε ανελέητα σε όλο της κορμί, βρίζοντάς την σκληρά. Εκείνη πάλευε να ξεφύγει από το μένος του, του ρίχνει μια μπουνιά, σηκώνεται γρήγορα, αλλά εκείνος επανέρχεται και την σπρώχνει δυνατά στον τοίχο. Πέφτει κάτω ημιλιπόθυμη & εκείνος την καβαλάει, σκίζοντάς της το εσώρουχο. Μπαίνει μέσα της με βία, δίνοντάς της αλλεπάλληλες γροθιές στο πρόσωπο μέχρι να λιποθυμήσει. Την φτύνει, την ξεφτιλίζει, και την βιάζει με μένος. Εκείνη δεν αντιλαμβάνεται πια.  

"Είστε καλά, είστε καλά;", της φώναζε ένας περαστικός που την είδε να κείτεται έξω από ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο της οδού Πειραιώς. Το κορμί της ταλαιπωρημένο, με ρούχα ξεσκισμένα, συνειδητοποιεί σιγά σιγά που βρίσκεται. Την είχε "πετάξει" εκεί & είχε φύγει. Κάνει να πάρει την αστυνομία, αλλά διστάζει. Κάνει να πάρει τον νταβά, αλλά το μετανιώνει. Αποφασίζει να γυρίσει σιγά-σιγά στο σπίτι που μένει μαζί με άλλες δύο Αφρικανές. Θα πάει να πλυθεί και να γυρίσει στο πόστο της στην Ευριπίδου.  

Έχει και ψυγείο για τα ευπαθή....

$
0
0

Φαρμακείο στην Ινδία: Απίστευτες φωτογραφίες

Σε μερικά θέματα η οργάνωση 
είναι το Α και το Ω 
--> 







Δείτε τις φωτογραφίες που ακολουθούν και πηγή θα καταλάβετε...



Η «μπελ επόκ» της Πειραϊκής μπακαλοταβέρνας

$
0
0



   
      Πασίγνωστη μπακαλοταβέρνα ήταν η ταβέρνα  του Μοίρα, στην οδό    Καραολή  - Δημητρίου  και Καραϊσκου,  όπου στις 10 Μαρτίου 1925  ιδρύθηκε   ο  Ολυμπιακός   από τη συγχώνευση του «Πειραϊκού Ποδοσφαιρικού Ομίλου» και του Ομίλου Φιλάθλων Πειραιά. Η απόφαση ελήφθη από επιφανείς Πειραιώτες στην ταβέρνα  αυτή  και  για κάποιο καιρό στέγασε το σωματείο. Ανάδοχος ήταν ο αξιωματικός του Ναυτικού και αεροπόρος Νότης Καμπέρος, που θέλησε ο τίτλος του νέου συλλόγου να υποδηλώνει τη δύναμη, την αθλητική ισχύ, την ευγενή άμιλλα, την επικράτηση και εν τέλει το ολυμπιακό ιδεώδες. Ο βιομήχανος και μετέπειτα Δήμαρχος Πειραιά Μιχάλης Μανούσκος πρόσθεσε στο επίθετο Ολυμπιακός τις λέξεις Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς κι έτσι ο πλήρης τίτλος του Πειραϊκού συλλόγου ήταν και παραμένει Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς (ΟΣΦΠ).

    Στα 1950 ονομαστές ταβέρνες ήταν του Γιώργη Καμαράδου ψηλά στη Σωτήρος που έφτιαχνε τα νοστιμότερα  παϊδάκια, του Σπύρου Μήτση χαμηλά στη Σωτήρος που υπάρχει  και σήμερα αλλά τότε ήταν στην απέναντι γωνία, του Βασίλαινα στην Αγία Σοφία και άλλες που αναφέρονται στις σελίδες των διαφόρων συνοικιών.
    Του ΒΑΣΙΛΑΙΝΑ ήταν στη γωνία ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ και ΒΙΤΩΛΙΩΝ στην Αγ. Σοφία. Συνεχίζει σήμερα ο γιος του. Έλεγαν ότι ο Βλάχος ο δημοσιογράφος και εκδότης, πατέρας της ΕΛΕΝΗΣ ΒΛΑΧΟΥ, ήταν κουμπάρος του ΒΑΣΙΛΑΙΝΑ. Ο ΒΑΣΙΛΑΙΝΑΣ ξεκίνησε ως μπακαλοταβέρνα.Κάποια βράδια απ έξω περιπολούσαν διακριτικά αστυνομικοί, γιατί κάποιος επίσημος ήταν μέσα.

     Στα 1965, ο αείμνηστος χρονογράφος του Πειραιά  Θεόδωρος Βλάσσης έγραφε στη «ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ».

    «Από κάτι στοιχεία που αναφέρονται  στην προ τεσσαρακονταετίας εποχή, αποδεικνύεται ότι, όχι μόνον η  πόλη μας άλλαξε μορφή, αλλά  και οι συνθήκες ζωής των κατοίκων  της έχουν αλλοιωθεί.
    Γεγονός είναι, ότι από την μεταμόρφωση αυτή, από την εξελικτική πρόοδο, χάνεται εκείνο το γνωστό, το μοναδικό πειραιώτικο χρώμα  που τόσο συγκινούσε εμάς  τους  παλιούς  Πειραιώτες.    
    Εντυπωσιακή είναι η αλλαγή  στον βραδινό Πειραιά. Το παλιό πειραιώτικο σοκάκι, έχει πάρει άλλη όψη. Στη θέση των μονώροφων η το πολύ διώροφων κατοικιών, στους χώρους που άλλοτε κατελάμβαναν οι μάντρες  με τις  τεράστιες   ξύλινες πόρτες τσιμεντένια μεγαθήρια έχουν υψωθεί. Πλάϊ στα πεζοδρόμια που κάποτε κάποιο δίτροχο καρότσι μπακάλη   άραζε,   σήμερα   πυκνή   σειρά  από αυτοκίνητα έχουν πάρει θέση.
      Οι  παλιοί   Πειραιώτικοι   νυκτερινοί  δρόμοι έχουνε χάσει τις δύο τα­κτικές παρουσίες τους.  Τους κανταδόρους και τους  μπεκρήδες.  Και οι      δύο  αυτές παλιές  και   απαραίτητες εμφανίσεις, ήσαν παράγωγα του  πιοτού. Από τα κρασοπουλιά  ξεκινούσαν και οι δύο. Στα  μεράκια τους οι πρώτοι, πιο «πατημένοι»  οι  δεύτεροι.
      Τί έγιναν αυτές οι δύο μορφές της παλιάς νυκτερινής πειραιώτικης ζωής; Γιατί   χάθηκαν;  Αφού  και  σήμερα το κρασί υπάρχει άφθονο, γιατί να λείψουν αυτές οι δύο παρουσίες;                        
      Την απάντηση θα την βρούμε στα στοιχεία.  Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτά, πριν σαράντα χρόνια στον  Πειραιά (1930-1940),  λειτουργούσαν 41   ποτοπωλεία  (ουζάδικα),  48 ζυθεστιατόρια.,  47 ζυθοπωλεία,  23 καφεζυθοπωλεία, 77 μαγέρικα, 273  οινομαγειρεία, 330  οινοπαντοπωλεία και   344 παντοπωλεία.
       Οποιος έζησε εκείνη την  εποχή,  θα   θυμάται,   ότι,  σπάνια, εύρισκες μπακάλικο  που να  μην σερβίρει,   έστω στα όρθια, ρετσίνα. Με λίγο τυρί στο χαρτί, με μια σαρδέλα,  θα κατέβαζε ο πελάτης τα ποτήρια του.    
       Συνολικώς, λοιπόν, στον τότε Πειραιά  υπήρχαν   1.183   μαγαζιά  που  πουλούσαν  πιοτό,  υπό    διαφόρους μορφάς.
       Αλλά κι' αν ακόμα θελήσουμε να σταθούμε στα μαγαζιά και στις μπακαλοταβέρνες  ο αριθμός εντυπωσιά­ζει. Οπου μάντρα, εκείνα τα χρόνια,  εκεί και  το τηγάνι, και το βαρέλι.  Οπου υπόγειο τα ίδια. Οπου μπακάλικο και τσούρμο__για ρούφα.
      Τώρα, ο σημερινός Πειραιάς  στερήθηκε και τα δυο του εκείνα αγαθά.  
       Με το κερί, ψάχνουνε οι Πειραιώτες να 6ρούνε ταβερνάκι. Πρόβλημα  για τις συντροφιές η ανεύρεσις με λίγο χρώμα. Ακόμα και στους γύρω Δήμους επιχειρείται η έρευνα.

 Από τις τελευταίες ταβέρνες της Δραπετσώνας.
                                                                          (Φωτό Μάκης Σταματάκης)
      Οι λίγες στον Πειραιά υπάρχου­σες ταβέρνες, έχουν μεταβληθεί σε εστιατόρια ή κοσμικά κέντρα. Αφορ­μή η οικοδομική δραστηριότης. Πώς να χωρέσει στην πολυκατοικία το κουτούκι και πώς να διατεθεί χώρος για μπόλικα τραπέζια; Πάει λοιπόν το πρώτο αγαθό.
        Την πιο μεγάλη ζημιά την εδημιούργησε το κλείσιμο της μπακαλοταβέρνας από τις 81/2 το βράδυ. Το κρασί δεν προσφέρεται για... απογευματινές εκδηλώσεις. Η ρετσίνα είναι βραδυνό ρόφημα. Την πίνει κανείς  για ξεκούρασμα, την θέλει ο μεροκαματιάρης, ο δουλευτής για καταστάλαγμα, να κάνη κεφάκι, να ξεχάση, να φιλοσοφήση και να πάρη κουράγιο για το αβόζο  μινοράκι του.
      Που να γίνουν αυτά; Στην αίθουσα τη φωτισμένη με απλίκες, στα τραπέζια με το άσπρο τραπεζομάντηλο, με γκαρσόνι παπιονάτο; Αυτά  θέλουν ορατή  κάνουλα που να γουργουράη, τηγάνι που να μουρμουράη και κάπελλα με ποδιά,  που να φέρνη και το ποτήρι του στο τραπέζι. Αυ­τά θέλουνε γκιουβέτσι, θέλουνε  μαριδάκι, θέλουνε συκωταριά της ώρας.
      Για  την εποχή που μιλάμε, τα προαναφερθέντα τάβρισκε κανείς σε πρώτη ζήτηση όχι μόνο στις τα­βέρνες, μα και στα μπακάλικα. Κά­ποια παράμερα στημένη γκαζιέρα θα στα ετοίμαζε. Και κάποια κρεμασμένη κιθάρα, θα έκανε νόημα στους κανταδόρους.
      Σ  αυτού του είδους τα κρασοπουλιά ξέρανε και να μιλήσουνε και να φερθούνε οι ρετσινοδίαιτοι. Ανε­πηρέαστη τότε η ταβέρνα από τις θηλυκές παρουσίες. Μαζί λοιπόν με τσν οικοδομικό οργασμό, μαζί με την έλλειψη χώρου, μαζί με τις δια­κοσμήσεις, εισήλασε στην ταβέρνα και το γυναικείο στοιχείο  με το παρλαμέντο του, με το σταυροπόδι του και με το αρωματάκι του.
       Κι' η παληά ταβέρνα χάθηκε. Μα­ζί με τ' άλλα ξεθώριασε και το χρω μα της.
                                                         Θ.   ΒΛΑΣΣΗΣ»
   Χοροεσπερίδα  στην αίθουσα Βαρόνου Κίμωνος Ράλλη του "Πειραϊκού Συνδέσμου"  στις αρχές της δεκαετίας του 1930 (αρχείο Βασίλη Π.Κουτουζή).

www.koutouzis.gr 

Η Ακρόπολη 2η στη λίστα των 20 κορυφαίων μνημείων του κόσμου

$
0
0


Το λίκνο του πολιτισμού της Ελλάδας έλαβε μια ακόμη διεθνή διάκριση. Το CNN κατέταξε την Ακρόπολη στα κορυφαία μνημεία όλου του κόσμου δίνοντας της την δεύτερη θέση. Δείτε ποιο μνημείο φιγουράρει πρώτο στη λίστα. 

Εκατομμύρια πολίτες από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου έχουν θαυμάσει την Ακρόπολη, άλλοι τόσοι έχουν όνειρο ζωής να την επισκεφθούν.





Δεν είναι τυχαίο οτι το CNN την κατέταξε 2η στη λίστα με τα ομορφότερα μνημεία του κόσμου.



Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει το CNN "το αρχαίο ελληνικό μνημείο είναι μαγευτικό, είτε περπατά κανείς στο βράχο όπου βρίσκεται, είτε την θαυμάζει κάτω από αυτόν". Ποιος μπορεί να διαφωνήσει;





Η ανοικοδόμηση των τειχών και των ιερών άρχισε αμέσως μετά την ήττα των Περσών, το 465 π.Χ., την εποχή δηλαδή του Περικλή.

Κάτω από την επίβλεψη του Φειδία και των αρχιτεκτόνων Μνησικλή, Καλλικράτη και Καλλίμαχου χτίστηκαν και διακοσμήθηκαν ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, τα Προπύλαια και ο ναός της Αθηνάς ή Απτέρου Νίκης.





Το μνημείο που φιγουράρει στην 1η θέση της λίστας του CNN είναι ο ναός της Ανγκόρ στην Καμπότζη.



Στη λίστα συμπεριλήφθηκαν ακόμη:
- Οι πυραμίδες της Γκίζας στην Αίγυπτο.
- Το Εθνικό πάρκο Ράπα Νουί στη Χιλή.
- Το Πάρκο Σερενγκέτι στην Τανζανία.
- Το Φρούριο της Σιγκιρίγια στη Σρι Λάνκα.
- Το λιμάνι της Τουλούμ στο Μεξικό.
- Η Βενετία στην Ιταλία.
- Το πάρκο Γέλοουστοουν στις ΗΠΑ.
- Η πόλη Βαλέτα στη Μάλτα.
- Η αρχαία πόλη Μπάγκαν στο Μιανμάρ
- Τα νησιά Γκαλαπάγκος.
- Το Εθνικό πάρκο Γκόρεμε στην Καππαδοκία.
- Ο Μεγάλος Κοραλιογενής ύφαλος της Αυστραλίας.
- Η περιοχή Χάμπι της Ινδίας.
- Το Εθνικό πάρκο Ιγκουάζου στη Βραζιλία.
- Το αντίστοιχο πάρκο των Παγετώνων της Αργεντινής.
- Η αρχαία πόλη Μάτσου Πίτσου στο Περού.
- Το Αβαείο του Μον Σεν Μισέλ στη Νορμανδία.
- Η βραχοπολιτεία της Πέτρα στην Ιορδανία.
πηγή

Κραυγή αγωνίας από το ιστορικό βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης:

$
0
0

Κραυγή αγωνίας από το ιστορικό βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης: Βρισκόμαστε σε περιβάλλον πραγματικού πολέμου

Βρισκόμαστε σε περιβάλλον πραγματικού πολέμου


Το σοκ από το κλείσιμο της Εστίας ακόμη δεν το έχει ξεπεράσει η Αθήνα, ενώ ο χώρος του βιβλίου εξακολουθεί να κραδάζεται έντονα από την οικονομική κρίση. Μέσα σε αυτό το σκηνικό της κρίσης, ένα ακόμη ιστορικό βιβλιοπωλείο, ταυτισμένο με την Αθήνα, ο Ελευθερουδάκης εκπέμπει σήμα κινδύνου αλλά δηλώνει και αποφασισμένος να αντισταθεί.
Με μια ανακοίνωση σκληρή ως προς την περιγραφή της πραγματικότητας που βιώνει το βιβλιοπωλείο, ξεκάθαρη για τις οικονομικές δυσκολίες, ενημερώνεται το κοινό πως για μια ακόμη φορά ο Ελευθερουδάκης θα μετακομίσει, προκειμένου να εξασφαλίσει χαμηλότερο ενοίκιο. Ταυτόχρονα η ανακοίνωση αποτελεί μια έκκληση προς όλους να μην εγκαταλείψουν το κέντρο της Αθήνας. Ακολουθεί το κείμενο:
«Εμείς πάντως αντέχουμε!
Με περισσότερα από 100 χρόνια παρουσίας στην κοινωνία της Αθήνας, μετρώντας 4 γενιές πελατών, προμηθευτών, υπαλλήλων και ιδιοκτητών, αναγκαζόμαστε για 4η φορά να αλλάξουμε Κεντρικό κατάστημα.
Κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες καταφέραμε το 2011 να εγκαινιάσουμε ένα – κατά την άποψη των ειδικών διεθνώς – υπέροχο και πρωτοποριακό βιβλιοπωλείο, έτοιμο να δεχτεί τις προκλήσεις του ψηφιακού αιώνα. Σήμερα το αφήνουμε, αφού καταβάλαμε για ενοίκιο το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό του 1.049.000 ευρώ σε 23 μήνες.
Η προσπάθειά μας εξελίχθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον πραγματικού πολέμου, καθώς υποστήκαμε και εμείς την τραγική κατάσταση του Αθηναϊκού Κέντρου, πάνω από χίλιες διαδηλώσεις και αποκλεισμούς δρόμων. Κερδίσαμε όμως τους πραγματικούς φίλους μας.
Οδηγός σε αυτόν τον αγώνα είναι η παράδοση και οι αρχές της οικογενειακής μας επιχείρησης, η οποία έχει περάσει πολλές δυσκολίες στα 100 χρόνια λειτουργίας της. Πολλές φορές κινδύνευσε να τα χάσει όλα, αλλά τελικά κατάφερε να επιβιώσει παραμένοντας το μεγαλύτερο και πάντα ποιοτικά ενημερωμένο "διεθνές" βιβλιοπωλείο της χώρας. Είναι δύσκολο μια οικονομική κρίση να απαξιώσει αξίες που συσσωρεύτηκαν πάνω από έναν αιώνα.
Το νέο μας Κεντρικό Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη μετακομίζει πρόσκαιρα 15 μέτρα πιο πέρα, στην Πανεπιστημίου 15. Σας ευχαριστούμε και σας περιμένουμε "δίπλα". Συνεχίστε να μας στηρίζετε όπως κάνατε πάντα. Στηρίξτε μαζί μας, το Κέντρο της Αθήνας – το χρειαζόμαστε όλοι!
Οικογένεια και προσωπικό Ελευθερουδάκη"
 πηγή

Ένας από τους τελευταίους Έλληνες στο Αϊβαλί

$
0
0

Γεννήθηκα στο Αϊβαλί, μεγάλωσα με τους Τούρκους αρμονικά, είμαστε αδέρφια…»

ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΑΠΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΟ ΑΪΒΑΛΙ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΟ politismos.com.gr
aivali_politismos_1
ΑΪΒΑΛΙ – Του ΙΑΣΟΝΑ ΠΙΠΙΝΗ
To Aϊβαλί είναι μια μικρή πόλη στα παράλια της Τουρκίας απέναντι από την Λέσβο. Η ονομασία της πόλης προέρχεται από την τουρκική λέξη ayva, η οποία σημαίνει «κυδώνι». Εκτός από την ονομασία «Αϊβαλί», η οποία επιλέχθηκε ως κύρια, ήταν σε χρήση μέχρι τέλους και η λόγια ελληνική εκδοχή της «Κυδωνίαι».
Οι Κυδωνίες, με ελληνικό πληθυσμό 30.000 στις παραμονές τής Ελληνικής Επανάστασης, ήταν ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα τού υπόδουλου ελληνισμού, το δεύτερο, μετά τη Σμύρνη, στη Μικρά Ασία.
Το politismos.com.gr ταξίδεψε μέχρι το Αϊβαλί και συνάντησε έναν από τους ελάχιστους Έλληνες που απέμειναν μετα τον διωγμό. Τον Γιάννη Χαλίλ Παπιράκη. Ο κ. Παπιράκης μίλησε για την ζωή του στο Αϊβαλί, την συμβίωση του με τους Τούρκους αλλά και τον ρόλο που έπαιξε η ελληνική Πολιτεία σε σχέση με τους Έλληνες της Τουρκίας.

aivali_politismos_2
Το Αϊβαλί ή Κυδωνίες είναι μικρή πόλη στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας, από την οποία κατάγεται ο ζωγράφος και συγγραφέας Φώτης Κόντογλου
Πότε γεννηθήκατε; Υπήρχαν άλλοι Έλληνες τότε εδω;
Γεννήθηκα το 1928. Από τότε δεν έφυγα καθόλου από δω. Το 1922 οι Έλληνες έφυγαν από αυτό το μέρος. Εδώ ζούσαν 70 χιλιάδες Έλληνες. Όταν πια έφυγαν και ήμουν εγώ παιδάκι δεν υπήρχε άλλος Έλληνας παρα μόνο η οικογένεια μου και οι Τουρκοκρητικοί. Έλληνες είχε πολλούς τότε στο Μοσχονήσι, στην Έφεσο, στη Σμύρνη, στην Αλικαρνασσό..
Το Αϊβαλί (Ayvalık, στα τουρκικά) υπήρξε μαζί με άλλες πόλεις ένα απο τα πιο ιστορικά κέντρα του ελληνισμού. Μεγάλο εμπορικό κέντρο, είχε ανθρώπινη παρουσία απο το 1500 π.Χ. Η ίδρυση του σύγχρονου οικισμού τοποθετείται μεταξύ του 1570 και του 1580 μ.Χ. Οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από τα γειτονικά παράλια της Λέσβου στην προσπάθεια να αποφύγουν τις επιδρομές των πειρατών και ίδρυσαν οικισμούς στην παραλία, στις θέσεις Χόνδραμμο (Καμπακούμ) και Καμπύλη Άκρα (Εγρί Μποτζάκ).

aivali_politismos_3
Aϊβαλί. Στο βάθος διακρίνεται η εκκλησία της Κάτω Παναγιάς η οποία σήμερα λειτουργεί ως μουσουλμανικό τζαμί
Σήμερα υπάρχει κάτι που να σας θυμίζει ότι εδώ είναι ένα κομμάτι της Ελλάδας;
Βέβαια.. Εδω υπάρχει άλλωστε μια εκκλησία χριστιανική ελληνική. Λειτουργεί κανονικά, είναι η εκκλησία του Ταξιάρχη. Βρίσκεται στο κέντρο εδώ στο Αϊβαλί. Παίρνουν άδεια και έρχονται ιερείς από τη Μυτιλήνη και κάνουν λειτουργία κανονικά. Έρχεται όμως και κόσμος από εδω. Υπάρχουν Χριστιανοί στο Μοσχονήσι.

aivali_politismos_4
Το εσωτερικό της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας στο Αϊβαλί. Παντού ερείπια και εγκατάλειψη
Κάποιοι όμως έβαλαν στο στόχαστρο την ελληνική εκκλησία…
Από την εκκλησία όμως έκλεψαν δυο εικόνες. Είχαν μεγάλη αξία, αλλά κανένας δεν νοιάστηκε. Μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί.
Το ελληνικό Κράτος ενδιαφέρθηκε για τους Έλληνες που απέμειναν εδω;
Οχί, από ότι ξέρω ποτέ. Δεν το είδα ποτέ εγώ τουλάχιστον το ενδιαφέρον του ελληνικού Κράτους για εμας.

aivali_politismos_5
Παιδιά διδάσκονται το Κοράνι στο τζαμί που κάποτε ήταν χριστιανική εκκλησία
Με τους Τούρκους οι σχέσεις σας πως είναι;
Πολύ καλές. Είμαστε αδέρφια. Τους αγαπάω τους Τούρκους. Εγώ πήγα σε τουρκικό σχολείο, πήγα στην Κάτω Παναγιά.. Πολεμούν οι Τούρκοι για να μπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά οι απλοί πολίτες δεν πολυ θέλουν.
Όταν έφυγαν οι Έλληνες από το Αϊβαλί προσπάθησαν να πάρουν μέρος της περιουσίας τους μαζί;
Όταν έφυγαν από εδω οι Έλληνες έχασαν και τις περιουσίες τους. Πολλοί είχαν κρύψει χρυσάφι στα σπίτια τους. Τα έκρυβαν μέσα στον ασβέστη. Τα έχασαν όλα αυτα… Τα βρήκαν μετα οι Τούρκοι…

aivali_politismos_6
O Γιάννης Χαλίλ Παπιράκης με τον συντάκτη του politismos.com.gr Ιάσονα Πιπίνη
http://politismos.net/wp/?p=904
Απόγονοι_Μικρασιατών

Σχόλιο:
Αφιερωμένο στον παππού!
πίσω στα παλιά

Το παληόσπιτο

$
0
0

Διήγημα

Παπαγεωργίου Βασίλης
Ητανε ένα σπίτι, στο Αιγάλεω, τρώγλη, θα μπορούσε να το πει κανείς, έτσι, όπως βρισκότανε σ' ένα χωματόδρομο, δίχως παντζούρια, με σπασμένα τζάμια και μ' ένα αυλάκι, με βρώμικα νερά, από τον υπόνομο που χυνότανε εκεί.
Κουδούνι δεν είχε στην είσοδο. Από μια ξύλινη πόρτα, ετοιμόρροπη, μπαίνανε οι ένοικοι στα δυο μοναδικά δωμάτια. Μόλις πέρναγε κάποιος την είσοδο, έκανε προς τα πίσω, από μια οσμή από γιαχνί πατάτες ή στιφάδο, που πλημμύριζε, μόνιμα αυτήν την κατοικία. Στο ένα δωμάτιο, έμενε ο Σαράντος, άεργος οικοδόμος, με τη σύζυγό του Κατερίνα και τα τέσσερα μικρά παιδιά τους. Στο διάδρομο είχε βάλει ένα ξύλινο κρεβάτι, ο φοιτητής της φιλολογίας Θράσος και στο άλλο δωμάτιο ζούσανε έξι Ρωσίδες μετανάστριες που κατοικούσανε όλες μαζί, για να μοιράζονται το ενοίκιο και κοιμόντουσαν στο δάπεδο.
-- Ναταλία Πέτροβνα, είπε η Ταμάρα Βασίλιεβνα, στη συγκάτοικό της, που κοιμότανε δίπλα της σαν πτώμα, παζάλουιστα, ντα'ι' μνιε στιχατβαρένια πα μαρίνε τσβετάιβοι ι πραϊζβιτζένια Πούσκινα (Ναταλία Πέτροβνα, δος μου τα ποιήματα της Μαρίνας Τσβετάπεβα και τα έργα του Πούσκιν).
Η Ναταλία Πέτροβνα ξύπνησε, έχωσε τα χέρια της κάτω από την κουβέρτα, που χρησίμευε σαν μαξιλάρι και έδωσε τα βιβλία στην Ταμάρα Βασίλιεβνα. Η Ταμάρα Βασίλιεβνα ξεφύλλισε τη συλλογή και είπε στη Ναταλία:
-- Κοίταξε εδώ είναι το ποίημα της Τσβετάπεβα με το στίχο «Στο μεγάλο και εύθυμο Παρίσι».
-- Θα μπορέσουμε κάποτε να επισκεφτούμε τη γαλλική πρωτεύουσα;
-- Δεν ξέρω, Ταμάρα, είπε η Ναταλία. Εγώ ονειρεύομαι, πάντα, τη ρωσική στέπα και το βόρειο σέλας που μαρμαίρει στον πολικό κύκλο.
-- Κορίτσια, είπε η Κατερίνα, περνώντας στο δωμάτιο, πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε; Δεν έχω, με τι να ταΐσω τα παιδάκια μου. Ο σύζυγός μου είναι άεργος εργάτης. Με τα δανεικά που παίρνω, δεν έχω να αγοράσω λίγο κρέας, λίγη κρέμα. Το ψωμί και γάλα, που τα δίνω, δεν είναι αρκετά, για να τα θρέψουμε και φοβάμαι, να μην αρρωστήσουνε από τον υποσιτισμό.
-- Καλή μου, Κατερίνα , είπε η Ταμάρα, σε νιώθω πλέρια. Εχω και εγώ παιδιά στη Ρωσία, και πού να βρω χρήματα να τα στείλω. Η Κατερίνα βγήκε από το δωμάτιο σκουπίζοντας τα μάτια της, από τα δάκρυα και η Ταμάρα ψιθύριζε γογγύζοντας στο αυτί της Ναταλίας:
-- Βρίσκομαι σε απόγνωση, σκέφτομαι να γίνω σαν τη Σόνια Μαρμελάντοβα, την ηρωίδα του Ντοστογιέφσκι, στο μυθιστόρημά του «Εγκλημα και τιμωρία» (1)
-- Εχω ελάχιστα χρήματα, είπε η Ναταλία, ίσα-ίσα για να αγοράσουμε υλικά, για να βράσουμε μια σούπα μπορς.
Η Κατερίνα, στο άλλο δωμάτιο, άρχισε να μπαλώνει το κάτω εσώρουχο του συζύγου της και βγήκε στο διάδρομο, για να πει στο Θράσο:
-- Θράσο, εσύ είσαι κοπέλι. Η μητέρα σου έμεινε έγκυος σε σένα, πριν παντρευτεί τον πατέρα σου. Ο Θράσος, έμεινε σαν αποσβολωμένος, καθώς την έβλεπε να μπαλώνει το κάτω εσώρουχο του άντρα της και μετά ξέσπασε σε κάτι αναφιλητά και γοερά κλάματα.
-- Τώρα, πρέπει να τηγανίσω το γαύρο, που μου φέρανε οι γειτόνισσες, μουρμούριζε η Κατερίνα, σέρνοντας τα πόδια της, προς το πενιχρό κουζινάκι, που είχε δυο τηγάνια, μια χύτρα και μια γκαζιέρα, που λειτουργούσε με πετρέλαιο.
-- Ελάτε, παιδάκια μου, να σας ταΐσω με γαύρο και ψωμί, είπε η Κατερίνα, όταν τέλειωσε το τηγάνισμα. Ελάτε, να σας μπουκώσω, με ό,τι φθηνότερο υπάρχει.
Καθώς τα τάιζε, είπε στα δυο κοριτσάκια από τα τέσσερα παιδιά της:
-- Κοιτάξτε, εσείς οι μικρότερες σαν μεγαλώσετε και μιλάτε με αγόρια, να μην τα κοιτάζετε στα μάτια και τα κάνετε να σκέφτονται με πονηριά.
Ερχότανε η νύχτα. Ξαπλώσανε όλοι μαζί κατάχαμα, επειδή δεν είχανε κρεβάτια. Σύντομα, τα παιδιά αποκοιμηθήκανε. Μονάχα, το ένα από τα δυο κοριτσάκια, τη Ματίνα, που ήτανε λίγο κουτσή από τη γέννησή της και τραύλιζε, δεν την πήρε ο ύπνος.
-- Να αποκτήσουμε ένα παιδί ακόμη, ψιθύριζε ο Σαράντος, στο αυτί της Κατερίνας. Και θα το μεγαλώσουμε ας είμαστε φτωχοί.
-- Προσοχή!, να μην καταλάβουνε τα παιδιά!, είπε με φόβο η Κατερίνα.
-- Αυτά κοιμούνται, μουρμούριζε πάλι ο Σαράντος.
Ενα κλάμα σιγηλό, βαθύ, όλο παράπονο, όλο σπαραγμό, από τα έγκατα της παιδικής της ψυχής, συντάραξε το στήθος της Ματίνας, καθώς αντιλήφτηκε τους γονείς της. Εκλαιγε σιωπηλά, καυτά δάκρυα τρέχανε, σα σταγόνες βροχής από τα μάτια της και οι γονείς της δε καταλάβανε τίποτε. Η μικρή Ματίνα σηκώθηκε δίχως να την αντιληφθεί κανείς και γλίστρησε έξω από το σπίτι. Ο διεστραμμένος που πέρναγε στο δρόμο, τη χτύπησε στο κεφάλι, τη ζάλισε και ασέλγησε επάνω της. Η Ματίνα συνήλθε μετά από λίγη ώρα και πέρασε πάλι στο δωμάτιο. Ξημέρωσε. Εξω από το σπίτι, έφτασε ο Ανέστης, ένας φίλος του Σαράντου, με το μηχανάκι. Οι ένοικοι είχανε ξυπνήσει.
-- Τι αίμα είναι αυτό που τρέχει ανάμεσα στα πόδια της μικρής; ρώτησε ο Σαράντος.
-- Είναι από τον ανώμαλο, που τον βάλανε τα κόμματα της δεξιάς! Φώναξε ο Ανέστης με οργή. Εγώ είμαι κομμουνιστής και ξέρω ότι τα αστικά κόμματα έχουνε στρατολογήσει όλους τους διεστραμμένους για να ατιμάζουνε τα παιδιά των αριστερών. Ετσι κάνανε και με τον Εμμανουηλίδη, στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο Εμμανουηλίδης ήτανε παιδεραστής γνωστός σε όλους και τον διορίσανε επόπτη σε παιδική κατασκήνωση, για να διαφθείρει τα ανήλικα βλαστάρια των κομμουνιστών. Μια κραυγή τους διέκοψε. Από το διπλανό δωμάτιο πέρασε η Ρωσίδα Ναταλία, για να τους πει:
-- Τρέξτε! Η Ταμάρα αυτοκτόνησε! Κρεμάστηκε.
Ορμήσανε όλοι στο άλλο δωμάτιο. Από έναν κρίκο, που έτυχε να βρίσκεται στο ταβάνι, από ένα σκοινί, κρεμότανε το κορμάκι της Ταμάρας. Πάνω στο δάπεδο ήτανε χυμένα, ρεβύθια, φακές, φασόλια - Θλιβερά σύμβολα μιας μίζερης ζωής. Και μετά; Υστερα έβρεξε, έβρεξε, και το νερό που έβγαινε από τον υπόνομο έγινε λιγότερο θολό.
(1) Σόνια Μαρμελάντοβα, φτωχή Ρωσίδα, που εκπορνεύτηκε για να μπορέσει να βρει χρήματα, για τον αλκοολικό πατέρα της.

Εν Αθήναις....έτσι ήταν κάποτε

$
0
0
πηγή  φωτο

Η σούστα με το άλογο ήταν συνηθισμένη εικόνα στην Αθήνα κάποτε....παντού την έβλεπες ακόμα και στην Πλάκα.
Υπήρχαν και σανοπωλεία δηλαδή "βενζινάδικα"... πεταλωτήρια....ακόμα και στην Μητροπόλεως.
Όσοι προλάβαμε τις σούστες και τα καρβουνιάρικα θα θυμηθούμε.....
Μοιράζανε πάγο....ήταν μανάβηδες...λουλουδάδες....
Θα σταθώ σε μια γειτονιά κοντά στην Ομόνοια και θα θυμηθώ ένα φίλο που δυστυχώς έφυγε νωρίς.
Είχε ο πατέρας του σούστα ή κάρο όπως το λέγαμε με ένα ωραίο άλογο και μοίραζε πάγο το καλοκαίρι για τα ξύλινα ψυγεία και τον χειμώνα κώκ...ανθρακίτη....ξύλα....για θέρμανση.
Είχε και βαρέλια με κρασί ....
Στην μεγάλη αυλή έβαζε την σούστα και στην αποθήκη το άλογο που το φρόντιζε
όλη η οικογένεια γιατί με αυτό έβγαζαν το ψωμί τους.
Η σούστα ήταν ωραία βαμμένη με σχέδια και τα χαϊμαλιά του αλόγου με ωραίες
χάντρες.
Στην αυλή το καλοκαίρι κάτω από την κληματαριά μαζευόντουσαν οι κρασοπατέρες όπως τους έλεγαν για ξεροσφύρι με καμμιά ελιά και κανένα κρεμμύδι το πολύ.
Και άρχιζαν τα σχόλια για την ποιότητα της ρετσίνας και πειράζανε τον καρβουνιάρη (όπως τον λέγαμε).....
"...σου έπεσε γύψος παραπάνω..."
"...το πάτησες στην ζάχαρη..."
Οι φωνές ακουγόντουσαν στον χωματόδρομο που παίζαμε για να βάλει τάξη
η κυρά Αγλαϊα η γυναίκα του καρβουνιάρη  που την σεβόντουσαν όλοι.
Να μην ξεχάσω και τα τραγούδια που έλεγαν οι φανατικοί του Βάκχου....


"Με μιά γουλιά ρετσίνα μου
τον κόσμο ξεχνώ κυρά μου
σαν σε ρουφώ τσαχπίνα μου
μου διώχνεις την ακεφιά μου..."

Κε Στουρνάρα υπάρχει και η ευθανασία σαν μέτρο για την μείωση των εξόδων του Κράτους!

ΗΤΑΝ Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ...

$
0
0


Του Δημήτρη Πετρόπουλου: 

Ήταν η γειτονιά μας εκείνα τα χρόνια, ο κόσμος μας όλος! 
Εκείνα τα χρόνια, μιλάμε για την δεκαετία του 1950, όταν λέγαμε ‘’ η Γειτονιά μας’’, δεν εννοούσαμε μόνο τον τόπο, αλλά και τη μάζωξη των γειτόνων, είχε δηλαδή και κοινωνική έννοια. Στην αγορά ήταν τα καταστήματα, τα καφενεία, ο κόσμος που πέρναγε, αλλά πίσω από τα χτήρια της αγοράς σχηματίζονταν οι κοινωνικές γειτονιές. Το μέρος της συγκέντρωσης ήταν ένα διαλεγμένο μέρος που έπρεπε να έχει απλοχωριά και να είναι προφυλαγμένο από τον αέρα. 
Τ’ απογεύματα, από τον Μάη μέχρι πέρα τον Σεμπτέβρη, σχεδόν καθημερινά, οι γυναίκες που δεν μπορούσαν βέβαια να πάνε στό καφενείο, μαζεύονταν εκεί. Μία έφερνε την κοντή καρεκλίτσα της, άλλη έφερνε σκαμνάκι ή καμιά φορά μερικές κάθονταν και επάνω σε επίπεδες πέτρες που με τον καιρό είχαν αποθέσει εκεί.
Γεμάτο γειτονιές το χωριό μας, στου Μούστα , στο Σπανοχώρι, στου Τσαούση , στην Αλλαγή.
Ά ν πέρναγες από ξένη γειτονιά, όλοι σε χαιρετούσαν και μόλις προσπέρναγες, τα βλέμματα σε ακολουθούσαν μέχρι να χαθείς στη στροφή του δρόμου,και ακολουθούσε το σχετικό κουτσομπολιό. Έτσι και είχες και κανά μικρό κουσουράκι... κάηκες.
Όλες οι γειτονιές του χωριού μου, λίγο πολύ ήταν όμοιες, μα εγώ θα σας μιλήσω ειδικά για την δική μου γειτονιά όπως την θυμάμαι.

Μπροστά στην αγορά, ήταν το καφενείο του Μητσιάκου και απέναντι ακριβώς ήταν παλιότερα το φαρμακείο του Μήτρου του Ντόγκα που αργότερα έγινε μπακάλικο του Παν Κοντογιαννόπουλου. Αριστερά ήταν ο φούρνος του Ρήγα και δεξιά το καπνοπωλείο του Χρ. Δημόπουλου. Τίς Κυριακές το καφενείο γέμιζε κόσμο με τις καρέκλες να απλώνονται σε αρκετό μήκος του δρόμου. Εκείνες τις Κυριακές, παρά τη φτώχεια που τυραννούσε σχεδόν όλο τον κόσμο, 
οι άνθρωποι φορούσαν το καλό τους κοστούμι, γραβάτα και οι ηλικιωμένοι την ρεμπούπληκα. Έπιναν τον καφέ τους έπαιζαν την πρέφα τους ,πειραζόντουσαν μιλούσαν ένιωθες πως
 η Κυριακή ήταν μια ξεχωριστή ημέρα.
Και πίσω από την αγορά η γειτονιά μας.
Οι γείτονές μου ήταν ωραίοι άνθρωποι, οικογενειάρχες, δεν θυμάμαι σοβαρές διχόνοιες μεταξύ τους. Όλοι πάσχιζαν να αναθρέψουν τα παιδιά τους έντιμα εκείνα τα δύσκολα χρόνια που και το ψωμί ακόμη δεν ήταν δεδομένο ότι θα υπάρχει στο τραπέζι...
Οι γυναίκες, νοικοκυρές στο σπίτι και δουλεύτρες  στα χτήματα, φορτωμένες τις έγνοιες των παιδιών . Σον έκοβαν ψωμί για το παιδί τους πάντα μου έδιναν και εμένα μια φέτα με λάδι.
 Γιαυτό τις ένιωθα όλες τους μάνες μου, μέχρι σήμερα τις θυμάμαι με συγκίνηση.
Εκεί στη καθημερινή συγκέντρωση, πάντα βρισκόταν θέμα για συζήτηση. Πότε κάποιο κουτσομπολιό , πότε τα καθημερινά βάσανα η ακόμη καμιά φορά τραγούδι η παραμύθι,
 η αίνιγμα. Μιάς και μου δόθηκε η ευκαιρία θα σας πω ένα αίνιγμα που άκουσα από τη μάνα μου μια φορά εκει στή γειτονιά και που και εκείνη το θυμόταν από τη γιαγιά της.
‘’Χίλιοι ,μύριοι επήγαιναν – ένας τούς απάντησε – το όνομα τούς άλλαξε – και πίσω τούς εγύρισε.’’ Τί είναι;
Τόσο μου είχε αρέσει από το ωραίο μέτρο στήν απαγγελία του, όσο και από την ευρηματικότητα του που το θυμάμαι ακόμη.
Σήμερα δέν θέλω να σας κουράσω με σοβαρά η δυσάρεστα, μα να θυμηθώ κάποια ευτράπελα που άκουγες από εκείνες τίς κατά κανόνα αγράμματες μα τόσο γλυκές γυναίκες.
Που λέτε, η πρώτη και καλλίτερη στην παρέα τους η θεία μου η Χρυσούλα. Είχε γεννηθεί στό Λουτρό το 1896 δηλαδή ήταν το 1955 περίπου 59 χρόνων και είχε πάει μέχρι την Δευτέρα του Δημοτικού. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ήταν πολυ βαρήκοη και αυτό το κουσουράκι της τήν έκανε πολύ ευχάριστη γιά μάς τα παιδιά που γελάγαμε με εκείνα που απαντούσε αλλά και εκείνη όταν καταλάβαινε τη γκάφα της γελούσε ανοιχτόκαρδα.
Μια φορά, το Υπουργείο Γεωργίας προκειμένου να βελτιώσει τη ράτσα στις κατσίκες, έφερε μερικές από την Ελβετία ράτσας Zaanen – αυτές οι λευκές που υπάρχουν και σήμερα στα μέρη μας. Στήν Μερόπη έφεραν τρείς καί τίς έδωσαν σε τρία σπίτια. Μία από αυτές πήρε και η θεία Χρυσούλα και από εκείνη τη στιγμή, νόμιζε ότι όλος ο κόσμος ασχολείται με την κατσίκα της. Μία ημέρα ένας χωριανός μας ήλθε και ζητούσε τόν θείο μου τόν Ηλία. Μπήκε στήν άκρη της αυλής και ρωτάει από μακρυά τη βαρύκοη θεία.
-Χρυσούλα, πού είναι ο Μαστρολιάς;
-Γέννησε, απαντάει η θεία που νόμισε ότι τη ρώτησε γιά την κατσίκα της.
- Ο Μαστρολιάς πού είναι; επανέλαβε ο άλλος γελώντας
- Δύο μωρέ έκανε, να τόοοσα
- Βρέ εσύ ο Μαστρολιάς πού είναι;
- A, από γάλα ένα σωρό και τα μαστάρια τα έχει συνέχεια γιομάτα. Ο άλλος βλέποντας πως δέν μπορεί να συνενοηθεί με την θεία, πλησίασε κοντά της και τήν ρώτησε πού είναι ο Ηλίας.
Τότε η αγαθή θεία κατάλαβε τί του απαντούσε και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια μα περισσότερα ήταν τα γέλια που κάναμε εμείς τα παιδιά που βέβαια το διαδόσαμε σε όλες τίς γειτόνησες.
Απέναντι από το σπίτι μας καθόταν η Ρουμπίνη με τον άντρα της τόν Μήτσο, έναν εργατικό και σοβαρό άνθρωπο και παρά το ότι δεν είχε πάει σχολείο, κουβέντιαζε όμορφα.
Η Ρουμπίνη που και εκείνη δέν γνώριζε γράμματα ήταν πολύ περήφανη γιατί είχε δουλέψει στου Κριμπά το σπίτι. Ένα απόγευμα καθόταν η Χρυσούλα στην γειτονιά με άλλες γυναίκες, ήρθε και η Ρουμπίνη όχι και πολύ ορεξάτη.
-Μωρή, πήγες στό γιατρό, τι σου είπε τι σου βρήκε; ρώτησε η Χρυσούλα.
- Άστα, εμένα μου βρήκε απόσταση και στό Μήτσο μου συνεργία.
- Τί λές μωρή καλιακούδα, αυτές είναι βαρειές αρρώστειες τί θα κάμεις τώρα;
- Σιγά μωρή που είναι βαρειές αρρώστειες, ένα χαπάκι τόσο δά μας έδωσε ο γιατρός.
-Ρουμπίνη, τα χαπάκια τόσα δα είναι δεν είναι σάν καρβέλια της είπε η μάνα μου.
- Άσε με μωρή και σύ τί ξέρεις από αρρώστειες... μετά από λίγη ώρα πέρασε ο άντρας της
 ο Μήτσος και κάποια τόν ρώτησε τί τους βρήκε ο γιατρός.
-Η Ρουμπίνη έχει υπόταση και εγώ έχω ισχιαλγία, αλλά αντιμετωπίζουνται μας είπε ο γιατρός. 
Τι ωραίοι διάλογοι από αυτές τις γυναίκες.....
. Όμως η θεία έκανε τα νοιστιμότερα κεφτεδάκια του κόσμου. Έβαζε κιμά από μοσχάρι και μπουτάκι αρνί, τα έκοβε με το μπαλνταδάκι, όχι σε μηχανή, έβαζε μυρωδικά αλλά σημασία έχει, οτι το αποτέλεσμα ήταν τα ονομαστά κεφτεδάκια της θείας που εγώ πήγαινα και της τα έκλεβα. Το καταλάβαινε, έκανε πως θύμωνε αλλά μετά γελούσε και νομίζω ότι το διασκέδαζε γιατί και 
ο γυιός της όταν ήταν μικρός , της τα έκλεβε.
Θα συνεχίσω με τα αστεία από την θειά Χρυσούλα γιατί με αυτή είχαμε τα ωραιότερα.
Η θεία , είχε βάλει σε ένα ταψύ πίτουρα, λιοκόκκι, ξερά ψωμιά και τα είχε βρέξει με νερό να φάνε τα κοτόπουλα. Εγώ, χωρίς να με ιδει, πήγα και έριξα ένα μεγάλο ποτήρι κρασι στό ταψί, έφαγαν τα κοτόπουλα και μετά από λίγο άρχισαν να περπατάνε με στραβό το λαιμό, σκουντουφλούσαν και έπεφταν κάτω.
-Κακό που έπαθα άρχισε να τσιρίζει η θεία Χρυσούλα. Έπεσε αρρώστεια στα πουλιά, δεν θα μου μείνει κανένα. Να προλάβω να σφάξω μερικά. Εγώ βλέποντας ότι σοβαρεύουν τα πράγματα , είπα της μάνας μου τί είχα κάνει. Ημάνα μου και θύμωσε μα και γέλαγε . της λέει,
 μη τα σφάζεις ακόμα ,είναι μιά απαλή αρρώστεια που θα τούς περάσει γρήγορα. Λές; αναρωτήθηκε η Χρυσούλα και δεν τα έσφαξε. Μετά μερικές ημέρες της είπα τι είχα κάνει και γέλαγε όπως πάντα ανοιχτόκαρδα.
Μα πάλι θα σοβαρέψω κι ας υποσχέθηκα ότι τούτο το κειμενάκι θα είναι μόνο εύθυμο. Με τριγυρίζουν οι αναμνήσεις για κείνα που ζησαμε εκεί και πέρασαν και χάθηκαν και δεν μπορούμε να τα ξαναζωντανέψουμε, παρά μόνο στην θύμησή μας.
Πολλές φορές λέμε τί ωραία ήταν εκείνα τα χρόνια και τα αναπολούμε με νοσταλγία...
Μα αν είμαστε ψύχραιμοι, δεν ήταν καθόλου καλά. Φτώχεια, σχετική πείνα, ξυπόλυτα παιδιά, γονείς ταλαιπωρημένοι που δέν είχαν το χρόνο να ασχοληθούν μα τα παιδιά τους και η έγνοια τους ήταν να βρούν το απαραίτητο ψωμί...
Ο πόλεμος, οι πολιτικές καταστάσεις μετά τόν εμφύλιο δύσκολες.  Τα καλλίτερά μας χρόνια τα περάσαμε κάτω απ’ τίς λόγχες των φρουρών..
Σήμερα τα αναπολούμε με νοσταλγία, μα πιστεύω πως δεν είναι τα χρόνια που νοσταλγούμε αλλά το γεγονός ότι τότε δεν είχαμε αθροιτικά, δεν είχαμε πίεση ούτε πρεσβυωπία και τα βάσανα τα είχαν οι γονείς μας που τώρα μας λείπουν... Το απλό παιχνίδι γιά το παιδί ήταν αρκετή διασκέδαση και μάλιστα όταν στό ένα χέρι μπορούσε να κρατάει ένα κουμούτσι ψωμί. Ηταν και οι άνθρωποι γύρω μας.
Πώς μπορώ να ξεχάσω τίς απόκριες ,στίς γειτονιές που ανάβαμε το ντιλιβάνι και όλοι, μικροί μεγάλοι χόρευαν με τραγούδια που έλεγαν με το στόμα, βλεπεις τότε δέν είχαμε ούτε ραδιόφωνα ούτε στερεοφωνικά. Παίζαμε την Αμπάριζα, τον κλίτσικα – έτσι λέγαμε το ξυλίκι- την καραβάνα, έπαιζαν τα κορίτσια με το πάνινο τόπι και τις πάνινες κούκλες.
Πώς να ξεχάσω εκείνες τίς γυναίκες με το κεφολομάντηλο στά μαλλιά να ιδιάζουν το νήμα γιά τον αργαλειό , να γνέθουν με τή ρόκα τους τό μαλλί η το λινάρι η καμμιά φορά να φτάνουν στό σπίτι τους με μιά ζαλιά ξύλα από το βουνό κατάκοπες, γιά να συνεχίσουν με το μαγείρεμα η το ζύμωμα;
Ξεχνιέται η γιαγιά με τα ροζιασμένα χέρια, που μπορούσαν όμως να χαιδεύν τόσο γλυκά ενω μας έλεγε παραμύθια;
Κι οι πατεράδες που γυρνούσαν το σούρουπο με αργα βήματα, σκαφτιάδες η ζευγολάτες χωρίς ωράριο, Ήλιο με Ηλιο που λέγανε με μόνο φαγητό μιά ρεγγα στό λάδι και ένα μπουκάλι κρασί...
Φίλοι μου, δεν ήταν ωραία εκείνα τα χρόνια , μα ήταν ωραίοι οι δικοί μας άνθρωποι που τώρα δεν τούς έχουμε αλλά πάντα θα μας λείπουν...
Ηταν η γειτονιά μας ο κόσμος μας, εκεί νιώθαμε ασφάλεια και σιγουριά εκεί τα γειτονάκια ήταν αδέρφια, και σύντροφοι στό παιχνίδι – μέ τα παιδιά από άλλες γειτονιέςς κάναμε πετροπόλεμο- εκεί νιώσαμε το ξεκίνημα της ζωής μας.
Οπως Τα χελωνάκια που γεννιούνται στήν αμμουδια της θάλασας, και διασχίζουν μιά απόσταση 10 μέτρων γιά να μπούν στό νερό,και τα αρπαχτικά πουλιά τα αφανίζουν, ένα στα είκοσι γλυτώνει.- Γιατί δεν τα παίρνετε στα χέρια σας εσείς να τα ρίξετε στή θάλασσα ; ρωτήσαμε τόν επιστήμονα ζωολογίας.-Η διαδρομή αυτή που κάνουν τα χελωνάκια, μας είπε , καταγράφεται στόν εγκέφαλό τους και έτσι όταν ενηλικιωθούν θα επιστρέψουν εκεί που γεννήθηκαν γιά να αναπαραχθούν, αλλιώς θα χαθούν γιά πάντα.
Ο σολωμός, μετά από χρόνια περιπλάνησης στίς θάλασσες, επιστρέφει στό ποτάμι που γεννήθηκε για να αναπαραχθει και να πεθάνει.
Τα πρώτα βήματα, οι πρώτες παραστάσεις, όπως και σε πολλά είδη του ζωικού βασιλείου, έτσι και στόν άνθρωπο, καταγράφονται ανεξήτηλα στόν εγκέφαλό του, δεν ξεχνιούνται ποτε΄. Πέντε δεκαετίες λείπω από το χωριό μου και τη γειτονιά μου, μα κάθε όνειρο που βλέπω, πάντα συμβαίνει ΕΚΕΙ, εκεί που γεννήθηκα και μεγάλωσα... εκεί που γαληνεύω...
Σε όλους σχεδόν συμβαίνει αυτό .Άς κοιτάξουμε γύρω μας, πόσοι και πόσοι, ξενιτεύτηκαν, έκαναν οικογένειες μακρυά, αλλά ζούν και ονειρεύονται την επιστροφή στό σπιτάκι και στη γειτονιά τους.
Σήμερα σχεδόν δεν υπάρχουν γειτονιές σαν αυτές που γνωρίσαμε εμείς, Τί θα καταγράψουν τα νέα παιδιά που θα γεννηθούν; Άς ελπίσουμε ότι η φύση θα κάνει καλά τη δουλειά της και δεν θα τα αφήσει με μηδενικές αναμνήσεις, δεν θα τα αφήσει να χαθούν...


 ΜΕΡΟΠΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 

ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

$
0
0



Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας είναι ένας από τους σημαντικότερους δρόμους της σύγχρονης Αθήνας. Για τους Αθηναίους, αλλά και για τους περισσότερους επισκέπτες της πόλης, η διαπίστωση αυτή μοιάζει με κοινοτυπία. Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας ξεκινάει από την καρδιά της Αθήνας, δηλαδή τη Βουλή και το Σύνταγμα και καταλήγει στους Αμπελόκηπους, στον κόμβο της συνάντησης της με τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Από τον 19οαι. έως σήμερα η Βασιλίσσης Σοφίας αποτελεί έναν από τους ωραιότερους δρόμους της Αθήνας και παρά τον χαρακτήρα βουλεβάρτου που της προσδίδουν, διατηρεί τον απόηχο της παλιάς της μεγαλοπρέπειας, ενώ παράλληλα εκπέμπει τον δυναμισμό ενός διεκδικητικού μέλλοντος.
          Η Βασιλίσσης Σοφίας αποτελούσε και αποτελεί βιτρίνα της μεσοαστικής και μεγαλοαστικής τάξης τόσο λόγω των Ανακτόρων, παλαιών και νέων, που βρίσκονται στην αρχή του δρόμου όσο και λόγω της γειτνίασής της με το Κολωνάκι και τον Λυκαβηττό.
          Στα αρχικά σχέδια ανοικοδόμησης της πόλης των Αθηνών των Κλεάνθη και Σάουμπερτ η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας προβλεπόταν ελαφρά μετατοπισμένη, ως προέκταση της οδού Ερμού. Οι τροποποιήσεις που έκανε ο Κλέντσε στα αρχικά σχέδια δεν προέβλεπε ουσιαστικές μεταβολές στο σημείο αυτό. Μόνο όταν πραγματοποιήθηκε η τοποθέτηση των Ανακτόρων, τον Ιανουάριο του 1836, καταργήθηκε η προέκταση της Ερμού πέρα από τη σημερινή πλατεία Συντάγματος, μιας και ο κύριος άξονας του κτιρίου ταυτιζόταν με τον άξονα της Ερμού. Σύμφωνα με το σχέδιο του Γκέρτνερ τα Ανάκτορα περιβάλλονταν από ένα ημικύκλιο πάρκο στο πίσω μέρος τους. Με τον τρόπο αυτό αποκλειόταν η προς την Κηφισιά και τα Μεσόγεια αρχαία οδός. Για αυτό το λόγο, αλλά και λόγω της έλλειψης χρημάτων από τα κρατικά ταμεία για την απαλλοτρίωση ολόκληρης της έκτασης που περιλαμβανόταν στα σχέδια του Γκέρτνερ, ο ανθυπολοχαγός του μηχανικού Χοχ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη διεύθυνση της οικοδομής των Ανακτόρων μαζί με τον συνάδελφό του Σλότερ, συντάσσει νέο σχέδιο γενικής διάταξης της περιοχής το Μάρτιο του 1839, σύμφωνα με το οποίο ο Βασιλικός Κήπος επεκτείνεται μόνο νότια και ανατολικά των Ανακτόρων, ενώ στη βόρεια πλευρά τους και σε απόσταση 25μ. από αυτή χαράσσεται το πρώτο τμήμα της τότε λεωφόρου Κηφισίας με πλάτος 30μ. Στην απέναντι από τα Ανάκτορα πλευρά της Κηφισίας , ένα μεγάλο οικόπεδο 24.000 τετραγωνικών πήχεων επί της λεωφόρου προοριζόταν για τα δημόσια καταστήματα, τα υπουργεία και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Έτσι, σε όλη την έκταση μέχρι την οδό Σέκερη δεν επιτρεπόταν η κατασκευή οικοδομών.
          Λίγο αργότερα στη δεξιά πλευρά της Κηφισίας, ο Σταμάτης Κλεάνθης σχεδιάζει για τη Δούκισσα της Πλακεντία, Σοφία, το χειμερινό της ανάκτορο, τα «Ιλίσσια», που σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Δίπλα στα Ιλίσσια η Δούκισσα αναθέτει στον Κλεάνθη να κτίσει την κατοικία του προσωπικού της ιατρού Βερν Ρέζερ. Στο κτίριο αυτό εγκαταστάθηκε αργότερα το διδασκαλείο. Ακολουθούν οι δύο μικρές κατοικίες των Γριβαίων, το ημιτριώροφο του Βασίλη Γιαλούρη, η τριώροφη κατοικία του κόντε Μπότσαρη, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε η πολυκατοικία Πεσματζόγλου.
          Την ίδια χρονιά που αρχίζει η οικοδόμηση των Ιλισσίων, το 1840, αρχίζει να κτίζεται έξω από την πόλη η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας χτίστηκε κοντά της ο μικρός ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου. Στη γωνία Κηφισίας και Νεοφύτου Δούκα υπήρχε το εργοστάσιο και η μπιραρία του Δαμιανού που στη συνέχεια περιήλθε στο Μπάουχερ. Οι δεκαετίες περνούσαν, το κράτος όμως εξακολουθούσε να μη διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να κτίσει τα υπουργεία του.
          Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 τα οικόπεδα που βρίσκονται προς τη βόρεια πλευρά των Ανακτόρων απελευθερώνονται και αρχίζουν οι πρώτες πωλήσεις σε ιδιώτες. Η άνοδος του Γεωργίου Α΄ στο θρόνο, η ένωση των Επτανήσων με τη Ελλάδα, η αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας και κυρίως η οικονομικοκοινωνική αναδιοργάνωση του ελληνικού κράτους προσελκύουν πολλούς ομογενείς του εξωτερικού να εγκατασταθούν στη χώρα. Από τους πρώτους ήταν ο Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος αγόρασε οικόπεδο στην αρχή της τότε οδού Κηφισίας. Το παράδειγμα του Συγγρού ακολουθούν οι Χιώτες επιχειρηματίες Σκουλούδης και Βούρος, καθώς και ο Παπούδωφ.
          Από τα μέσα του 1870 και μέχρι τις αρχές του 20ουαι., τότε που η λεωφόρος Κηφισίας μετονομάζεται σε λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, η αριστερή προς την άνοδο πλευρά γεμίζει με αστικά μέγαρα. Το μέγαρο Ψύχα (Αιγυπτιακή πρεσβεία), η έπαυλη Douais του Κάρολου Μέρλιν (Γαλλική πρεσβεία), το μέγαρο Στουρνάρη, το μέγαρο ενός άλλου Ψύχα (Ιταλική πρεσβεία), η οικία Ράλλη- Σκαραμαγκά, το μέγαρο Χαροκόπου (Μουσείο Μπενάκη), το μέγαρο Καζούλη, τα μέγαρα Συριώτη- Εμπειρίκου, Π.Καλλιγά, Μ.Δραγούμη, Ζλατάνου, Ελ.Μακκά, Σταθάτου (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης) και Ι.Θεολόγη. Στις αρχές του 20ουαι. κτίζεται το μέγαρο Ρέντη, η οικία Βόγλη, η οικία Βεργώτη και το μέγαρο Βενιζέλου. Σήμερα σχεδόν κανένα δεν ανήκει στους απογόνους του αρχικού ιδιοκτήτη τους. Στη δεξιά πλευρά δέσποζε το μέγαρο Πεσματζόγλου, η πρώτη πολυτελής πολυκατοικία της Αθήνας και το Σαρόγλειο.
          Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας συνέχισε να είναι η κατ’ εξοχήν «βιτρίνα» και, σύμφωνα με τις αιώνιες ελληνικές αρχές, κρατούσε μέσα της όλη την αντιφατικότητα της σύγχρονης ζωής σε αυτόν τον τόπο. Διαδοχικά παραχωρήθηκαν οικόπεδα για τη Ριζάρειο Σχολή (προπολεμικά), για το Στρατιωτικό Νοσοκομείο το ΄50, για τη Αμερικανική πρεσβεία, το Χίλτον και την Εθνική Πινακοθήκη στις αρχές του ΄60 και λίγο αργότερα το μνημείο του Βενιζέλου. Τελευταία και γενναιότερη προσθήκη το Μέγαρο Μουσικής το ΄70 με τις τωρινές του επεκτάσεις, καθώς επίσης και ο Πύργος των Αθηνών.
           Παρ’ όλο που η οδός διατηρούσε την αίγλη του ξεχωριστού, ο συμβολισμός της ήταν πια κάπως προβληματικός. Φυσικά, θα ήταν για πάντα ταυτισμένη με την κάθοδο στο «καλό», δηλ. στο ευρωπαϊκό κέντρο της πόλης, ακόμη κι όταν εκείνο υποβαθμίστηκε αισθητά και ξέπεσε. Αν η Αμερικανική πρεσβεία και το Χίλτον υπογράμμιζαν τη νέα ηγεμονική θέση της υπερπόντιας δύναμης, τα υπόλοιπα στοιχεία αυτής της ανάπτυξης εξέπεμπαν δυσνόητα μηνύματα. Δεν μπορούσαμε να μιλάμε πλέον για έναν αριστοκρατικό δρόμο, ούτε καν μεταφορικά. Η λεωφόρος ήταν γεμάτη με πολυκατοικίες και έλαμπε ως το νέο, θαρραλέο πρόσωπο της μεταπολεμικής ανάπτυξης.
          Σήμερα, η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, παρ’ όλο που κάποια από τα μέγαρα και σημαντικά κτίρια που διέθετε συνεχίζουν να υπάρχουν, έχει μετατραπεί σε μια πολύβουη και πολυσύχναστη λεωφόρο με χαρακτηριστικό τον μεγάλο αριθμό μουσείων που την καταλαμβάνουν και την τεράστια κυκλοφορία που συρρέει στην Κηφισίας από όλες τις παραπλεύρους και την οδηγεί ως το τέρμα της. 

Καθ' οδόν: Στις λαϊκές γειτονιές

$
0
0


Απέναντι από την εκκλησία της Αγ. Τριάδας, στην οδό Πειραιώς
Συνεχίζουμε το οδοιπορικό στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, με το εξαιρετικό βιβλίο της Ζωής Ρωπαΐτου - Τσαπαρέλη: Ρουφ - Βοτανικός - Γκαζοχώρι (εκδόσεις Φιλιππότη).
Τα σπίτια
«Το συνεχές κυνηγητό του πλούσιου, του πολυτελούς, του εξαιρετικού, θα μας οδηγήσει στη γνώση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και όχι στο πώς να φτάσουμε σε μια αληθινά καλύτερη ζωή... Το συνηθισμένο, το ευτελές, το καθημερινό, το φτωχό, συχνά ακολουθούν μεγάλα πρότυπα... Οποιο μοτίβο κι αν διαλέξεις, δίνει την ίδια αξία στην καλύβα και στο παλάτι.
Οι γειτονιές που μας ενδιαφέρουν ήταν φτωχές, λαϊκές και γι' αυτό πολλά από τα σπίτια τους, στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν μονώροφα, πλινθόκτιστα, με δύο συνήθως κύρια δωμάτια. Το ένα ήταν η "σάλα" που είχε πάτωμα από φαρδιές σανίδες. Ενα μέρος του πατώματος άνοιγε κι έκλεινε. Ηταν η λεγόμενη καταπακτή. Από την καταπακτή κατέβαινε κανείς στο υπόγειο, που φωτιζόταν αμυδρά από το φεγγίτη, διαστάσεων τριάντα επί τριάντα εκατοστά περίπου. Το άλλο δωμάτιο χρησίμευε για τον ύπνο της οικογένειας.
Οι βοηθητικοί χώροι, όπως κουζίνα, "αποχωρητήριο" και αποθήκη, ήταν συνέχεια με τα δωμάτια και συνήθως σκεπασμένα με τσίγκους αυλακωτούς ή πισσόχαρτο καρφωμένο και στερεωμένο με λεπτούς ξύλινους πήχεις. Σε κάποια σπίτια, το αποχωρητήριο ήταν έξω από το σπίτι. Το δάπεδο των υπόλοιπων εσωτερικών χώρων ήταν στρωμένο με πλακάκια, τσιμέντο (τσιμεντοκονία), αλλά και απλό χώμα πατημένο καλά. Τα δάπεδα αυτά το χειμώνα στρώνονταν με μάλλινα στρωσίδια ή κουρελούδες.
Σιδερένιες αυλόπορτες, αληθινά αριστουργήματα, φτιαγμένα από λαϊκούς τεχνίτες (φωτ.: Π. Ρωπαΐτη)
Εσωτερικά, τα σπίτια φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου, τις απλές ή τις κολονάτες, ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια της οικογένειας.
Μερικές φορές στην ίδια αυλή συγκατοικούσαν δύο ή και περισσότερες οικογένειες με κοινόχρηστο αποχωρητήριο.
Αρκετά από τα σπίτια αυτά είχαν στην αυλή τους κληματαριά και για τον ίσκιο, αλλά και για τα σταφύλια, αβγουλάτα ή μοσχάτα. Οι αυλές είχαν και δέντρα: Συκιές, ροδιές, μανταρινιές, ήταν τα πιο συνηθισμένα. Είχαν όμως και διάφορα αρωματικά φυτά, όπως δυόσμο, μαντζουράνα, αψιθιά, γιασεμί κ.ά. Το δυόσμο, τον έβαζαν στα φαγητά για μυρωδικό. Η μαντζουράνα γινόταν αφέψημα. Εκανε καλό σε πόνο του στομάχου και της κοιλιάς. Τη δίνανε ακόμα και στα μωρά. Η αψιθιά ήταν θεραπευτικό βότανο. Κόβανε τα φύλλα της και τα βάζανε σε πονεμένο χέρι ή πόδι δεμένα με επίδεσμο.
Τα περισσότερα σπίτια είχανε κοτέτσι, φτιαγμένο από δικτυωτό σύρμα με ταβανάκι ξύλινο και σκεπασμένο με κεραμίδια. Είχαν, επίσης, πηγάδια με μαγκάνι, που το βάθος τους ήταν περίπου 12 μ.
Τα σπίτια είχαν τρία συνήθως παράθυρα με γρίλιες που έβλεπαν στο δρόμο και τα λέγανε γερμανικά, καθώς και μια ξύλινη πόρτα. Αλλα πάλι σπίτια είχαν σιδερένιες αυλόπορτες και κάγκελα με διάφορα σχέδια, αληθινά αριστουργήματα φτιαγμένα από λαϊκούς τεχνίτες, σιδηρουργούς της εποχής, που ο κόσμος τους έλεγε γύφτους. Τα σπίτια είχαν σκεπές με κεραμίδια. Μπροστά οι στέγες τους είχανε μια σειρά από κόκκινα ακροκέραμα, κάτω απ' τη σειρά αυτή, υπήρχε για στολίδι μια μπορντούρα. Οι προσόψεις των σπιτιών ήταν βαμμένες συνήθως στο χρώμα της ώχρας ή στο χρώμα του ροδιού. Υπήρχαν, όμως, και λίγα διώροφα σπίτια στις γειτονιές που μας απασχολούν. Αυτά ήταν κυρίως στις οδούς Πειραιώς, Μεγάλου Βασιλείου και στην Ιερά Οδό, π.χ. του Κουλουφάκου στην οδό Μεγάλου Βασιλείου, του Μανώλη Μπιξάκη στη γωνία Φρεαρίων και Μεγάλου Βασιλείου, του Γεωργίου Δημακαράκου Φρεαρίων 5, Κουρέτη στην Ιερά Οδό, του Ανδρέα Κόκκινου Ορφέως και Τριπτολέμου κλπ.
Ευμολπιδών 14. Σπίτι που το είχε αγοράσει η αδελφή του Χ. Τρικούπη Σοφία και έμεναν με τον Τρικούπη πριν γίνει πρωθυπουργός. Το κληροδότησε στην ανιψιά της. Αργότερα το αγόρασε ο ζωγράφος Νίκος Κυπραίος και δυστυχώς ο δήμος ετοιμάζεται να το γκρεμίσει-όπως και μεγάλο τμήμα της περιοχής
Μαρτυρία α`
Ιωάννης Κωττής, ετών 89, κάτοικος Ρουφ.
"Αρχικά μέναμε στη Λεωνίδου και μετά στη Γαργηττίων με νοίκι, σε αυλή που είχε πολλά δωμάτια. Πέντε - έξι οικογένειες μέναμε στην ίδια αυλή, που είχε και πηγάδι. Κάθε οικογένεια είχε ένα δωμάτιο. Το αποχωρητήριο ήτανε ένα για όλους, στην αυλή. Ετσι, λοιπόν, περιμέναμε στην ουρά.
Μετά ο πατέρας μου αγόρασε οικόπεδο Ορφέως και Αχνιαδών και έχτισε το σπίτι μας και το μαγαζί μας, αλλά επειδή έχασε στο κραχ του 1928 τα μισά του λεφτά, έχτισε το σπίτι με πλίθρες".
Μαρτυρία β`
Χαρίκλεια Τζωρτζάτου - Κωττή, ετών 76, κάτοικος Ρουφ.
"Στα παιδικά μου χρόνια, μέναμε στην Ιερά Οδό, δίπλα στη Λαχαναγορά. Το σπίτι μας ήτανε διώροφο. Στο ισόγειο, ήτανε το βενζινάδικο του Κουρέτη. Στον α` όροφο, μέναμε δύο οικογένειες, σε δύο διπλανά διαμερίσματα. Η οικογένεια η δική μας και του Κουρέτη.
Η πόρτα της εισόδου ήταν ξύλινη. Ανεβαίναμε στο σπίτι μας από μια ξύλινη σκάλα με κουπαστή. Στο κατέβασμα, εγώ και οι αδελφές μου Λίνα, Γεωργία, και Πηγή κάναμε στην κουπαστή τσουλήθρα. Δεν κατεβαίναμε από τα σκαλιά.
Είχαμε και δύο κατσικούλες, τη Φλώρα και τη Μαριάνθη, που τις είχαμε δεμένες στην αυλή μας, πίσω από το βενζινάδικο.
Τις Κυριακές, ο πατέρας μου, Χρίστος Τζωρτζάτος, έπινε τον καφέ του στο καφενείο του Ευαγγελάτου. Ολοι οι Κεφαλλονίτες, εκεί πηγαίνανε. Μετά το καφενείο, πριν έρθει στο σπίτι, μας αγόραζε στριφτές χρωματιστές καραμελίτσες, όχι μόνο για μένα και για τις αδελφές μου, αλλά και για τις κατσικούλες μας"».
πηγή
Χαρακτηριστική αυλή δεκαετίας '50, Ρουφ

Οδός Μαρίκας Κοτοπούλη (πρώην Ίωνος)

$
0
0
29/7/2012

Οδός μαρίκας κοτοπούλη [πρώην ίωνος], ομόνοια. η ταμπέλα στην πριν ξηλωθεί έλεγε "χαμάμ-λουτρά φοίνιξ, turkish baths". είχε κι άλλη μία πάνω απ' το δεξί παράθυρο που έλεγε ''ανδρικαί κομμώσεις παπαγιαννόπουλος''. μέχρι πρόσφατα είχε κι ένα τεράστιο πλεϊμομπίλ.
γράφει ο γιώργος ιωάννου στο βιβλίο του "ομόνοια 1980": ''απέναντι απ' τα πεζούλια και ανάμεσα στο γκρεμισμένο "κοσμοπολίτ", βρίσκονται τα λουτρά 'φοίνιξ', που περιέργως -καθόλου 'περιέργως', αλλά τέλος πάντων- έχουν ακόμα πελάτες. με είχε φέρει εδωπέρα το 1955 ένας πολύ γνωστός σήμερα συγγραφέας, συνομήλικός μου. δεν είχαμε τότε μπάνια στα σπίτια μας, εγώ άλλωστε ήμουν φιλοξενούμενος...". σηκώνοντας το κεφάλι μέσα στο προαύλιο των παλιών λουτρών βλέπεις αυτά.

ΠΗΓΗ

Εν Αθήναις....η Μπρίλη

$
0
0




Αυτή η φουκαριάρα ήταν χρόνια στο καλντερίμι για το μεροκάματο.
Δεν έβγαζες και νόημα με αυτά που έλεγε ήταν πειραγμένο το μυαλό της
από την σύφιλη όπως έλεγαν.
Θέριζε και στην Κατοχή και μετά αυτή η αρρώστεια....
Περηφανευότανε η Μπρίλη (με αυτό το όνομα κυκλοφορούσε) 
ότι είχε δουλέψει και σε καλό οίκο ανοχής....
"....ήταν το καλύτερο μπουρδέλο της Αθήνας..." έλεγε για να δώσει έμφαση
στο "βιογραφικό" της.
Μεγάλη σε ηλικία την πρόλαβα να σουλατσάρει στο Κέντρο χωρίς δόντια με ζάρες ... βαμμένη και ντυμένη με ρούχα που της έδιναν ...
να καλημερίζει τους εμπόρους...να λικνίζεται και εκείνοι
να την πειράζουν αλλά και να της δίνουν και κάτι.
Την αγαπούσαν....την λυπόντουσαν....
Oι καλλυντικατζήδες της έδιναν κανένα κραγιονάκι ...καμμία πούδρα...
είχε και ένα πλαστικό μπουκαλάκι που της το γέμιζαν χύμα κολώνια....
Ένας χρηματιστής πλήρωνε ένα μαγερειό στην Αριστείδου για να πηγαίνει
να τρώει το μεσημέρι....
Και εκείνη ζούσε στον δικό της κόσμο....
Έμενε όπου εύρισκε σε κανένα ακατοίκητο και είχε κάμποσα πίσω από το Μοναστηράκι.
Αξέχαστες και οι πλάκες που έκανε στους μαγαζάτορες....
Όταν την έδιωχνε κάποιος καθότανε απ΄έξω και τον έκραζε....
"....θυμάσε τότε που με έπαιρνες στο πατάρι...ού να μου χαθείς....τότε ήμουνα καλή...το ξέρει η γυναίκα σου;"
Χαμός ...γέλια....
Δεν υπήρχε μέρα που να μην την αναζητούν στην Αγορά....ανησυχούσαν όταν
αργούσε να φανεί.
Στην Ομόνοια πείραζε τους νεαρούς πολιτσμάνους....εκείνοι δεν την γνώριζαν
και κάποιες φορές την πήγαιναν στο Τμήμα....ο Αξιωματικός Υπηρεσίας
χαμογελούσε και την έδιωχνε.
Κάποτε  χάθηκε από την Αγορά....κανένας δεν έμαθε τι απέγινε.

πίσω στα παλιά

Συνεχίζεται ο έλεγχος στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ για το έλλειμμα!

Αυτό που ζητάς

Της Ομόνοιας οι τύποι

$
0
0



Πόσο φτώχυνες Αθήνα, πόσο φτώχυνες
που `χασες τα ωραία εκείνα χρώματα του χτες.
Έπηξες στη λιμουζίνα, Ευρώπη έγινες, 
κι όμως φτώχυνες Αθήνα, όμως φτώχυνες.

Πού `ναι εκείνοι οι παπατζήδες
σκέτοι αρουραίοι, 
της Ομόνοιας οι τύποι
γραφικοί κι ωραίοι, 
οι απάχηδες κι οι μόρτες
του Μεταξουργείου, 
γλαφυρές κι όμορφες νότες
του περιθωρίου;

Πού `ν’ της πιάτσας τα μαμούνια
της μαγκιάς καμάρια, 
μπότες με ψηλά τακούνια
και σφιχτά ζωνάρια, 
κρυφοσπίτια με "μαμάδες"
και με θυγατέρες, 
τα καφέ αμάν κι οι μάχες
για τις μπιραριέρες;

Πόσο φτώχυνες Αθήνα, πόσο φτώχυνες

Πού `ναι εκείνοι οι ραχατλήδες
μες στους καφενέδες, 
από το πρωί ως το βράδυ
δέκα ναργιλέδες, 
της οδού Αθηνάς οι ατσίδες
που βγάζαν λαβράκι
με φακή τρεις δαχτυλήθρες
κι ένα τραπεζάκι;

Πού `ν’ οι κλασικές κοκότες
με τουπέ και γλύκα, 
μέχρι το σαγόνι βέλο
κι ένα μέτρο πίπα, 
ο βαρύς με το μπεγλέρι
και γυρτό τον ώμο
κι η τροτέζα που χωριάτες
ψώνιζε στο δρόμο;

Πόσο φτώχυνες Αθήνα, πόσο φτώχυνες

πηγή

Η κυρία Κούλα

$
0
0

 Μένης Κουμανταρέας (απόσπασμα)


Συνήθως η στάση της Ομόνοιας τους έβρισκε καθισμένους αντικρυστά, της γυναίκας τα γόνατα τοποθετημένα λοξά, μόλις να εξέχουν από τη φούστα τα πόδια του νεαρού ανοιχτά με φαρδιά μπατζάκια, όπως ήταν της μόδας. Εκείνη κρατούσε, πού και πού, κανένα δέμα αγορασμένο από την Ερμού, εκείνος μόνιμα το ντοσιεδάκι.
Τον πρώτο καιρό δεν έβγαζαν λέξη. Ούτε τα καθιερωμένα «συγγνώμην», όταν ο νεαρός σηκωνόταν για να κατέβει στη Νέα Ιωνία. Περιορίζονταν στο να ρίχνουν φευγαλέες ματιές˚ τα πόδια της γυναίκας, το πρόσωπο του νεαρού˚ τα μάτια της μιας, το στόμα του άλλου. Κοίταζαν όπως οι επισκέπτες τα ζώα μέσα απ' τα κάγκελα στους ζωολογικούς κήπους. Καθόλου όμως αδιάκριτα, ούτε με επιμονή. Μόνο κάτι σαν διάλειμμα ανάμεσα στις υπόγειες στοές. Δικαιολογούσες αυτές τις ματιές από την έλλειψη ενός φυσικού τοπίου. Μα και όταν ακόμα, από το σταθμό της Αττικής, το τραίνο έβγαινε στον ανοιχτό χώρο, οι δυο συνταξιδιώτες εξακολουθούσαν να κοιτάζονται. Έμεναν απορροφημένοι, χωρίς τη ντροπή πού χωρίζει τ' ανθρώπινα βλέμματα και χωρίς τις στερήσεις που επιβάλλει η καλή αγωγή. Ακουμπούσαν, είναι η αλήθεια, όχι τόσο στα μάτια — κάτι που κούραζε, όπως κουράζει η συνεχής θέα τ' ουρανού — όσο περιδιάβαζαν ο ένας στο δέρμα του άλλου, περνώντας από τους ανοικτούς πόρους, τα μπιμπίκια, τις ελιές, χίλια περιστατικά που πλούτιζαν και χαρακτήριζαν τα πρόσωπά τους. Κάπου-κάπου, η γυναίκα έμοιαζε να συνέρχεται από μια ύπνωση, χαμήλωνε τα μάτια κι έμενε να κοιτάζει τα χέρια της, που για μόνο στολίδι είχαν τη βέρα. Γρήγορα όμως άφηνε πάλι τον εαυτό της ελεύθερο. Πιο πολύ κι απ' τον ίδιο το νεαρό, έμοιαζε να κοιτάζει κάπου πίσω απ' αυτόν, χαμένη μες στην αχλή πού σχημάτιζε ή λάμψη των μαλλιών του. Έμοιαζαν και των δυονών τα βλέμματα να είναι μια αμοιβαία ξεκούραση, μια ανάπαυλα της μέρας που τελείωνε και της νύχτας που ερχόταν.
Με την ίδια φυσικότητα άρχισαν να μιλάν. Στην αρχή έλεγαν τα βασικά˚ «καλησπέρα», «καληνύχτα». Έπειτα άρχισαν να ξανοίγονται σε φρασούλες, όπως «ο καιρός κρύωσε» ή «σήμερα έχει πολύ κόσμο». Όταν η γυναίκα φαινόταν φορτωμένη, ο νέος προθυμοποιόταν να της κρατήσει κάποιο δέμα ή όταν τα χαρτιά από το ντοσιεδάκι του νεαρού ξεχείλιζαν, η κυρία τα έπαιρνε, τα ταχτοποιούσε, με χέρια που έμοιαζαν εξαιρετικά ανάλαφρα και στέρεα, επιστρέφοντάς του τα μ' ένα δειλό χαμόγελο σα να του έλεγε, «αύριο πάλι εδώ θα 'μαστε». Από την αρχή είχαν δώσει την εντύπωση μιας οικειότητας και μιας τεράστιας ακρίβειας σ' αυτό που έμοιαζε να 'ναι το ραντεβού τους. Τώρα πια χαμογελούσε ό ένας στον άλλον και συνεννοούνταν μ' ένα κούνημα του κεφαλιού. Το βλέμμα εκεινού κρεμασμένο επάνω της, ήταν σαν κάτι να περίμενε απ' αυτήν, το δικό της, γαλήνιο και κάπως θλιμμένο, έμοιαζε το βλέμμα μιας γυναίκας στερημένης γιό. Δίπλα τους, γύρω τους — άντρες, γυναίκες, στρίγκλικα παιδιά — ήταν σα να μην υπήρχαν. Όλοι μια μάζα, ένας πολτός. Συνέβαινε όπως όταν ταξιδεύεις μ' ένα φίλο στενό ή πρόσωπο αγαπημένο. Τότε η συνείδηση του κόσμου σβήνει γύρω σου, για να επιστρέψει βασανιστικότερη τη στιγμή που ξαναμένεις μόνος.
Έτσι συνέβαινε και μ' αυτούς τους δύο. Θαρρούσες πως η διαδρομή ήταν μια πρόφαση. Όσο το ταξίδι διαρκούσε — αυτά τα είκοσι λεπτά — έμεναν αφοσιωμένοι μεταξύ τους, μ' ένα γαλήνιο απαύγασμα στο πρόσωπο που δημιουργεί η συντροφικότητα κι η αρμονική επαφή με τον άλλον. Αντίθετα, μόλις ο νέος σηκωνόταν, αδέξια κάπως συμμαζεύοντας τσιγάρα και ντοσιέ, το πρόσωπο της γυναίκας έπαιρνε μια παγωμένη ουδετερότητα. Μα κι ο νεαρός, περιμένοντας ωσότου ανοίξει η πόρτα, είχε ένα ύφος αδιάφορο που ερχόταν σ' αντίθεση μ' εκείνο που ήταν λίγο πριν. Τις στιγμές εκείνες έμεναν πετρωμένοι κι ανέκφραστοι καθισμένη η γυναίκα, όρθιος ο νεαρός. Έπειτα, καθώς το τραίνο άφηνε τη Νέα Ιωνία, η διαδρομή συνεχίζονταν μονότονα ως την Κηφισιά, οπότε κατέβαινε κι εκείνη.
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>