Στο ουζερί των τότε συνεταίρων Γενίτσαρη και Παπαϊωάννου στα Καμίνια του Πειραιώς (οδός Χίου). Στη φωτογραφία Ο Γενίτσαρης αριστερά με τον μπαγλαμά και ο Παπαϊωάννου όρθιος μπροστά απ’ το παράθυρο με το δίσκο στα χέρια και την πετσέτα στον ώμο |
Αντίσταση, πείνα και σαλταδορισμός
Απόκτημα της κατοχικής πείνας ήταν ο σαλταδορισμός. Μαζεύονταν μια ομάδα ατόμων και στήνανε σε πόστα και μόλις πέρναγε το γερμανικό αμάξι γεμάτο πράγματα κάποιοι απ' αυτούς πηδάγανε (σαλτάρανε) πάνω στην καρότσα και πετάγανε τα πράγματα κάτω όπου οι υπόλοιποι τα μάζευαν. Το κομμάτι του Μιχάλη Γενίτσαρη «Σαλταδόρος» «φωτογραφίζει» το «φαινόμενο» του σαλταδορισμού.
Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε, /
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μα εγώ πάντα βολεύομαι, γιατί τήνε σαλτάρω /
σε κάν' αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω.
Βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε, /
γιατί έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε.
Σάλτσα, ρίξε τη ρεζέρβα, κάνε ντου και σήκω φεύγα.
Οι Γερμανοί μας κυνηγούν, μα εμείς δεν τους ακούμε /
εμείς θα τη σαλτάρουμε μέχρι να σκοτωθούμε.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης στο πάλκο (1956) |
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε συνθέσει ένα χασαποσέρβικο με τίτλο «Βάρκα γιαλό». Το κομμάτι αυτό δε βγήκε σε δίσκο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έτσι έγινε το «μοντέλο» πάνω στο οποίο γράφτηκαν οι στίχοι για την Ελ Ντάμπα. Το τραγουδούσαν στην Ελ Ντάμπα οι χιλιάδες όμηροι ΕΑΜικοί που έπιασαν οι Αγγλοι και τους μετέφεραν από την Αθήνα στην Ελ Ντάμπα, με σκοπό να εκβιάσουν (και με αυτόν τον τρόπο) το ΕΑΜ να δεχτεί τους όρους τους και να κάμψουν την αντίσταση του λαού.
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα - βάρκα γιαλό
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα / όλο το ταξίδι... τσάμπα - βάρκα γιαλό
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα /
και μας βάλανε μια στάμπα - βάρκα γιαλό.
Μια άλλη παραλλαγή που τραγουδάγανε τότε:
Θα σας πω μια ιστορία - βάρκα γιαλό
Θα σας πω μια ιστορία/ από την αιχμαλωσία
Αχ να σε χαρώ - βάρκα γιαλό
Κάποια μέρα του πολέμου - βάρκα γιαλό
Κάποια μέρα του πολέμου /
Δεν το πίστευα ποτέ μου
Αχ να σε χαρώ - βάρκα γιαλό
Οι εγγλέζοι μας κυκλώσαν /
με τα τανκς και μας τσακώσαν
Στ' αυτοκίνητα μας βάλαν /
Και την πίστη μας εβγάλαν
Στο «Φαληρικόν» το 1961. Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Ρίτα Σακελλαρίου, Ρία Κούρτη, Πόλυ Πάνου, Καραμπεσίνης, Διονυσίου, Μαργαρώνης, Κοινούσης, Καρμανιόλας |
Μας επήραν τα ρολόγια /Με το ξύλο με τα λόγια
Στο Γουδί και στο Χασάνι /
Κι από κει για το λιμάνι
Μας εφέραν στην Ελ Ντάμπα /
Και στην πλάτη μας μια στάμπα
Μας εδίνανε φιστίκια /
Που 'τανε για τα κατσίκια
Μας εδίναν στη δεκάδα /
Πέντε δράμια μαρμελάδα
Μας εδίναν και μια στάλα /
Συμπεπυκνωμένο γάλα
Δεν ξεχάσαν οι εγγλέζοι /
Το ελληνικό τραπέζι
Και μας δίναν τακτικά /
Και μπιζέλια αρακά
Δεν το θέλουμε το γάλα /
Ούτε και τη μαρμελάδα
Θέλουμε να πάμε μόνο /
Πίσω στη γλυκιά Ελλάδα
Πίσω σα γυρίσουμε /
ΕΑΜ θε να ψηφίσουμε
Ζήτω ο Λαϊκός Στρατός /
Ζήτω και το ΚΚΕ
Εμφύλιος, στρατοδικεία, εκτελέσεις...
Τον Ιούλιο του 1946 αρχίζουν να λειτουργούν τα έκτακτα στρατοδικεία και γίνονται οι πρώτες εκτελέσεις κομμουνιστών και αριστερών. Μαστιγώματα, κελιά, ξερονήσια και σκλαβιά, δολοφονίες και εκτελέσεις. Οπαδός και τροφοδότης του ΕΛΑΣ ο Απόστολος Καλδάρας θα μελοποιήσει τότε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», που συμβολίζει όλη αυτή την εποχή:
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, /το σκοτάδι είναι βαθύ.
Η «Τετράς του Πειραιώς», Μάρκος Βαμβακάρης, Ανέστης Δελιάς, Γιώργος Μπάτης και Στράτος Παγιουμιτζής. Αφισάκι του 1933 στο μπαρ «ΜΑΡΚΟΣ» στα Ασπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς |
Κι όμως ένα παλικάρι, / δε μπορεί να κοιμηθεί.Αραγε τι περιμένει, / όλη νύχτα ως το πρωί,
στο στενό το παραθύρι, / που φωτίζει με κερί.
Πόρτα κλείνει, πόρτα ανοίγει, / με βαρύ αναστεναγμό.
Ας μπορούσα να μαντέψω, / της καρδιάς του τον καημό.
Πριν το τέλος του 1948 ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας έχει μια σειρά νίκες που δίνουν θάρρος και ελπίδες στο λαό. Επιτίθεται σε πόλεις και κωμοπόλεις με αποκορύφωμα την κατάληψη της Καρδίτσας. Εκείνο ακριβώς τον καιρό ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το«Κάνε υπομονή»:
Μην απελπίζεσαι και δεν θ΄ αργήσει/ κοντά σου θα 'ρθει μια χαραυγή.
Καινούργια αγάπη να σου ζητήσει / κάνε λιγάκι υπομονή
Διώξε τα σύννεφα απ' την καρδιά σου / και με το κλάμα μην ξαγρυπνάς.
Τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου, / θα 'ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς!
Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει / κι ο έρωτάς σας θ΄ αναστηθεί.
Καινούργια αγάπη θα ξαναζήσει, / κάνε λιγάκι υπομονή.
Εκ πρώτης όψεως μοιάζει με ερωτικό κομμάτι. Μια πρώτη ένδειξη για την πολιτική του σημασία είναι η απαγόρευσή του που επαναλαμβανόταν απ' την αστυνομία μέχρι και μετά το τέλος του εμφυλίου. Οριστική απόδειξη για την πολιτική σημασία του τραγουδιού είναι οι δηλώσεις του Τσιτσάνη όπου λέει πως λόγω της λογοκρισίας αναγκαζόταν να βάζει αλληγορικά λόγια στα τραγούδια του.
Ο Μπάμπης Μπακάλης συνθέτει το «Συρματοπλέγματα βαριά» σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Τραγούδι με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Η σημαντική λέξη εδώ είναι τα «συρματοπλέγματα» που αμέσως μας φέρνει στο μυαλό φυλακές, τόπους εξορίας, στρατόπεδα κι όλα τα μέρη εγκλεισμού και καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που αφθονούσαν τότε στην Ελλάδα. Με τα λόγια «κουράγιο, δόλια μου καρδιά, τα συρματοπλέγματα να σπάσεις», θα μπορούσε να μιλά ο φυλακισμένος αγωνιστής:
Κυριαζής, Καλδάρας, Αφρούλα, Μπιθικώτσης στη «Ζούγκλα» αρχές του '50 |
Συρματοπλέγματα βαριά/ ζώνουν την δόλια μου καρδιά.Κουράγιο δόλια μου καρδιά, τα σύρματα να σπάσεις,
κι αν η ζωή σε πρόδωσε, το θάρρος σου μη χάσεις.
Τόσο φαρμάκι βρε ζωή, πού θέλεις να το βάλω;
Ξεχείλισαν τα σπλάχνα μου και δεν χωράει άλλο...
Παλεύω σαν το ναυαγό στη μαύρη καταιγίδα,
το χάρο με τα μάτια μου πολλές φορές τον είδα.
Χούντα. Βασανιστήρια, αντίσταση
Λίγο μετά τη δικτατορία κυκλοφορεί το τραγούδι «Της γερακίνας γιος» των Βασίλη Τσιτσάνη και του ποιητή Κώστα Βίρβου. Ενα από τα σημαντικότερα κομμάτια της σύγχρονης μουσικής ιστορίας μας, εμπνευσμένο από τα βασανιστήρια τόσων και τόσων αγωνιστών στο ΕΑΤ - ΕΣΑ.
Ούτε στρώμα να πλαγιάσω,/ ούτε φως για να διαβάσω
το γλυκό σου γράμμα, ωχ, μανούλα μου
Καλοκαίρι κι είναι κρύο/ ένα μέτρο επί δύο
είναι το κελί μου, ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός, /είμαι της γερακίνας γιος
Τι κι αν μ' ανοίγουνε πληγές/εγώ αντέχω τις φωτιές
Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις
Ενα ρούχο ματωμένο/ στρώνω για να ξαποσταίνω
στο υγρό τσιμέντο, ωχ, μανούλα μου
Στο κελί το διπλανό μου/ φέραν κάποιον σύντροφό μου
Κερομύτης, Μαγνίσαλης, Μπέλου, Μάρκος, Σαμιώτης (όρθιος) στη Ν. Φιλεδέλφεια αρχές του '50 |
πόσο θα τραβήξει, ωχ, μανούλα μου Μα εγώ δε ζω γονατιστός...Στη δεκαετία του '60 και του '70, η ισορροπία τέχνης και εμπορίου, χάρη στην οποία άκμασε το Λαϊκό Τραγούδι, ανατράπηκε υπέρ του εμπορίου και σε βάρος της Τέχνης. Κι έτσι, ολοκληρώθηκε η καλλιτεχνική πορεία αυτού του είδους.
Στράτος Παγιουμτζής, ο ποιητής και στιχουργός Κώστας Βίρβος, ο Ζαμπέτας κι άλλοι τρεις φίλοι αρχές του '50 |
Ο Παπαϊωάννου φαντάρος με τον οργανοποιό Ζοζέφ στον Πειραιά το 1940 |
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Αργύρης Βαμβακάρης, ο Στράτος ο Τεμπέλης κι ο Θανάσης Μπάτης (με το μπαγλαμαδάκι) το 1949 |
Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ
ΠΗΓΕΣ: Νέαρχος Γεωργιάδης: «Ρεμπέτικο και Πολιτική», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»