Αν ρωτήσεις τον σύγχρονο Αθηναίο πού είναι ο Ιλισός ποταμός, πιθανόν να μη γνωρίζει αφού από το 1960 καλύφθηκε πλήρως (οι εργασίες είχαν ξεκινήσει επί Μεταξά) και δεν φαίνεται πλέον. Στα χρόνια της Παλιάς Αθήνας όμως, ήταν το σπουδαιότερο σε σημασία ποτάμι και ακολουθούσε ο Κηφισός.
Ο Ιλισός ή Ιλισσός πηγάζει από τις πλαγιές του Υμηττού, διασχίζει τα νοτιοανατολικά σύνορα της παλιάς πόλης και εκείνα τα χρόνια ενωνόταν με τον Κηφισό, ενώ σήμερα ακολουθεί δική του πορεία μέχρι τον φαληρικό όρμο. Μπορούμε εύκολα να παρακολουθήσουμε την πορεία του μέσα από τις σύγχρονες Μιχαλακοπούλου, Βασιλέως Κωνσταντίνου και Καλλιρόης (ονομασία της γνωστής, από την αρχαιότητα, πηγής κοντά στο σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, που έδινε το πιο κρυστάλλινο πόσιμο νερό)…
Το τμήμα του Ιλισού που θα μας απασχολήσει στο σημείωμά μας αυτό, είναι η περιοχή από το ύψος του Παγκρατίου μέχρι το ύψος του Φιξ. Εδώ έγιναν σημαντικά, για την καθημερινή ζωή των προγόνων μας, γεγονότα και εκδηλώσεις.
Ήδη από τα χρόνια του Όθωνα (1834-1862), η δεύτερη μεγάλη γιορτή της Αθήνας μετά τις Αποκριές, ήταν τα Κούλουμα. Το μεγάλο πανηγύρι της Καθαράς Δευτέρας εορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στους «Στύλους του Ολυμπίου Διός».
«Μασκαράδες και πολίται
Στης Κολώνες να βρεθήτε»
Με αυτή τη διαλάληση οι ντελάληδες της Αθήνας προσκαλούσαν τους «πανηγυριστάς» στους «Στύλους του Ολυμπίου Διός». Και εκείνοι ανταποκρίνονταν με μεγάλο ενθουσιασμό. Ας δούμε πρώτα πώς γινόντουσαν οι προετοιμασίες και ακολούθως, πώς γιορταζόταν η αρχή της Σαρακοστής.
«Ήτο θέαμα εκ των σπανιωτέρων η το πρωί της Δευτέρας όψις της αγοράς. Ουδέποτε τόσος κόσμος επυκνώθη υπό τας ετοιμορρόπους των οψοπωλείων εκεί στέγας και τους λασπώδεις στενούς διαδρόμους. Οι συνήθως δι'υπηρετών οψωνίζοντες το κρέας, τους γάλους, το κυνήγι και τας οπώρας των, ενόμισαν ότι ώφειλον αυτοπροσώπως να εκλέξουν της πίναις, της καλόγνωμαις, το χταπόδι, το χαβιάρι και της λαγάναις των.
»Πωληταί και αγορασταί ήσαν χθες ηδελφωμένοι. Συμφωνίαι σχεδόν δεν εγίνοντο. Αι φωναί δε των πωλούντων τα χάβαρα (σ.σ.χαβιάρι) αντήχουν από μακράν ως ιαχαί ή ως ευοί! στρατού μαχομένου. Η όψις των θαλασσινών, μυριζόντων την παρθένον ευωδίαν των, τοις έδιδε μοναδικήν όψιν.
»Τα παντοπωλεία ήσαν αρειμανιώτατα περιβεβλημένα. Όλος ο Παρνασσός τα είχε στεφανώσει. Ουδέποτε τόσαι δάφναι εκόσμησαν τα Φάρσαλα. Δεν επρόφθαινον οι παντοπώλαι να ζυγίζουν, να δίδουν, να εκτιμούν, να λογαριάζουν. Υφίστατο τακτική πολιορκία, δι'ην εδέησε να προσκαλέσουν και επικούρους δυνάμεις…
»Αι παρέαι ενέσκηπτον μαζύ συντεταγμέναι και ήκουες πλέον τα συμβούλιά των:
_Να πάρουμε και 'μύγδαλα
_Όχι φθάνουν τα πορτοκάλια
_Μωρέ η ρετσίνα ταραμά σηκόνει και τίποτ'άλλο!
»Και οι αρτοπώλαι αυτοί, οι καθ'όλας τας γαστρονομικάς ώρας του έτους διατηρούντες μονοτονίαν ανεμομύλου, είχον προχθές την ποίησίν των. Επώλουν αφράτας, μαλακάς, ολίγον λιψάς λαγάνας, ήτοι κυρίαι μου, πήταις, έθιμον και αυτό της Καθαράς Δευτέρας».
(1880, "Μη χάνεσαι")
Όλα τα καλά…
Πρωί-πρωί της Καθαράς Δευτέρας οι εορτασταί ή πανηγυρισταί, όπως αποκαλούνταν, ξεκινούσαν με τα πόδια απ’όλα τα σημεία της πόλης, «συν γυναιξί και τέκνοις», για να βρεθούν στις «Κολώνες». Οι πιο πολλοί περνούσαν μέσα από την Πύλη του Αδριανού, την παλιά Καμαρόπορτα ή πόρτα της Βασιλοπούλας των πρώτων Οθωνικών χρόνων.
Οι μικροπωλητές είχαν πιάσει εντωμεταξύ όλα τα επίμαχα πόστα, περιμένοντας χρυσές δουλειές με τα καλούδια που είχαν κουβαλήσει: κρητικά πορτοκάλια, χουρμάδες, φουντούκια, φιστίκια, στραγάλια, παστέλια, ζαχαρωμένους κοκορίκους, τον μελένιο το χαλβά που τον έκοβαν με το σκεπαρνάκι, ελιές, ταραμάδες, θαλασσινά, αχινούς, μύδια, στρείδια, κρεμμύδια, σκόρδα, λαγάνες, κρασιά, καρύδια, σύκα, χαϊμαλιά, σουτζούκια, σταφίδες, κυδωνόπαστα, κουλούρια με σουσάμι.
Άλλοι με τη στάμνα στον ώμο πουλούσαν «κρυονέρι απ’ του παπά τ’ αμπέλι», σε συνδυασμό μ’ένα γλυκό λουκουμάκι…
«Εδώ είναι το κρύο, μια πενταρούλα δύο
Εδώ είναι το μπούζι... γλυκό σαν το καρπούζι
Πάρτε, παιδιά, να πιήτε... πάρτε να δροσιστήτε»
Φυσικά, όλα αυτά αγοράζονταν ως έξτρα, διότι κάθε οικογένεια ερχόταν οργανωμένη με τις δικές της προμήθειες. Η βελέντζα στρωνόταν στο χώμα και τα καλάθια άνοιγαν στη μέση, γεμάτα νηστίσιμες λιχουδιές. Όλοι έτρωγαν με τα δάχτυλα, η μια παρέα κολλητά στην άλλη. Τα αστεία και τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν, ενώ οι νεαρότεροι χόρευαν ακατάπαυστα, κυρίως τσάμικο.
Νωρίς το απόγευμα, το σκηνικό έμοιαζε με πεδίο μετά τη μάχη. Πολλοί οι μεθυσμένοι. Άλλοι κοιμόντουσαν ξαπλωμένοι στα χόρτα μ’ένα μαντίλι στο πρόσωπο για τον ήλιο. Τα δουλικά έτρεχαν με τους στρατιώτες-«ξαδερφάκια». Οι φωνές και τα τραγούδια, οι γκάιντες και τα νταούλια αντηχούσαν όλο και λιγότερο. Νύχτωνε νωρίς. Σε λίγο ο χώρος άδειαζε…
Στα καφωδεία του «Βατραχονησιού»
Βρισκόμαστε στο 1870, στα μέσα της «Ρομαντικής Περιόδου» και ο ζυθοποιός Κάρολος Φιξ θα ανοίξει την πρώτη μεγάλη μπιραρία της Παλιάς Αθήνας στις πλαγιές του Αρδηττού, κοντά στο σημερινό Στάδιο. Θα την ονομάσει «Μετς» επηρεασμένος από τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο, που ήταν εκείνη την εποχή σε εξέλιξη. Η μπιραρία αυτή θα ζωντανέψει την γύρω περιοχή, αφού θα προσελκύσει μέτοικους από τη Τζιά, οι οποίοι θα δημιουργήσουν μια μικρή συνοικία. Σε λίγο δεν θ’αργήσουν να έρθουν και τα πρώτα καφενεία, οι εξοχικές ταβέρνες και οι μπιραρίες.
Λίγο πιο κάτω ο Ιλισός «άνοιγε» και δημιουργείτο μια γραφική καταπράσινη νησίδα, το «Βατραχονήσι», γεμάτο βατράχια, τα οποία με τα κοάσματα τους έκαναν παρέα στις νοικοκυρές που κατέβαιναν τα πρωινά με τη μπουγάδα τους.
Το ειδυλλιακό σκηνικό και κυρίως το «ερημικό» της περιοχής προσήλκυσε «επιχειρηματίες της νύχτας» που ίδρυσαν από το 1871 έως το 1873 τα καφωδεία «Άντρον των Νυμφών», «Ιλισσίδες Μούσαι» και «Παράδεισος». Εδώ λοιπόν λειτούργησαν τα πρώτα καφωδεία της Παλιάς Αθήνας που οι πιο συντηρητικοί τα χαρακτήριζαν σαν κέντρα διαφθοράς, «μάστιγξ ολεθρία όπου από της δύσεως του ηλίου μέχρι βαθείας νυκτός, το άνθεμον της αθηναϊκής κοινωνίας πάσης ηλικίας και τάξεως και παντός γένους και φύλου, εκζητούσιν ίασιν των πόνων αυτών εις τας μολπάς και τα άσματα των ηδυφώνων και καλλισφύρων αυλητρίδων και ορχηστρίδων εκ Βοεμίας, Γαλλίας και Ιταλίας».
Επηρεασμένα απόλυτα από το δυτικό τρόπο διασκέδασης και κυρίως το γαλλικό, τα καφέ-σαντάν, προπομπός των επιθεωρήσεων που θα συναντήσουμε στην Belle Époque και την περίοδο του Μεσοπολέμου, προσέφεραν χορό, ελαφρά τραγούδια κι ένα υποτυπώδες flair σατιρικού θεάτρου. Η όλη ατμόσφαιρα οδηγούσε γρήγορα σε μεγάλο κέφι και το «πρόγραμμα» ξεστράτιζε εντελώς σε αναιδέστατα και σκανδαλώδη νούμερα, που οι εισαγόμενες «σαντέζες» (από τη γαλλική λέξη chanson δηλαδή τραγούδι) προσέφεραν γενναιόδωρα.
Το πλήθος, περισσότερο αντρικό και λιγότερο γυναικείο, παραληρούσε με τα σκέρτσα τα οποία έκαναν οι «αλήτιδες τούμπλες», παρατσούκλι που τους κόλλησαν από την επωδό μιας επιτυχίας τους.
«Οι άντροι είνε όλοι ανήμερα τιρία
Ιφτίς μετά το γκάμο σού σκίζουν την καρντία Κι’ ακόμα κάτι τι...
Κι’ αν κάνει ο συντζικό σου σ’ άλλες γλυκά ματάκια
Το βράντυ που κοιμάται κόψε του τα μουστάκια Κι’ ακόμα κάτι τι...»
«Οι νέοι τέρπονταν ακούγοντας τα γαλλικά και ιταλικά τραγούδια και καταφλέγονταν, βλέποντας τις σταχιές κνήμες των χορευτριών, οι οποίες σε ορισμένες στιγμές ύψωναν τους πόδας τόσον υψηλά, ώστε επαρουσίαζον απόκρυφα θέλγητρα, τα οποία ο τότε συρμός τα απέκρυπτεν επιμελέστατα και η εμφάνισις των οποίων ηδύνατο να προκαλέση δημόσιον σκάνδαλον και την αστυνομικήν επέμβασιν».
»Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, ανθοπώληδες πουλούσαν μικρές ανθοδέσμες, καλαίσθητα δεμένες με δαντέλες, αντάξιες του επιπέδου των καλλιτέχνιδων, τις οποίες οι πλέον ερωτύλοι έραιναν ακατάπαυστα. Το θέαμα των «σαντέζων» που χύνονταν στο τέλος της παράστασης ανάμεσα στους πελάτες με δίσκους στα χέρια, με σκέρτσα και κουνήματα γεμάτα υποσχέσεις, καθώς και γλυκόλογα, πρέπει να ήταν μοναδικό. Εδώ, ο πελάτης καλούνταν να προσφέρει «ελεύθερα» τη συνδρομή του. Οι τσι-μπιές και τα χάδια έπεφταν βροχή, όπως φυσικά και οι συνδρομές. Ως λογικό επακόλουθο, «απολέσθησαν εν βραχεί διαστήματι χρόνου μεγάλαι περιουσίαι»!
Στα «Παντρεμενάδικα» με τα κοριτσάκια τους
Το επάνω μέρος της συνοικίας του «Μετς», με την ωραία θέα προς την Ακρόπολη και τη θάλασσα, ήταν αγαπημένος τόπος των «άτακτων» ζευγαριών, που εύρισκαν ερωτικό καταφύγιο στο καταπράσινο τοπίο ή σε κάποια απόμερα ξύλινα παραπήγματα εκεί γύρω. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα έγινε στην περιοχή ο «γάμος του αιώνα». Ο ογδοντάχρονος μπάρμπα-Γιάννης Μαρίνος εν μέσω γενικής αποθέωσης παντρεύτηκε, μετά από 50χρονη πολιορκία, την 75χρονη «καλή» του!
Τα πιο πάνω «σοβαρά» γεγονότα οδήγησαν τους διαρκώς χαριτολογούντας Αθηναίους να ονομάσουν το μέρος «Παντρεμενάδικα». Η περιοχή δεν άργησε να καθιερωθεί, όχι μόνο σαν «Κέντρο Ακολασίας» αλλά και σαν νυφοπάζαρο πρώτης!
Αργότερα, ο Βασίλης Τσιτσάνης σε στίχους Γιώργου Πετροπουλέα, άφησε σε μας τους νεότερους τον «ύμνο» της περιοχής:
«Τα λεν Παντρεμενάδικα, γιατί έχει κοριτσάκια,
που σαν περάσεις και τα δεις σε βάζουν σε μεράκια,
Στο Βύρωνα, στη γέφυρα κι εκεί στον Άγιο Γιώργη,
είναι το νυφοπάζαρο που το ζηλεύουν όλοι,
Το πώς κι εγώ μπερδεύτηκα στο νου μου δεν το βάζω
και παντρεμένος βρέθηκα, χωρίς να καταλάβω».
Ευρηματικές, «ολυμπιακές» επενδύσεις
Το 1896 με τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, η περιοχή αναβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο. Μπροστά στο Στάδιο, με χρήματα του Ευάγγελου Ζάππα, φτιάχτηκε μια λαμπρή γέφυρα με δύο τόξα. Την όλη παράσταση «έκλεβε» ένα τεράστιο κυκλικό κτίσμα με θόλο: το «Πανόραμα». Επρόκειτο για έναν εκθετήριο χώρο, όπου ο επισκέπτης για πρώτη φορά μπορούσε μέσα από κούκλες-ομοιώματα, φωτογραφίες και άλλες σκηνικές παρουσιάσεις να βιώσει επίκαιρες εικόνες, θέματα και πρόσωπα της ευρωπαϊκής ζωής και ιστορίας.
Οι εφημερίδες θριαμβολογούσαν: «[...] απεριγράπτου μεγάλης αριστοτεχνικής, εξόχου, θαυμασίας, δαιμονίας τέχνης έργον», έγραφαν, ενώ παρότρυναν τους Αθηναίους: «Πηγαίνετε να το είδετε και είπατέ μας... περί του απεριγράπτου, του μοναδικού εν τη Ανατολή, του σπανίου εν τη Ευρώπη Πανοράματος του Σταδίου. Και αν όχι δύο και τρεις δραχμάς που θα δώση κανείς διά να εισέλθη, αλλ’ 102 και 103 του αξίζουν. Θαύμα και τίποτε ολιγώτερον, σας βεβαιούμεν». Το «θαύμα» έστησε ένας ευρηματικός επιχειρηματίας, που αξιοποίησε επιχειρηματικά όλη την αυξημένη κίνηση των Αγώνων του 1896 και μάλιστα, μπροστά στην πόρτα του τόπου διεξαγωγής τους!
Δεν ήταν βέβαια το «Πανόραμα» η μοναδική ατραξιόν για τους Αθηναίους. Λίγο πιο κάτω, στην αρχή της Συγγρού, έδινε καθημερινά τις παραστάσεις του, ιδιαίτερα στις αρχές του Μεσοπολέμου (1910), ο μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης Μολλάς. Στη Συγγρού δημιουργείτο κυκλοφοριακό κομφούζιο, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναρωτιόντουσαν τι γύρευαν εκεί τόσες πολυτελείς άμαξες.
Πιο κάτω στη Συγγρού, άλλο κυκλοφοριακό κομφούζιο. Το εργοστάσιο του Φιξ φόρτωνε στα κάρα, αργότερα στα φορτηγά και τις μοτοσυκλέτες,
τη θαυμάσια μπίρα και τον πολύτιμο πάγο του.