Παπαγεωργίου Βασίλης |
Ητανε ένα σπίτι, στο Αιγάλεω, τρώγλη, θα μπορούσε να το πει κανείς, έτσι, όπως βρισκότανε σ' ένα χωματόδρομο, δίχως παντζούρια, με σπασμένα τζάμια και μ' ένα αυλάκι, με βρώμικα νερά, από τον υπόνομο που χυνότανε εκεί.Κουδούνι δεν είχε στην είσοδο. Από μια ξύλινη πόρτα, ετοιμόρροπη, μπαίνανε οι ένοικοι στα δυο μοναδικά δωμάτια. Μόλις πέρναγε κάποιος την είσοδο, έκανε προς τα πίσω, από μια οσμή από γιαχνί πατάτες ή στιφάδο, που πλημμύριζε, μόνιμα αυτήν την κατοικία. Στο ένα δωμάτιο, έμενε ο Σαράντος, άεργος οικοδόμος, με τη σύζυγό του Κατερίνα και τα τέσσερα μικρά παιδιά τους. Στο διάδρομο είχε βάλει ένα ξύλινο κρεβάτι, ο φοιτητής της φιλολογίας Θράσος και στο άλλο δωμάτιο ζούσανε έξι Ρωσίδες μετανάστριες που κατοικούσανε όλες μαζί, για να μοιράζονται το ενοίκιο και κοιμόντουσαν στο δάπεδο.
-- Ναταλία Πέτροβνα, είπε η Ταμάρα Βασίλιεβνα, στη συγκάτοικό της, που κοιμότανε δίπλα της σαν πτώμα, παζάλουιστα, ντα'ι' μνιε στιχατβαρένια πα μαρίνε τσβετάιβοι ι πραϊζβιτζένια Πούσκινα (Ναταλία Πέτροβνα, δος μου τα ποιήματα της Μαρίνας Τσβετάπεβα και τα έργα του Πούσκιν).
Η Ναταλία Πέτροβνα ξύπνησε, έχωσε τα χέρια της κάτω από την κουβέρτα, που χρησίμευε σαν μαξιλάρι και έδωσε τα βιβλία στην Ταμάρα Βασίλιεβνα. Η Ταμάρα Βασίλιεβνα ξεφύλλισε τη συλλογή και είπε στη Ναταλία:
-- Κοίταξε εδώ είναι το ποίημα της Τσβετάπεβα με το στίχο «Στο μεγάλο και εύθυμο Παρίσι».
-- Θα μπορέσουμε κάποτε να επισκεφτούμε τη γαλλική πρωτεύουσα;
-- Δεν ξέρω, Ταμάρα, είπε η Ναταλία. Εγώ ονειρεύομαι, πάντα, τη ρωσική στέπα και το βόρειο σέλας που μαρμαίρει στον πολικό κύκλο.
-- Κορίτσια, είπε η Κατερίνα, περνώντας στο δωμάτιο, πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε; Δεν έχω, με τι να ταΐσω τα παιδάκια μου. Ο σύζυγός μου είναι άεργος εργάτης. Με τα δανεικά που παίρνω, δεν έχω να αγοράσω λίγο κρέας, λίγη κρέμα. Το ψωμί και γάλα, που τα δίνω, δεν είναι αρκετά, για να τα θρέψουμε και φοβάμαι, να μην αρρωστήσουνε από τον υποσιτισμό.
-- Καλή μου, Κατερίνα , είπε η Ταμάρα, σε νιώθω πλέρια. Εχω και εγώ παιδιά στη Ρωσία, και πού να βρω χρήματα να τα στείλω. Η Κατερίνα βγήκε από το δωμάτιο σκουπίζοντας τα μάτια της, από τα δάκρυα και η Ταμάρα ψιθύριζε γογγύζοντας στο αυτί της Ναταλίας:
-- Βρίσκομαι σε απόγνωση, σκέφτομαι να γίνω σαν τη Σόνια Μαρμελάντοβα, την ηρωίδα του Ντοστογιέφσκι, στο μυθιστόρημά του «Εγκλημα και τιμωρία» (1)
-- Εχω ελάχιστα χρήματα, είπε η Ναταλία, ίσα-ίσα για να αγοράσουμε υλικά, για να βράσουμε μια σούπα μπορς.
Η Κατερίνα, στο άλλο δωμάτιο, άρχισε να μπαλώνει το κάτω εσώρουχο του συζύγου της και βγήκε στο διάδρομο, για να πει στο Θράσο:
-- Θράσο, εσύ είσαι κοπέλι. Η μητέρα σου έμεινε έγκυος σε σένα, πριν παντρευτεί τον πατέρα σου. Ο Θράσος, έμεινε σαν αποσβολωμένος, καθώς την έβλεπε να μπαλώνει το κάτω εσώρουχο του άντρα της και μετά ξέσπασε σε κάτι αναφιλητά και γοερά κλάματα.
-- Τώρα, πρέπει να τηγανίσω το γαύρο, που μου φέρανε οι γειτόνισσες, μουρμούριζε η Κατερίνα, σέρνοντας τα πόδια της, προς το πενιχρό κουζινάκι, που είχε δυο τηγάνια, μια χύτρα και μια γκαζιέρα, που λειτουργούσε με πετρέλαιο.
-- Ελάτε, παιδάκια μου, να σας ταΐσω με γαύρο και ψωμί, είπε η Κατερίνα, όταν τέλειωσε το τηγάνισμα. Ελάτε, να σας μπουκώσω, με ό,τι φθηνότερο υπάρχει.
Καθώς τα τάιζε, είπε στα δυο κοριτσάκια από τα τέσσερα παιδιά της:
-- Κοιτάξτε, εσείς οι μικρότερες σαν μεγαλώσετε και μιλάτε με αγόρια, να μην τα κοιτάζετε στα μάτια και τα κάνετε να σκέφτονται με πονηριά.
Ερχότανε η νύχτα. Ξαπλώσανε όλοι μαζί κατάχαμα, επειδή δεν είχανε κρεβάτια. Σύντομα, τα παιδιά αποκοιμηθήκανε. Μονάχα, το ένα από τα δυο κοριτσάκια, τη Ματίνα, που ήτανε λίγο κουτσή από τη γέννησή της και τραύλιζε, δεν την πήρε ο ύπνος.
-- Να αποκτήσουμε ένα παιδί ακόμη, ψιθύριζε ο Σαράντος, στο αυτί της Κατερίνας. Και θα το μεγαλώσουμε ας είμαστε φτωχοί.
-- Προσοχή!, να μην καταλάβουνε τα παιδιά!, είπε με φόβο η Κατερίνα.
-- Αυτά κοιμούνται, μουρμούριζε πάλι ο Σαράντος.
Ενα κλάμα σιγηλό, βαθύ, όλο παράπονο, όλο σπαραγμό, από τα έγκατα της παιδικής της ψυχής, συντάραξε το στήθος της Ματίνας, καθώς αντιλήφτηκε τους γονείς της. Εκλαιγε σιωπηλά, καυτά δάκρυα τρέχανε, σα σταγόνες βροχής από τα μάτια της και οι γονείς της δε καταλάβανε τίποτε. Η μικρή Ματίνα σηκώθηκε δίχως να την αντιληφθεί κανείς και γλίστρησε έξω από το σπίτι. Ο διεστραμμένος που πέρναγε στο δρόμο, τη χτύπησε στο κεφάλι, τη ζάλισε και ασέλγησε επάνω της. Η Ματίνα συνήλθε μετά από λίγη ώρα και πέρασε πάλι στο δωμάτιο. Ξημέρωσε. Εξω από το σπίτι, έφτασε ο Ανέστης, ένας φίλος του Σαράντου, με το μηχανάκι. Οι ένοικοι είχανε ξυπνήσει.
-- Τι αίμα είναι αυτό που τρέχει ανάμεσα στα πόδια της μικρής; ρώτησε ο Σαράντος.
-- Είναι από τον ανώμαλο, που τον βάλανε τα κόμματα της δεξιάς! Φώναξε ο Ανέστης με οργή. Εγώ είμαι κομμουνιστής και ξέρω ότι τα αστικά κόμματα έχουνε στρατολογήσει όλους τους διεστραμμένους για να ατιμάζουνε τα παιδιά των αριστερών. Ετσι κάνανε και με τον Εμμανουηλίδη, στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο Εμμανουηλίδης ήτανε παιδεραστής γνωστός σε όλους και τον διορίσανε επόπτη σε παιδική κατασκήνωση, για να διαφθείρει τα ανήλικα βλαστάρια των κομμουνιστών. Μια κραυγή τους διέκοψε. Από το διπλανό δωμάτιο πέρασε η Ρωσίδα Ναταλία, για να τους πει:
-- Τρέξτε! Η Ταμάρα αυτοκτόνησε! Κρεμάστηκε.
Ορμήσανε όλοι στο άλλο δωμάτιο. Από έναν κρίκο, που έτυχε να βρίσκεται στο ταβάνι, από ένα σκοινί, κρεμότανε το κορμάκι της Ταμάρας. Πάνω στο δάπεδο ήτανε χυμένα, ρεβύθια, φακές, φασόλια - Θλιβερά σύμβολα μιας μίζερης ζωής. Και μετά; Υστερα έβρεξε, έβρεξε, και το νερό που έβγαινε από τον υπόνομο έγινε λιγότερο θολό.
(1) Σόνια Μαρμελάντοβα, φτωχή Ρωσίδα, που εκπορνεύτηκε για να μπορέσει να βρει χρήματα, για τον αλκοολικό πατέρα της.