↧
Ο φίλος ο Τάκης από την Αγγλία έχει κέφια....
↧
Παλιές αποκριάτικες διαφημίσεις
↧
↧
Γιώργος Μιχαλακόπουλος: «Η εποχή μας έπρεπε να ονομάζεται “Η δημοκρατία του σουτιέν”»
Ο ηθοποιός που ποτέ δεν ξέπεσε στην εκποίηση της τέχνης του και που ανήκει σε μια γενιά πολιτικής συνειδητοποίησης και έντονης δράσης, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος που πιστεύει ακόμη πως η ουσία της ζωής ενός ηθοποιού είναι ο «ασκητισμός» μιλά για την Ελλάδα του σήμερα.
«Δεν είμαι πολίτης της πολυθρόνας, της παντόφλας και της καρό κουβέρτας.
Ο μόνος τρόπος να οξυγονώνω το μυαλό μου είναι η επαφή με την πραγματικότητα» και προσθέτει: «Η δικιά μου η γενιά πέρασε μέσα από αλλεπάλληλες δυσκολίες. Κάθε τόσο ο κύκλος της ιστορίας μας έριχνε κι από μια σφαλιάρα. Και ξανά προς τη δόξα τραβάγαμε…».
Ο ίδιος επισημαίνει πως το 1940 ο εχθρός ήταν απέναντι, γνώριζες ποιος είναι κι από πού έρχεται, ενώ τώρα εξηγεί: «Τώρα δεν τον ξέρω τον εχθρό. Δεν γνωρίζω πού βρίσκεται και από πού με πολεμάει. Είναι εμπρός μου; Είναι πλάι μου; Πίσω μου; Μήπως είμαι εγώ ο ίδιος; Τερατώδες».
Ο Έλληνας που έκανε το Όσκαρ του χερούλι της τουαλέτας του
Ο σπουδαίος ηθοποιός αναφέρει πως στην εποχή μας δεν υπάρχουν μεγέθη όπως ο Κουν, ο Χατζηδάκις, ο Τσαρούχης και χαρακτηριστικά περιγράφει την εξής ιστορία:
«Ο Βασίλης Φωτόπουλος, ο οποίος κέρδισε το όσκαρ σκηνογραφίας το ’64 στην ταινία του Κακογιάννη «Ζορμπάς ο Έλληνας», είχε τοποθετήσει το συγκεκριμένο αγαλματίδιο ως χερούλι της αλυσίδας που κρεμόταν από το καζανάκι της τουαλέτας, λέγοντας “Αυτή είναι η σωστή του χρήση”».
Τέλος, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος μ΄ένα τίτλο χαρακτηρίζει τους καιρούς που ζούμε. Ποιος είναι αυτός;«Η δημοκρατία του σουτιέν» και προσθέτει: «Βλέπω αυτό το διαφημιστικό που για τον εφαρμοστό στηθόδεσμο που παίζεται τριακόσιες φορές την ημέρα στην τηλεόραση. Έχουμε μάθει τα πάντα για την υποστήριξη μαστών. Λες και το πρόβλημα δεν είναι το πεσμένο ηθικό, αλλά το πεσμένο στήθος».
Πηγή: Real Life
↧
Aπό το 1961 είχε να βρέξει τόσο πολύ στην Αθήνα
Η σημερινή πλημμύρα που έπληξε την Αττική συγκρίνεται με εκείνη του 1961 αλλά και με εκείνη του 1977 από τους ειδικούς.
Την τελευταία θεομηνία του 1961 και '77 κατέγραψε σε εργασία του το 2009 ο Ιωάννης Φλώρος, στο πλαίσιο μεταπτυχιακού προγράμματος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Στις 6 Νοεμβρίου 1961 αταγράφηκε η μεγαλύτερη καταστροφή στην Αττική με χαλαζόπτωση μεγέθους καρυδιού επί δέκα συνεχόμενες ώρες. Τα καιρικά φαινόμενα ήταν εξαιρετικά έντονα και προκάλεσαν ανυπολόγιστες καταστροφές που θα μπορούσαν να συγκριθούν με αυτές ενός τυφώνα, καθώς σημειώθηκαν και καταστροφές του εδάφους. Σαράντα τέσσερις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, 300 τραυματίστηκαν και 3.700 άνθρωποι έμειναν άστεγοι, καθώς πλημμύρισαν περισσότερα από 4.000 σπίτια.
Οι έντονες και ακατάπαυστες βροχές οδήγησαν στην υπερχείλιση του Κηφισού. Χείμαρροι νερού που προέρχονταν από την Πάρνηθα έπιασαν τον κόσμο κυριολεκτικά στον ύπνο, αφού η πανίσχυρη νεροποντή ξέσπασε στις 11:30 το βράδυ και μέσα σε μια ώρα μετατράπηκε σε θύελλα που ισοπέδωσε τα πάντα στο πέρασμά της. Το νερό έφτασε σε ύψος τα δύο μέτρα στην Πειραιώς, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της πρωτεύουσας είχε μετατραπεί σε λιμνοθάλασσα.
2 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1977
Η δεύτερη μεγαλύτερη θεομηνία όλων των εποχών έγινε στις 2 Νοεμβρίου 1977, κράτησε μιάμιση ώρα και έπληξε πολλές περιοχές του λεκανοπεδίου. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι το Αιγάλεω και το Μοσχάτο κηρύχθηκαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Συνολικά πλημμύρισαν 1.924 υπόγεια, παρασύρθηκαν 172 αυτοκίνητα και καταστράφηκε το 15% των δρόμων. Ο αριθμός των θυμάτων έφτασε τα 37.
Η δεύτερη μεγαλύτερη θεομηνία όλων των εποχών έγινε στις 2 Νοεμβρίου 1977, κράτησε μιάμιση ώρα και έπληξε πολλές περιοχές του λεκανοπεδίου. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι το Αιγάλεω και το Μοσχάτο κηρύχθηκαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Συνολικά πλημμύρισαν 1.924 υπόγεια, παρασύρθηκαν 172 αυτοκίνητα και καταστράφηκε το 15% των δρόμων. Ο αριθμός των θυμάτων έφτασε τα 37.
πηγή
↧
Ο "Τρομοκράτης" των επωνύμων - "Σερίφης" του Κολωνακίου φεύγει παραπονεμένος...
Αρχιφύλακας Παναγιώτης Νικολαΐδης. Ο φόβος και ο… τρόμος των επωνύμων στο Κολωνάκι. Όμως τον έμαθαν και τον σέβονται. Γνωστός και ως «Σερίφης».Που όταν παρεμπόδιζεται η κυκλοφορία από κάποιο ΙΧΕ που έχει σταθμεύσει παράνομα, δεν διστάζει να κόψει κλήση, είτε ο οδηγός του ήταν υπουργός, είτε κάποια ξανθομαλλούσα… αοιδός. Αρκετά δημοσιεύματα, που ανέφεραν ότι «τρομοκρατούσε το Κολωνάκι», μάλλον τον αδικούν. Αφού δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το καθήκον του. Μπορεί
βέβαια να έχει κόψει κλήση στη μισή showbiz, σύμφωνα με τα πάντα υπερβολικά δημοσιεύματα, αλλά πάντα αντιμετώπιζε τους οδηγούς με απόλυτη ευγένεια και διακριτικότητα. Πρόσφατα, κατελήφθη από το όριο ηλικίας και αποστρατεύτηκε.
Έφυγε όμως με το παράπονο, ότι το αρχηγείο αγνόησε εντελώς τους Αρχιφύλακες μη ανακριτικούς υπαλλήλους και δεν τους έδωσε μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας, μια βαθμολογική εξέλιξη ως κίνητρο και ηθική ικανοποίηση, προκειμένου να παραμείνουν περισσότερο στο Σώμα.
Τους έδωσε μεν το δικαίωμα να ανανεώνουν την παραμονή τους κάθε χρόνο, έως την ηλικία των 60 ετών αλλά χωρίς κίνητρο. Και ο ίδιος, αναρωτιέται: «Με τι κουράγιο θα δουλέψει ένας αρχιφύλακας όταν είναι στον ίδιο βαθμό επί 17 χρόνια, όπως εγώ».
Ο «σερίφης» της Τροχαίας Αθηνών, μπορεί πλέον να έχει τεθεί σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία, όμως σίγουρα πολλοί νεώτεροι συνάδελφοί του, θα ήθελαν να του μοιάσουν στο ήθος και τον επαγγελματισμό τους.
Να σημειώσουμε, ότι μπορεί ο πατήρ να αποστρατεύτηκε αλλά στην Τροχαία Αθηνών, υπηρετεί ο υιός Νικολαΐδης, που είναι μάλιστα νεαρός Υπαστυνόμος και τελειόφοιτος της Ιατρικής Σχολής.
Σύγχρονη Αστυνομία
βέβαια να έχει κόψει κλήση στη μισή showbiz, σύμφωνα με τα πάντα υπερβολικά δημοσιεύματα, αλλά πάντα αντιμετώπιζε τους οδηγούς με απόλυτη ευγένεια και διακριτικότητα. Πρόσφατα, κατελήφθη από το όριο ηλικίας και αποστρατεύτηκε.
Έφυγε όμως με το παράπονο, ότι το αρχηγείο αγνόησε εντελώς τους Αρχιφύλακες μη ανακριτικούς υπαλλήλους και δεν τους έδωσε μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας, μια βαθμολογική εξέλιξη ως κίνητρο και ηθική ικανοποίηση, προκειμένου να παραμείνουν περισσότερο στο Σώμα.
Τους έδωσε μεν το δικαίωμα να ανανεώνουν την παραμονή τους κάθε χρόνο, έως την ηλικία των 60 ετών αλλά χωρίς κίνητρο. Και ο ίδιος, αναρωτιέται: «Με τι κουράγιο θα δουλέψει ένας αρχιφύλακας όταν είναι στον ίδιο βαθμό επί 17 χρόνια, όπως εγώ».
Ο «σερίφης» της Τροχαίας Αθηνών, μπορεί πλέον να έχει τεθεί σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία, όμως σίγουρα πολλοί νεώτεροι συνάδελφοί του, θα ήθελαν να του μοιάσουν στο ήθος και τον επαγγελματισμό τους.
Να σημειώσουμε, ότι μπορεί ο πατήρ να αποστρατεύτηκε αλλά στην Τροχαία Αθηνών, υπηρετεί ο υιός Νικολαΐδης, που είναι μάλιστα νεαρός Υπαστυνόμος και τελειόφοιτος της Ιατρικής Σχολής.
Σύγχρονη Αστυνομία
↧
↧
Αιθέρια ύπαρξη....
↧
Η Παλιά Αθήνα ζεί ακόμα
του Γιώργου Κόκουβα
Από μακριά ακούγεται ο ήχος του ακορντεόν. Βγαίνεις στο μπαλκόνι, και βλέπεις τους πλανόδιους μουσικούς με τα ακορντεόν και κυρίες να πετούν νομίσματα από τα μπαλκόνια. Περπατάς στην Ερμού, και δίπλα από τις πολυεθνικές και τους περαστικούς hipsters, στέκεται μια λατέρνα που βγάζει νοσταλγικές νότες. Ανάμεσα στα hip café στο Μοναστηράκι, δεκάδες παλαιοπωλεία αραδιάζουν αναμνήσεις.
Ένα μωσαϊκό παρόντος και παρελθόντος. Αυτό είναι η Αθήνα: Ψηφίδες από παλιές εποχές έρχονται να κάνουν αντίθεση, να μας εκπλήξουν ευχάριστα και τελικά να παντρευτούν με τις εικόνες του σήμερα. Ποιος μπορεί να πει όχι, άλλωστε, σε λίγη νοσταλγία; Εμείς πάντως όχι, γι’ αυτό φροντίσαμε να εντοπίσουμε τα αντικείμενα, τα κτίρια, τις καθημερινές συνήθειες και τις εικόνες από την παλιά Αθήνα, που επιβιώνουν μέχρι και τις μέρες μας. Κοιτάξτε γύρω σας, θα τις βρείτε παντού.
*Οι δρόμοι με τις νεραντζιές
Προφανώς κάποια «τάση» λίγες δεκαετίες πριν, επέβαλε στον Δήμο των Αθηναίων να δενδροφυτεύσει τις περισσότερες από τις πιο όμορφες και παραδοσιακές γειτονιές της πόλης με νεραντζιές. Και να τις κάνει ακόμη πιο όμορφες. Η Άνοιξη που τις στολίζει με τα ανθάκια και την χαρακτηριστική ευωδία μπορεί να μετατρέψει έναν μουντό δρόμο σε όαση. Εξαιρούνται τα δέντρα του κέντρου, που φέτος «ρημάχτηκαν» από τις δημοτικές αρχές για να αποφευχθούν οι ρίψεις των καρπών τους στους πολιτικούς. Προφανώς οι τελευταίοι δεν αγαπούν όσο εμείς την Άνοιξη.
*Τα νεοκλασικά κτίρια
Είναι εκείνα τα κτίσματα του Τσίλλερ που ο πολιτογραφημένος Έλληνας αρχιτέκτονας σκόρπισε απλόχερα στην πόλη. Είναι τα Μουσεία, η Τριλογία της Πανεπιστημίου, τα αρχοντικά της Πλάκας και τα νεοκλασικά του Μεταξουργείου, που ξεχωρίζουν σαν την μύγα μες στο γάλα από τα εκτρώματα του δικτατορικού μπετόν. Είναι εκείνα τα κτίρια που είδαμε να κοσμούν τους «πρωτόγονους» δρόμους της πρωτεύουσας στο φωτογραφικό μας αφιέρωμα στην παλιά Αθήνα. Και θα κάναμε πολλά για να εξασφαλίσουμε ένα τέτοιο για να μείνουμε.
*Η Λατέρνα
Είναι ρετρό, είναι ξεπερασμένη, είναι συνώνυμη της υπερβολής και της διακοσμητικής πληθωρικότητας, είναι ελαφρώς «ξεκούρδιστη» από την κλισέ τουριστική της χρήση, αλλά είναι πάντα η λατέρνα. Εκείνη που αγαπήσαμε στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, και συνδυάσαμε με το φιλότιμο, την φτώχεια, και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι – και όλα τα παραπάνω βρίσκονται στο DNA μας.
*Τα θερινά σινεμά
Η μπομπίνα ξετυλίγεται και στο δροσερό καλοκαιρινό αεράκι κάνουν την εμφάνισή τους στο πανί εικόνες από κλασικό ή σύγχρονο κινηματογράφο. Οι παλιές αγαπημένες καρέκλες, το κουτάκι της μπύρας, το γλυκό του κουταλιού μετατρέπουν την προβολή σε μυσταγωγία νοσταλγικού ντελίριο. Δεν ήταν άλλωστε μόνο η θέα στην Ακρόπολη που συντέλεσε στο να ψηφιστεί το Σινέ Θησείον ο καλύτερος κινηματογράφος του κόσμου.
*Παλαιοπωλεία
Αν βρεθεί κανείς Σάββατο μεσημέρι στην πλατεία Αβησσυνίας, δύσκολα θα μπορέσει να βρει κάτι που να του θυμίσει ότι βρίσκεται στον 21ο αιώνα. «Ρολόγια και σπαθιά, φορεσιές και αντίκες, πολυθρόνες, δραχμές και κιτρινισμένες αφίσες, καθρέφτες και ξεκούρδιστα βιολιά, σκονισμένοι πίνακες και αγάλματα θεοτήτων, προπολεμικά ραδιόφωνα, δίσκοι βινυλίου και κόμικς του Καρλ Μπαρκς». Κάπως έτσι ξεκινούσε το δημοσίευμά μας, προϊόν της βόλτας μας στους παραδείσους αναμνήσεων του Μοναστηρακίου. Αλλά επειδή, μία εικόνα, χίλιες αναμνήσεις, δείτε και το φωτογραφικό κομμάτι του δημοσιεύματος εδώ.
*Ακορντεόν στους δρόμους
Είναι Σάββατο πρωί. Ή και μεσημέρι – το Σάββατο αυτές οι έννοιες συνήθως ταυτίζονται. Μια περίεργη φασαρία σε ξυπνάει. Κι εκεί που σηκώνεσαι σκουντουφλώντας για να δεις από το μπαλκόνι ποιος ηλίθιος σε ξυπνά μία από τις λίγες μέρες που μπορείς να κοιμηθείς όσο θέλεις, βλέπεις έναν συμπαθέστατο γεράκο με ακορντεόν να περνά από την γειτονιά. Και τα νεύρα γίνονται χαμόγελο, όσο οι ηλικιωμένες γειτόνισσες ρίχνουν τα πενηντάλεπτα από τα παράθυρα. Κι αν δεν παίζει το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», πετάς κι εσύ το κατιτίς σου, και το Σαββατοκύριακό σου αρχίζει με τον καλύτερο τρόπο.
*Καφενεία με μωσαϊκά
Βρίσκονται ανάμεσά μας. Συγκεκριμένα ανάμεσα στα πιο σύγχρονα στέκια της πόλης, γράφοντας την δική τους ιστορία, σε ένα παράλληλο, πιο χαριτωμένο, πιο παραδοσιακό, πιο χαλαρό σύμπαν. Όπως αυτό που κρύβεται στα περίτεχνα πατώματα του Δημήτρη Πικιώνη στην «Ωραία Ελλάς», ή στα μωσαϊκά που δόξασε η Άλκηστη Πρωτοψάλτη στον Άδωνι, ή στο πάτωμα «σκακιέρα» στο τεϊοποτείον οι Στροφές στην Βικτώρια. Συνοδεύονται απαραιτήτως με ελληνικό καφέ στη χόβολη και χάζι στη διακόσμηση και στους υπερήλικες θαμώνες που παίζουν μια το κομπολόι τους και μια τις ζαριές στο τάβλι τους.
*Παραστάσεις με άρωμα παρελθόντος
Δεν ξέρουμε αν το παρατηρήσατε κι εσείς, αλλά το παρελθόν έγινε μόδα. Ίσως γιατί σε κάθε δύσκολη περίοδο της Ιστορίας, επιστρέφουμε στην θαλπωρή των αναμνήσεων και των πιο ανέμελων εποχών. Αυτό έκαναν και οι περισσότεροι θίασοι της Αθήνας την τελευταία σεζόν, προσφέροντάς μας την ευκαιρία να ξανασυναντήσουμε την Μάντρα του Αττίκ («Αναζητώντας τον Αττίκ»), τον αθηναϊκό Μεσοπόλεμο («Μεσοπόλεμος» από τον θίασο Κανιγκούντα), το «Έκτο Πάτωμα» (διασκευή Άννα Παναγιωτοπούλου), την μεταπολεμική "Αυλή των Θαυμάτων" (του Ιάκωβου Καμπανέλλη) και πολλές ακόμη εκπλήξεις θεατρικής και μουσικής βουτιάς στο παρελθόν. Εμείς το είχαμε κάνει ήδη, στο σχετικό μας αφιέρωμα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου – δείτε το εδώ.
*Ο σαλεπιτζής της γειτονιάς
Εντάξει, πλέον καμία γειτονιά δεν έχει τον σαλεπιτζή της, αλλά το χαρακτηριστικό ρόφημα με το εξίσου χαρακτηριστικό μάρκετινγκ (βλ. την μακρόσυρτη ιαχή «Σαλέπιιιι» αλά τελάλης) θα τα συναντήσετε σίγουρα ακόμα κάπου στο ιστορικό κέντρο.
*Μαλλί της γριάς
Και όχι μόνο. Μαλλί της γριάς, πασατέμπο και γλειφιτζούρι-κοκοράκι μπορεί να βρει κανείς ακόμη με μια βόλτα στους πεζόδρομους του Θησείου. Κι αν δεν έχετε μαζί σας παιδί, τότε σίγουρα θα θυμηθείτε το παιδί που ήσασταν κάποτε, και σας επιτρέπουμε να παλιμπαιδίσετε με ένα αφράτο μαλλί της (Αθηναίας) γριάς. Ή να πάρετε ένα πακετάκι πασατέμπο και να περάσετε την ώρα σας σε ένα παγκάκι με θέα.
*Η παλιά γειτονιά
Ή αλλιώς, οι κυρίες της αυλής, που θα συναντήσουμε ακόμα τα καλοκαιριάτικα απογεύματα στα Πετράλωνα ή στο Κουκάκι, να κάθονται στις πλαστικές τους καρέκλες έξω από τις αυλόπορτές τους και να αναλύουν με περισπούδαστο ύφος τα νέα της γειτονιάς κουνώντας τις βεντάλιες τους – πραγματικές αρχόντισσες.
*Οι ρετρό πινακίδες
Αυτές δηλαδή που έμειναν στα λίγα παραδοσιακά μαγαζάκια και τεχνικά εργαστήρια, για να θυμίζουν την εποχή της… καθαρευούσης ή την εποχή που η αθηναϊκή αγορά είχε υποκύψει στην εξωτική γοητεία των ξένων λέξεων και καταλήξεων. Μία μπουτίκ ετοίμων ενδυμάτων σε ένα στενό, ένα «βιβλιοδετείον» στο άλλο, μια ένδειξη «στο βάθος κήπος» με νέον στην γωνία ή ένα «γαλακτοπωλείον» και μια «ΕΒΓΑ» στον διπλανό πεζόδρομο , και είσαι σίγουρος ότι είσαι σε σκηνικό της Φίνος Φιλμς.
*Περνάει ο… αραμπάς
Ο αραμπάς, ο γύφτος, ο καρπουζάς, ο πλανόδιος με το Datsun, ο παλιατζής με το ενοχλητικά καλτ ηχογραφημένο του μήνυμα στον τηλεβόα… Πολλές εκδοχές υπάρχουν για αυτούς που τριγυρνούν ακόμη στους δρόμους της πόλης και διαλαλούν την πραμάτεια τους, αλλά όλοι τους «γεννήθηκαν» και γνώρισαν εποχές δόξας, τότε που πραγματικά όλοι τους περίμεναν να περάσουν για να προμηθευτούν τα ζαρζαβατικά της εβδομάδας ή να ξεφορτωθούν τον βελούδινο καναπέ που του έχουν πεταχτεί οι σούστες.
*Θέατρα και σκιές
Είτε πρόκειται για ιστορικά θέατρα, όπως το Ρεξ, είτε για έναν απλό… μπερντέ που γύριζε στις γειτονιές της Αθήνας, οι παραστάσεις που ανεβαίνουν ακόμη από τα «μυθικά» αυτά θέατρα αξίζουν όχι μόνο για την σκηνοθετική ματιά, αλλά και για το περιβάλλον και την όλη διαδικασία που φωνάζει από μακριά «Ιστορία».
*Τα μπαχαρικά της Ευριπίδου
Ένα μικρό παζάρι διεξάγεται κάθε μέρα στους πολύχρωμους δρόμους του κέντρου. Η Ευριπίδου δεσπόζει ανάμεσά τους, χάρη στις μυρωδιές από τα μπαχαρικά και τις εκατοντάδες κόσμου που συρρέουν για «χάζι» και δημιουργούν ατμόσφαιρα πολίτικου Grand Bazaar, σε έναν δρόμο που ελκύει τους μερακλήδες, τις καλές νοικοκυράδες και τους παλιούς Αθηναίους που μαζεύονται για το καθημερινό… μπλα μπλα.
*Τα παραδοσιακά μαγειρεία
Δεν βρίσκεται πολύ μακριά από το παραπάνω σκηνικό ο «Παπανδρέου» στη Βαρβάκειο, που βγάζει κάθε μέρα απ’ το «τσουκάλι» το πιο λαχταριστό και ξακουστό φαγητό της αγοράς. Στα Εξάρχεια, τον ανταγωνίζεται ο μπαρμπα-Γιάννης. Στα Πετράλωνα, ο Οικονόμου. Στο παλαιό Φάληρο, η Παληά Φάβα. Αλλά στην καρδιά μας –και στο στομάχι μας- είναι όλοι ίσοι και πεντανόστιμοι, και οι ταβέρνες τους, να τις πιεις στο παραδοσιακό κρασοπότηρο.
*Ο μπαρμπέρης
Όπου «κουρείον» και μάλαμα. Οι μπαρμπέρηδες των παλιών εποχών υπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας, και πολλοί εξ ημών τους ξαναθυμόμαστε τώρα που η οικονομική δυσπραγία βάζει λουκέτο στα hair salons των 50€ ανά ψαλιδιά. Κάπως έτσι, ξαναθυμόμαστε το παραδοσιακό άσπρο σακάκι τους, τις ρετρό ταμπέλες τους, και φυσικά, γινόμαστε και πάλι αυτόπτες μάρτυρες του πατροπαράδοτου ξυρίσματος και της αρωματικής… σφαλιάρας.
*Οι παλιοπαρέες της πλατείας
Κάποιες συνήθειες δεν πεθαίνουν ποτέ. Όπως αυτή των συνταξιούχων να σκοτώνουν τα πρωινά και τα απογεύματά τους στις πλατείες, επιδιδόμενοι σε εκτενείς πολιτικές συζητήσεις, απολαυστικό χιούμορ ή… γκρίνια για την έξαλλη νεολαία που περνά. Εκεί δημιουργούνται ακόμη τα πηγαδάκια και ξεχωρίζουν οι opinion leaders που παίζουν την πολιτική στα δάχτυλα, επηρεάζοντας τους γύρω τους. Εκεί επίσης, βρίσκονται ακόμη ξέμπαρκες οι ψάθινες καρέκλες, στις οποίες κάθονται με τα κομπολόγια τους και διαβάζουν τις εφημερίδες τους. Όρεξη να έχει κανείς, και να καθίσει να τους κάνει χάζι ή και… μάστερ στην κοινωνιολογία.
↧
Εν Αθήναις...μια βόλτα στην λιακάδα
Με την λιακάδα στο Κέντρο της Αθήνας τα γερόντια έπιασαν στασίδι δίπλα από
την εκκλησία.
Η συζήτηση στο φόρτε ....
Ημέρα πληρωμής συντάξεων και οι κατάρες έδιναν και έπαιρναν.
"....χρωστάτε στην εφορία;" ρώτησα ο αφελής....
"....χα-χα-χα....αυτήν ποιός την χέζει...."
"....και στην εφορία...και στην ΔΕΗ και στον Αλβανό
που έχει το μίνι μάρκετ ...."
Για την απόπειρα απόδρασης του Βλαστού ούτε λέξη....ούτε στα ψιλά....
Στα χοντρομπακάλικα υπήρχε κίνηση....πάντα την ημέρα πληρωμής
της σύνταξης θα δείς ηλικιωμένους να ψωνίζουν με την σέσουλα
όσπρια....
Στην κρεαταγορά τα κόκκαλα για σουπίτσα σε πρώτο πλάνο....παλιά τα αγοράζανε για τον σκύλο.
Οι άστεγοι στην Αιόλου κάθονται στα σκαλιά της εκκλησίας....ευτυχώς
καλυτέρεψε ο καιρός.
Και φρέσκα λουκέτα στα μαγαζιά....δεν σου κάνουν εντύπωση.
Στα παλιά κτίρια που κάποτε στεγάζανε βιοτεχνίες....τα απλωμένα ρούχα των αλλοδαπών στα παράθυρα στεγνώνουν με τον ήλιο.
Μα οι σκούπες της αστυνομίας συνεχίζονται....
Ναι αλλά από 450 προσαγωγές έγιναν 19 συλλήψεις που σημαίνει ότι οι άδειες
παραμονής εξακολουθούν να δίδονται στην "εύπορη" αυτή Χώρα.
Στο Μοναστηράκι μια νεανική ομάδα τουριστών....επιτέλους μια ευχάριστη νότα.
Πίσω στα παλιά
↧
Ισόβια στον "φτερωτό γιατρό".....για υπεξαίρεση
Στην επάνω φωτο ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος με το έπαθλο στο βάθρο.....
Στην κάτω οι φυλακές Διαβατών.....
Δύο σακιά χιλιάρικα κι ένα τσουβάλι
λίρες
αν είχα θα με κοίταζαν, οι λεύτερες,
κι οι χήρες.
Με το χρήμα είσαι μέγας Δον Ζουάν,
γιατί είσαι άλφα μάρκα, δηλαδή Number One.
Λεφτά σαν έχεις μπόλικα και το φυσάει,
η τσέπη,
όλοι σε λένε κύριο ( περάστε κύριε ),
κύριο καθώς πρέπει.
Ναπολέων Ελευθερίου στίχοι
Μουσική Γιώργος Ζαμπέτας
Στην κάτω οι φυλακές Διαβατών.....
Δύο σακιά χιλιάρικα κι ένα τσουβάλι
λίρες
αν είχα θα με κοίταζαν, οι λεύτερες,
κι οι χήρες.
Με το χρήμα είσαι μέγας Δον Ζουάν,
γιατί είσαι άλφα μάρκα, δηλαδή Number One.
Λεφτά σαν έχεις μπόλικα και το φυσάει,
η τσέπη,
όλοι σε λένε κύριο ( περάστε κύριε ),
κύριο καθώς πρέπει.
Ναπολέων Ελευθερίου στίχοι
Μουσική Γιώργος Ζαμπέτας
↧
↧
Έφυγε σαν σήμερα το 1943
Γύριζε
Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια
η Αλήθεια τόπο να σταθή για μια στιγμή δε θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη
κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.
Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα
ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
και οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!
(Κ. Παλαμάς, «Η πολιτεία και η μοναξιά», 1912)
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια
η Αλήθεια τόπο να σταθή για μια στιγμή δε θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη
κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.
Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα
ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
και οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!
(Κ. Παλαμάς, «Η πολιτεία και η μοναξιά», 1912)
↧
Tα 3 Φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού στην Αθήνα.
Αυτό το τραγούδι, γνωστό και ως «Θα πάρω μιά βαρκούλα, καρδούλα μου», τραγουδήθηκε στο Φεστιβάλ από την Μαίρη Λίντα.
Η μεταπολεμική άνοιξη του ελληνικού τραγουδιού.
Η καθιέρωση του θεσμού των Φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού της Αθήνας, εννοείται ελαφρού, αφού τότε το μπουζούκι και γενικώς το λαϊκό τραγούδι ψυχαγωγούσε μόνο καραγωγείς και οπωρολαχανοπώλες της αγοράς του Ρέντη, αποτέλεσε ιδέα του τότε διευθυντού του ΕΙΡ, (Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας), Πύρρου Σπυρομήλιου.
Μέτρησε μόνο τρεις διοργανώσεις, 1959, 1960, 1961, και έσβησε με τον θάνατο του εμπνευστού του παραδίδοντας τη σκυτάλη της οργάνωσης στην Θεσσαλονίκη. Προφανώς ως πολιτιστικό αβαντάρισμα της Διεθνούς Έκθεσης.
Στα τρία αυτά φεστιβάλ εμφανίστηκε όλη η αφρόκρεμα συνθετών και τραγουδιστών παρουσιάζοντας ό,τι εκλεκτότερο τραγούδι γράφτηκε τότε, που παραμένουν ακόμη και σήμερα ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη των παλαιοτέρων, περιτυλιγμένα με τις πολύχρωμες σερπαντίνες της νιότης και της νοσταλγίας τους.
Η εποχή εκείνη υπήρξε η αφετηρία μιάς φρενήρους κούρσας που έφερε το ελληνικό τραγούδι και την ελληνική μουσική σε πολύ υψηλές θέσεις, με αποκορύφωμα το Όσκαρ του Χατζηδάκη γιά τα «Παιδιά του Πειραιά».
Στα δύο πρώτα Φεστιβάλ κυριάρχησε ο Χατζηδάκις κι η Μούσχουρη, του Θεοδωράκη απόντος στο Παρίσι και τυρβάζοντος ακόμη περί την κλασική μουσική.
Το 1959 το βραβείο κατέκτησε το έξοχο «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», με τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία τραγούδησε και το τραγούδι του Μίμη Πλέσσα «Ξέρω κάποιο αστέρι», που ήρθε δεύτερο.
Κατά το 1960, πάλι σάρωσε το δίδυμο Χατζηδάκις – Μούσχουρη με δύο τραγούδια, όχι ιδιαίτατης ποιότητος, γιά τα μέτρα του Χατζηδάκι πάντα, τα οποία μάλιστα ισοψήφισαν στην πρώτη θέση! Το «Κυπαρισσάκι» και το «Τιμωρία».
ο Θεοδωράκης και ο ανταγωνισμός, πέραν του καθαρά καλλιτεχνικού μέρους, πήρε και πολιτικές διαστάσεις. Δεξιά ο ένας, αριστερά ο άλλος! Μάλιστα και η ψηφοφορία έγινε περισσότερο με αυτά, τα τελευταία κριτήρια. Χαρακτηριστικό δείγμα και απόδειξη το εξής.
Η αείμνηστη δημοσιογράφος Ελένη Βλάχου, η οποία μετείχε της επιτροπής, πάνω στη βαβούρα της ψηφοφορίας μπερδεύτηκε και αντί να ψηφίσει το τραγούδι «Κουρασμένο παλικάρι» του Χατζηδάκι, όπως δήλωσε κατόπιν πως ήθελε, (και είχαν συμφωνήσει κάποιοι να στηρίξουν, ώστε να κερδίσει), ψήφισε κατά λάθος το άλλο μετέχον τραγούδι του Χατζηδάκι, τον «Κυρ Αντώνη»!
Και η λανθασμένη ψήφος της απεδείχθη καθοριστική αφού γιά μία ψήφο κέρδισε η «Απαγωγή» του Μίκη, αφήνοντας το «Κουρασμένο παλικάρι», δεύτερο και… κατακουρασμένο!
Αυτό το τραγούδι, γνωστό και ως «Θα πάρω μιά βαρκούλα, καρδούλα μου», τραγουδήθηκε στο Φεστιβάλ από την Μαίρη Λίντα.
Το τελευταίο Φεστιβάλ σημαδεύτηκε κι από ένα άκομψο… «φάουλ» που έκανε
ο Θεοδωράκης στον Χατζηδάκι, το οποίο, με τις μετέπειτα εξηγήσεις που οπωσδήποτε θα εδόθησαν, πιθανόν να αποτέλεσε και την απαρχή της μεγάλης φιλίας και συνεργασίας που συνέδεσε αυτούς τους κορυφαίους της ελληνικής μουσικής. Τον ερωτικό Χατζηδάκι με τον επικό Θεοδωράκη.
Επάνω στον ενθουσιασμό και τη μέθη της νίκης, μετά την απονομή, (όσοι είχαν παρευρεθεί καταλαβαίνουν), αρκετά μεγαλόφωνα ώστε να ακουστεί ευρύτερα, ο Θεοδωράκης απευθυνόμενος σε Μούσχουρη και Χατζηδάκι, είπε, προφανώς χαριτολογώντας:
- Και τώρα Νάνα μου, θα γράψω και τον δικό σας «Επιτάφιο»!
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως τα 8 τραγούδια του μουσικού έργου «Επιτάφιος», σε στίχους Ρίτσου, γράφτηκαν το 1959 και την πρώτη εκτέλεση έκαναν η Μαίρη Λίντα με τον Μανώλη Χιώτη.
Σαν επιμύθιο κρατώ πως η ποιότητα κι η μεγαλοσύνη των ανθρώπων, όταν υπάρχει, ξεπερνά κάθε εμπόδιο αντιπαλότητος, ιδίως τα πολιτικά, και φέρνει την προσέγγιση, την αλληλλοεκτίμηση, τον αλληλοσεβασμό και την αγνή φιλία.
Χατζηδάκις – Θεοδωράκης, ή Θεοδωράκης – Χατζηδάκις. Δυό φίλοι γίγαντες και δυό γίγαντες φίλοι.
↧
Η δική μου Αθήνα
Εξάρχεια, Νέα Σμύρνη, γωνία Αριστοτέλους και Σωκράτους, Πατήσια.
Αρχαιότητες και γκάζια. Μυρωδιές και νέφος. Στέκια και μύθοι.
Οκτώ συντάκτες του «Ταχυδρόμου» γράφουν για την πρωτεύουσα.
Αρχαιότητες και γκάζια. Μυρωδιές και νέφος. Στέκια και μύθοι.
Οκτώ συντάκτες του «Ταχυδρόμου» γράφουν για την πρωτεύουσα.
Αν δεν υπήρχε Ακρόπολη
Νόμιζα ότι το είχε πει ο Ιόλας.
Η Μικέλα με διέψευσε. Το είχε απαιτήσει ο Γιώργος Μακρής, ο ποιητής της παρέας του «Πάλι», που ύστερα πήδηξε από την ταράτσα της πολυκατοικίας του στο Κολωνάκι. Να κατεδαφίσουμε την Ακρόπολη, έλεγε, και στη θέση της να χτίσουμε ένα γυάλινο εμπορικό κέντρο - με ευρύχωρο γκαράζ, χιλιάδες θέσεις πάρκινγκ.
O καημένος ο Μακρής. Ζούσε με το όνειρο του μοντερνισμού βιδωμένο στο κεφάλι και στην καρδιά του. Περιστοιχισμένος από εθνικοφροσύνη, ψόφαγε για κοσμοπολιτισμό. Ένιωθε μπαϊλντισμένος ήδη από το σχολείο. Τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορία, ελληνικός πολιτισμός, αθηναϊκή δημοκρατία, χώρα ηρώων, σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει, γαλανόλευκο... Μια χώρα ιδεοληπτικών επαρχιωτών με μια πρωτεύουσα που εποίκισαν ιδεοληπτικοί επαρχιώτες - κάτι σαν τηλεοπτικό τοπίο λιγότερο ιλουστρασιόν, πιο ιδρωμένο.
Αν όμως η πρωτεύουσα είχε δρόμους με αμάξια να τρέχουν, σιδηροδρομικά δίκτυα, υπόγεια και υπέργεια, ανθρώπους που κοιτούν μπροστά γιατί δεν έχουν βαριά μάρμαρα στις αποσκευές τους, κτίρια-κελύφη ζωής (καημένε Ζενέτο), ανοιχτά σχολεία και ανοιχτές κοινωνίες, επισκέπτες μ'αεροπλάνα και βαπόρια, ξένους που σύντομα θα γίνονταν δικοί... Η συμβολική ακρόπολη του μοντερνισμού μπορεί να γίνει η τωρινή Αθήνα, η πρωτεύουσα που μετασχηματίζεται σε μητρόπολη. Με την πραγματική Ακρόπολη, πανανθρώπινο σήμα κατατεθέν μιας κοινωνίας ανοιχτής και ελεύθερης. Της δικής μας κοινωνίας - που μπορεί να αδειάσει από ιδεοληψίες για να γεμίσει με όνειρα για μια όλο και ζωηρότερη ζωή.
Ηλίας Κανέλλης
Νόμιζα ότι το είχε πει ο Ιόλας.
Η Μικέλα με διέψευσε. Το είχε απαιτήσει ο Γιώργος Μακρής, ο ποιητής της παρέας του «Πάλι», που ύστερα πήδηξε από την ταράτσα της πολυκατοικίας του στο Κολωνάκι. Να κατεδαφίσουμε την Ακρόπολη, έλεγε, και στη θέση της να χτίσουμε ένα γυάλινο εμπορικό κέντρο - με ευρύχωρο γκαράζ, χιλιάδες θέσεις πάρκινγκ.
O καημένος ο Μακρής. Ζούσε με το όνειρο του μοντερνισμού βιδωμένο στο κεφάλι και στην καρδιά του. Περιστοιχισμένος από εθνικοφροσύνη, ψόφαγε για κοσμοπολιτισμό. Ένιωθε μπαϊλντισμένος ήδη από το σχολείο. Τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορία, ελληνικός πολιτισμός, αθηναϊκή δημοκρατία, χώρα ηρώων, σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει, γαλανόλευκο... Μια χώρα ιδεοληπτικών επαρχιωτών με μια πρωτεύουσα που εποίκισαν ιδεοληπτικοί επαρχιώτες - κάτι σαν τηλεοπτικό τοπίο λιγότερο ιλουστρασιόν, πιο ιδρωμένο.
Αν όμως η πρωτεύουσα είχε δρόμους με αμάξια να τρέχουν, σιδηροδρομικά δίκτυα, υπόγεια και υπέργεια, ανθρώπους που κοιτούν μπροστά γιατί δεν έχουν βαριά μάρμαρα στις αποσκευές τους, κτίρια-κελύφη ζωής (καημένε Ζενέτο), ανοιχτά σχολεία και ανοιχτές κοινωνίες, επισκέπτες μ'αεροπλάνα και βαπόρια, ξένους που σύντομα θα γίνονταν δικοί... Η συμβολική ακρόπολη του μοντερνισμού μπορεί να γίνει η τωρινή Αθήνα, η πρωτεύουσα που μετασχηματίζεται σε μητρόπολη. Με την πραγματική Ακρόπολη, πανανθρώπινο σήμα κατατεθέν μιας κοινωνίας ανοιχτής και ελεύθερης. Της δικής μας κοινωνίας - που μπορεί να αδειάσει από ιδεοληψίες για να γεμίσει με όνειρα για μια όλο και ζωηρότερη ζωή.
Ηλίας Κανέλλης
Downtown Πατήσια
Τη «Χαρά» θα την ξέρετε. Είναι το ιστορικό ζαχαροπλαστείο στο τέρμα της Πατησίων που έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές άξιων τέκνων της γης του Σπόρτιγκ, του Προμπονά, του «Κόμη» και του «Κάβουρα». Εκείνο που ίσως δεν ξέρετε είναι ότι έχει φιλοξενήσει τους ταραχώδεις έρωτες μεταξύ του 18ου Αρρένων, του 16ου Θηλέων και της Λεοντείου. Στα τραπεζάκια της φτιάχτηκαν οι πρώτες ομάδες των πολιτικών νεολαιών μεταδικτατορικά και εκεί έγιναν βροντώδεις συζητήσεις για τη σεξουαλική απελευθέρωση λίγο μετά τις ιστορικές προβολές του «Βένους». Τα Πατήσια δεν έχουν όμως μόνο χθες. Σήμερα είναι μία από τις πιο πολυπολιτισμικές γειτονιές της Αθήνας. Είμαστε μόνοι μας μια Νέα Υόρκη με μαγαζάκια, καφέ και σούπερ μάρκετ από όλες τις γωνιές του κόσμου. Το Σπόρτιγκ παραμένει σταθερή αξία, τα μαθητικά καρδιοχτύπια προέρχονται τώρα κυρίως από την Γκράβα, είμαστε περήφανοι για τους λογοτέχνες και τους λογοτεχνίζοντες που βγαίνουν non-stop από τα σπλάχνα μας και, όσο κι αν πίνουμε τον καφέ μας αλλού, όταν θέλουμε να αποτίσουμε φόρο τιμής, συναντιόμαστε πάντα στη «Χαρά». Είμαστε και χωριό και μητρόπολη. Και έχουμε και σύνθημα: «Εμείς στα Πατήσια ξηγιόμαστε στα ίσια».
Νατάσα Μπαστέα
Τη «Χαρά» θα την ξέρετε. Είναι το ιστορικό ζαχαροπλαστείο στο τέρμα της Πατησίων που έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές άξιων τέκνων της γης του Σπόρτιγκ, του Προμπονά, του «Κόμη» και του «Κάβουρα». Εκείνο που ίσως δεν ξέρετε είναι ότι έχει φιλοξενήσει τους ταραχώδεις έρωτες μεταξύ του 18ου Αρρένων, του 16ου Θηλέων και της Λεοντείου. Στα τραπεζάκια της φτιάχτηκαν οι πρώτες ομάδες των πολιτικών νεολαιών μεταδικτατορικά και εκεί έγιναν βροντώδεις συζητήσεις για τη σεξουαλική απελευθέρωση λίγο μετά τις ιστορικές προβολές του «Βένους». Τα Πατήσια δεν έχουν όμως μόνο χθες. Σήμερα είναι μία από τις πιο πολυπολιτισμικές γειτονιές της Αθήνας. Είμαστε μόνοι μας μια Νέα Υόρκη με μαγαζάκια, καφέ και σούπερ μάρκετ από όλες τις γωνιές του κόσμου. Το Σπόρτιγκ παραμένει σταθερή αξία, τα μαθητικά καρδιοχτύπια προέρχονται τώρα κυρίως από την Γκράβα, είμαστε περήφανοι για τους λογοτέχνες και τους λογοτεχνίζοντες που βγαίνουν non-stop από τα σπλάχνα μας και, όσο κι αν πίνουμε τον καφέ μας αλλού, όταν θέλουμε να αποτίσουμε φόρο τιμής, συναντιόμαστε πάντα στη «Χαρά». Είμαστε και χωριό και μητρόπολη. Και έχουμε και σύνθημα: «Εμείς στα Πατήσια ξηγιόμαστε στα ίσια».
Νατάσα Μπαστέα
Αθηναϊκές πίστες
Ένα από τα όμορφα πράγματα που μπορεί ακόμα να απολαύσει κανείς στην Αθήνα είναι η νυχτερινή γρήγορη οδήγηση. Oι δρόμοι, ξεμπλοκαρισμένοι από τη ζήτηση της ημέρας, μετατρέπονται σε ιδανικές πίστες. Με λίγη προσοχή περνάς ανάμεσα από νυσταγμένους οδηγούς, αλλάζεις μαλακά λωρίδες, αφήνεις πίσω σου κουρασμένα φανάρια, βλέπεις το βραδινό πρόσωπο των μεγάλων λεωφόρων σαν σε οθόνη τηλεόρασης, οδηγείς χωρίς αγωνίες σε ευθείες διαδρομές.
Βέβαια, δεν είναι πολλές οι λεωφόροι που προσφέρονται γι'αυτό το νυχτερινό σπορ. Άλλωστε, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει κανένα γκραν πρι στην Αθήνα. Δεν είμαστε το Μόντε Κάρλο. Oύτε πρόκειται να γίνουμε. Με τόσες λακκούβες είμαστε επικίνδυνοι ακόμα και για γκραν πρι με τρακτέρ.
Παρ'όλα αυτά, μια καλή επιλογή είναι η Κηφισίας. Αλλά και η Λεωφόρος Συγγρού. Ενώ, αν σας αρέσει το ρίσκο, μπορείτε να δοκιμάσετε την τύχη σας στην Αθηνών - Λαμίας. Με τόσες κακοτεχνίες γρήγορα θα διαπιστώσετε αν είχε δίκιο ή όχι ο μπαμπάς σας που δεν σας άφηνε να οδηγήσετε.
Άρης Βασιλειάδης
Ένα από τα όμορφα πράγματα που μπορεί ακόμα να απολαύσει κανείς στην Αθήνα είναι η νυχτερινή γρήγορη οδήγηση. Oι δρόμοι, ξεμπλοκαρισμένοι από τη ζήτηση της ημέρας, μετατρέπονται σε ιδανικές πίστες. Με λίγη προσοχή περνάς ανάμεσα από νυσταγμένους οδηγούς, αλλάζεις μαλακά λωρίδες, αφήνεις πίσω σου κουρασμένα φανάρια, βλέπεις το βραδινό πρόσωπο των μεγάλων λεωφόρων σαν σε οθόνη τηλεόρασης, οδηγείς χωρίς αγωνίες σε ευθείες διαδρομές.
Βέβαια, δεν είναι πολλές οι λεωφόροι που προσφέρονται γι'αυτό το νυχτερινό σπορ. Άλλωστε, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει κανένα γκραν πρι στην Αθήνα. Δεν είμαστε το Μόντε Κάρλο. Oύτε πρόκειται να γίνουμε. Με τόσες λακκούβες είμαστε επικίνδυνοι ακόμα και για γκραν πρι με τρακτέρ.
Παρ'όλα αυτά, μια καλή επιλογή είναι η Κηφισίας. Αλλά και η Λεωφόρος Συγγρού. Ενώ, αν σας αρέσει το ρίσκο, μπορείτε να δοκιμάσετε την τύχη σας στην Αθηνών - Λαμίας. Με τόσες κακοτεχνίες γρήγορα θα διαπιστώσετε αν είχε δίκιο ή όχι ο μπαμπάς σας που δεν σας άφηνε να οδηγήσετε.
Άρης Βασιλειάδης
Τι με χαλάει εδώ κάτω> Όταν οι Αθηναίοι μερακλώνουν στα κουτούκια τραγουδώντας το «Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα».
> Που σε αυτήν την πόλη βρέθηκε τηλεφωνήτρια (131) να ρωτήσει φίλο μου: «Είστε σίγουρος για το επίθετο Λαρίσης; Γιατί όνομα Δήμος σίγουρα θα βρούμε».
> Που μόνο οι Αθηναίοι έχουν την πολυτέλεια να διαλέγουν μεταξύ των λέξεων «επαρχία» και «περιφέρεια».
> Που ο πεζόδρομος Ερμού θεωρείται η «καρδιά» της πόλης, όταν η οδός Αθηνάς συμπυκνώνει περισσότερο την ετερότητα και την αμφισημία της Αθήνας.
> Όταν ακούω απ'τους ίδιους τους Αθηναίους τη λέξη «απόδραση» κάθε φορά που φεύγουν για διακοπές.
> Το σχόλιο «γιατί κατέβηκες από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα;». Σας το λέω από τώρα: Στον επόμενο θα αντιρωτήσω: «Γιατί, είναι πιασμένο το τσιφλίκι;»
> Η διαπίστωση ότι τελικά οι Αθηναίοι δεν τρώνε καμία κόμπλα με τη Θεσσαλονίκη κι έτσι αφήνουν εμάς τους Βόρειους χωρίς βέλη στη φαρέτρα.
> Που, ό,τι και να σούρεις σ'αυτήν την πρωτεύουσα, πάλι από πάνω θα βγαίνει. Και μάρτυρές μου τα 5 εκατομμύρια της Στατιστικής Υπηρεσίας.
Δημήτρης Δουλγερίδης
> Που σε αυτήν την πόλη βρέθηκε τηλεφωνήτρια (131) να ρωτήσει φίλο μου: «Είστε σίγουρος για το επίθετο Λαρίσης; Γιατί όνομα Δήμος σίγουρα θα βρούμε».
> Που μόνο οι Αθηναίοι έχουν την πολυτέλεια να διαλέγουν μεταξύ των λέξεων «επαρχία» και «περιφέρεια».
> Που ο πεζόδρομος Ερμού θεωρείται η «καρδιά» της πόλης, όταν η οδός Αθηνάς συμπυκνώνει περισσότερο την ετερότητα και την αμφισημία της Αθήνας.
> Όταν ακούω απ'τους ίδιους τους Αθηναίους τη λέξη «απόδραση» κάθε φορά που φεύγουν για διακοπές.
> Το σχόλιο «γιατί κατέβηκες από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα;». Σας το λέω από τώρα: Στον επόμενο θα αντιρωτήσω: «Γιατί, είναι πιασμένο το τσιφλίκι;»
> Η διαπίστωση ότι τελικά οι Αθηναίοι δεν τρώνε καμία κόμπλα με τη Θεσσαλονίκη κι έτσι αφήνουν εμάς τους Βόρειους χωρίς βέλη στη φαρέτρα.
> Που, ό,τι και να σούρεις σ'αυτήν την πρωτεύουσα, πάλι από πάνω θα βγαίνει. Και μάρτυρές μου τα 5 εκατομμύρια της Στατιστικής Υπηρεσίας.
Δημήτρης Δουλγερίδης
Oι «μικρές» ώρες
Γωνία Αριστοτέλους και Σωκράτους και πίσω από το δημαρχείο, στις μικρές οδούς παράλληλα με την Αθηνάς. Εκεί βρίσκεται η δική μου Αθήνα. Η τότε και η τώρα. Όπως τότε, πριν από περίπου 25 χρόνια, όταν ξεκίνησα να δουλεύω στο νούμερο 5 της οδού Αναξαγόρα και με μάγευε η εικόνα και η ηθική τάξη των ανθρώπων που ζούσαν και δούλευαν εκεί. Ενός κόσμου διαφορετικού από αυτόν που ως τότε είχα γνωρίσει.
Και σήμερα, όταν περνάω και ξαναπερνάω από την περιοχή, το ίδιο με μαγεύει το σαστισμένο, πλέον, ύφος των ίδιων ανθρώπων ή των παιδιών τους. Δεν έχει σημασία, για τον ίδιο κόσμο πρόκειται με την ίδια κουλτούρα και άποψη, ο οποίος ζει το άνοιγμα του ενός μετά το άλλο σούσι μπαρ, των boutique hotels και multiethnic restaurants και δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί στην περιοχή όπου μόνο αυτοί «έπαιζαν μπάλα» μέχρι πρότινος. Εντάξει, μετά το θάνατο του χονδρεμπορίου τροφίμων που κυριαρχούσε στην περιοχή δέχτηκαν την εισβολή των έγχρωμων που έρχονταν για να προμηθευτούν την πραμάτεια τους για τις γωνιές των δρόμων και τις πλαζ από τα καταστήματα που πήραν τη θέση των παλιών μαγαζιών τροφοδοσίας. Η νύχτα, όμως, εξακολουθούσε να είναι δική τους. Τούτους, ωστόσο, τους καινούριους, που μετονόμασαν την περιοχή σε «cult», έβαλαν τα καλά τους, μπήκαν στα τζιπ τους κι έρχονται να διασκεδάσουν τις «μικρές» ώρες, τις δικές τους ώρες, πώς να τους «καταπιούν»;
Aλέκα Κυφιώτη
Γωνία Αριστοτέλους και Σωκράτους και πίσω από το δημαρχείο, στις μικρές οδούς παράλληλα με την Αθηνάς. Εκεί βρίσκεται η δική μου Αθήνα. Η τότε και η τώρα. Όπως τότε, πριν από περίπου 25 χρόνια, όταν ξεκίνησα να δουλεύω στο νούμερο 5 της οδού Αναξαγόρα και με μάγευε η εικόνα και η ηθική τάξη των ανθρώπων που ζούσαν και δούλευαν εκεί. Ενός κόσμου διαφορετικού από αυτόν που ως τότε είχα γνωρίσει.
Και σήμερα, όταν περνάω και ξαναπερνάω από την περιοχή, το ίδιο με μαγεύει το σαστισμένο, πλέον, ύφος των ίδιων ανθρώπων ή των παιδιών τους. Δεν έχει σημασία, για τον ίδιο κόσμο πρόκειται με την ίδια κουλτούρα και άποψη, ο οποίος ζει το άνοιγμα του ενός μετά το άλλο σούσι μπαρ, των boutique hotels και multiethnic restaurants και δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί στην περιοχή όπου μόνο αυτοί «έπαιζαν μπάλα» μέχρι πρότινος. Εντάξει, μετά το θάνατο του χονδρεμπορίου τροφίμων που κυριαρχούσε στην περιοχή δέχτηκαν την εισβολή των έγχρωμων που έρχονταν για να προμηθευτούν την πραμάτεια τους για τις γωνιές των δρόμων και τις πλαζ από τα καταστήματα που πήραν τη θέση των παλιών μαγαζιών τροφοδοσίας. Η νύχτα, όμως, εξακολουθούσε να είναι δική τους. Τούτους, ωστόσο, τους καινούριους, που μετονόμασαν την περιοχή σε «cult», έβαλαν τα καλά τους, μπήκαν στα τζιπ τους κι έρχονται να διασκεδάσουν τις «μικρές» ώρες, τις δικές τους ώρες, πώς να τους «καταπιούν»;
Aλέκα Κυφιώτη
O Άσιμος δεν μένει πια εδώ
Ξένος στην Αθήνα. «Θα μείνω για λίγο, για την εμπειρία», υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Προσπάθησα να ανακαλύψω όλες αυτές τις γωνίες της πόλης που μέσα από ιστορίες, τραγούδια και μυθιστορήματα είχαν αποκτήσει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου. Εξάρχεια, Πλατεία Βικτωρίας, Λόφος Στρέφη. Καλύτερα να μην το έψαχνα. «O Άσιμος δεν ζει πια εδώ», μου φώναξε κατάμουτρα το γκράφιτι, αλλά το προσπέρασα. Στην πολιτικώς ορθή εποχή χωράνε μόνο οι προκάτ επαναστάσεις. Κατάλαβα ότι τα ραντεβού με τα είδωλα είναι επικίνδυνα. Γυρίζω τους δρόμους. Κάτι με τραβάει στην πόλη αυτή που δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Σαν ξεπεσμένη κόμισσα που έχει για καμάρι της τα προικιά του παρελθόντος, όμως είναι πιο υπερήφανη για το λίφτινγκ που έκανε και δεν της πέτυχε. Θέλει να γίνει μοντέρνα μητρόπολη, ένα τραγούδι όμως φτάνει για να εξάψει τα πάθη και να ρίξει στα χαρακώματα τους Βόρειους και τους Δυτικούς. Oι εκπλήξεις της έχουν τη συνέπεια του Αϊ-Βασίλη. Ξέρεις πού και γιατί θα γίνει το καθετί. Στα νυχτομάγαζα, όσο και να προσπαθεί να το κρύψει, το τσιφτετέλι την ταρακουνά περισσότερο από το ροκ. Φλερτάρει με το σούσι, αλλά χορταίνει στις χασαποταβέρνες της Βάρης και της Χασιάς. Θα μείνω, το αποφάσισα, γιατί πουθενά αλλού ο γάμος και το διαζύγιο της Ανατολής και της Δύσης δεν έχουν τόση πλάκα.
Στέλιος Βραδέλης
Ξένος στην Αθήνα. «Θα μείνω για λίγο, για την εμπειρία», υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Προσπάθησα να ανακαλύψω όλες αυτές τις γωνίες της πόλης που μέσα από ιστορίες, τραγούδια και μυθιστορήματα είχαν αποκτήσει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου. Εξάρχεια, Πλατεία Βικτωρίας, Λόφος Στρέφη. Καλύτερα να μην το έψαχνα. «O Άσιμος δεν ζει πια εδώ», μου φώναξε κατάμουτρα το γκράφιτι, αλλά το προσπέρασα. Στην πολιτικώς ορθή εποχή χωράνε μόνο οι προκάτ επαναστάσεις. Κατάλαβα ότι τα ραντεβού με τα είδωλα είναι επικίνδυνα. Γυρίζω τους δρόμους. Κάτι με τραβάει στην πόλη αυτή που δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Σαν ξεπεσμένη κόμισσα που έχει για καμάρι της τα προικιά του παρελθόντος, όμως είναι πιο υπερήφανη για το λίφτινγκ που έκανε και δεν της πέτυχε. Θέλει να γίνει μοντέρνα μητρόπολη, ένα τραγούδι όμως φτάνει για να εξάψει τα πάθη και να ρίξει στα χαρακώματα τους Βόρειους και τους Δυτικούς. Oι εκπλήξεις της έχουν τη συνέπεια του Αϊ-Βασίλη. Ξέρεις πού και γιατί θα γίνει το καθετί. Στα νυχτομάγαζα, όσο και να προσπαθεί να το κρύψει, το τσιφτετέλι την ταρακουνά περισσότερο από το ροκ. Φλερτάρει με το σούσι, αλλά χορταίνει στις χασαποταβέρνες της Βάρης και της Χασιάς. Θα μείνω, το αποφάσισα, γιατί πουθενά αλλού ο γάμος και το διαζύγιο της Ανατολής και της Δύσης δεν έχουν τόση πλάκα.
Στέλιος Βραδέλης
Καμένη ζάχαρη
Ήταν οπωσδήποτε η μυρωδιά της καμένης ζάχαρης. Κάθε μέρα, πριν πάμε στο σχολείο, μαζευόμασταν στην Πλατεία Νέας Σμύρνης, έξω από τον «Γιώργο», για να ξεκινήσουμε τη μέρα μας με ένα παγωτό «βουνό». Το λέγαμε «βουνό» επειδή ήταν μεγάλο και για να το ξεχωρίζουμε από τα άλλα παγωτά μηχανής με μια λέξη. Χειμώνα-καλοκαίρι, αυτό που είχε σημασία ήταν ποιος θα έτρωγε τα πιο πολλά, κρατούσαμε μάλιστα και κάτι σαν απουσιολόγιο.
Δύο δεκαετίες αργότερα πήγα ξανά στην πλατεία. Όπως σ' όλη την Αθήνα, έτσι και στη Νέα Σμύρνη πολλά έχουν αλλάξει. Τραμ, πολυκατοικίες, καταστήματα, νέοι (μποτιλιαρισμένοι) δρόμοι... Και στον τεράστιο πλακόστρωτο πεζόδρομο, μαμάδες και μπαμπάδες που ΔΕΝ φωνάζουν «Γιωργάκη, μην πλησιάζεις το δρόμο». O «Γιώργος» όμως δεν είναι πια εκεί ούτε τα «βουνά» παγωτά μηχανής μπορείς πλέον να τα βρεις στο γωνιακό «Everest». Υπάρχει πάντα, ωστόσο, η μυρωδιά της καμένης ζάχαρης - και η παρέα με τις τσάντες στις πλάτες και τα παγωτά στα χέρια.
Χάρης Καρανίκας
Ήταν οπωσδήποτε η μυρωδιά της καμένης ζάχαρης. Κάθε μέρα, πριν πάμε στο σχολείο, μαζευόμασταν στην Πλατεία Νέας Σμύρνης, έξω από τον «Γιώργο», για να ξεκινήσουμε τη μέρα μας με ένα παγωτό «βουνό». Το λέγαμε «βουνό» επειδή ήταν μεγάλο και για να το ξεχωρίζουμε από τα άλλα παγωτά μηχανής με μια λέξη. Χειμώνα-καλοκαίρι, αυτό που είχε σημασία ήταν ποιος θα έτρωγε τα πιο πολλά, κρατούσαμε μάλιστα και κάτι σαν απουσιολόγιο.
Δύο δεκαετίες αργότερα πήγα ξανά στην πλατεία. Όπως σ' όλη την Αθήνα, έτσι και στη Νέα Σμύρνη πολλά έχουν αλλάξει. Τραμ, πολυκατοικίες, καταστήματα, νέοι (μποτιλιαρισμένοι) δρόμοι... Και στον τεράστιο πλακόστρωτο πεζόδρομο, μαμάδες και μπαμπάδες που ΔΕΝ φωνάζουν «Γιωργάκη, μην πλησιάζεις το δρόμο». O «Γιώργος» όμως δεν είναι πια εκεί ούτε τα «βουνά» παγωτά μηχανής μπορείς πλέον να τα βρεις στο γωνιακό «Everest». Υπάρχει πάντα, ωστόσο, η μυρωδιά της καμένης ζάχαρης - και η παρέα με τις τσάντες στις πλάτες και τα παγωτά στα χέρια.
Χάρης Καρανίκας
H Aθήνα της ευπρέπειας
και η Αθήνα της ευτέλειας
Η παρελθοντολογία πάντα με απωθούσε - όσο, δε, μεγαλώνω, ακόμη περισσότερο. Όταν όμως πρέπει να γράψω για την «Αθήνα μου», το βλέμμα μου είναι κολλημένο εκεί, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αυτός ήταν και είναι ο τόπος που αγάπησα όσο κανέναν άλλο. Η Αθήνα των μεγάλων ολυμπιακών έργων αναγνωρίζω ότι είναι μια πόλη σύγχρονη, αλλά σε μένα ξένη. Και ό,τι κερδίζει σε «Αττική Oδό» μάλλον το χάνει σε ευπρέπεια. Γιατί ακριβώς αυτό χαρακτηρίζει τη «δική μου Αθήνα»... Θυμάμαι την Πλατεία Κολωνακίου εκείνη την εποχή. Η αλλοτινή ευπρέπεια σε αντιδιαστολή με τη σημερινή ευτέλεια. Μια νοικοκυρεμένη, οικογενειακή πλατεία, με το χασάπικο και το ψαράδικο στις δύο γωνίες στην αρχή της Σκουφά, τη «Μεγάλη Λυκόβρυση» -το γαλακτοπωλείο με τον... φωτεινό τσέλιγκα στην είσοδο- στην αρχή της Αναγνωστοπούλου, τους λουκουμάδες του «Μπόκολα» στην αρχή της Τσακάλωφ, τα χύμα τσιπς «Ήλιος» στο τέλος της Πινδάρου... Και ύστερα ήρθε η αρχή του τέλους, ήρθε η αισθητική της χούντας -που δυστυχώς όχι μόνο δεν κατέρρευσε με τη μεταπολίτευση, αλλά άνθησε ακόμη περισσότερο και έκανε τις «ΕΒΓΕΣ» «στρινγκάδικα»- και σάρωσε τα πάντα. Και κυρίως αυτό το ευπρεπές βλέμμα και την περήφανη έκφραση από τα πρόσωπα των κατοίκων της πόλης.
ΥΓ. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά αυτό το βλέμμα και αυτήν την έκφραση σήμερα τα αναγνωρίζω περισσότερο στα πρόσωπα των οικονομικών μεταναστών. Ίσως γιατί αγαπούν την πόλη που τους έδωσε ψωμί περισσότερο από εμάς τους «Αθηναίους». Ίσως γιατί μου θυμίζουν πολύ έντονα τους εξ επαρχίας θυρωρούς εκείνης της εποχής, που μάλλον είναι οι πιο χαρακτηριστικές μορφές της «δικής μου Αθήνας».
Πέπη Ραγκούση
και η Αθήνα της ευτέλειας
Η παρελθοντολογία πάντα με απωθούσε - όσο, δε, μεγαλώνω, ακόμη περισσότερο. Όταν όμως πρέπει να γράψω για την «Αθήνα μου», το βλέμμα μου είναι κολλημένο εκεί, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αυτός ήταν και είναι ο τόπος που αγάπησα όσο κανέναν άλλο. Η Αθήνα των μεγάλων ολυμπιακών έργων αναγνωρίζω ότι είναι μια πόλη σύγχρονη, αλλά σε μένα ξένη. Και ό,τι κερδίζει σε «Αττική Oδό» μάλλον το χάνει σε ευπρέπεια. Γιατί ακριβώς αυτό χαρακτηρίζει τη «δική μου Αθήνα»... Θυμάμαι την Πλατεία Κολωνακίου εκείνη την εποχή. Η αλλοτινή ευπρέπεια σε αντιδιαστολή με τη σημερινή ευτέλεια. Μια νοικοκυρεμένη, οικογενειακή πλατεία, με το χασάπικο και το ψαράδικο στις δύο γωνίες στην αρχή της Σκουφά, τη «Μεγάλη Λυκόβρυση» -το γαλακτοπωλείο με τον... φωτεινό τσέλιγκα στην είσοδο- στην αρχή της Αναγνωστοπούλου, τους λουκουμάδες του «Μπόκολα» στην αρχή της Τσακάλωφ, τα χύμα τσιπς «Ήλιος» στο τέλος της Πινδάρου... Και ύστερα ήρθε η αρχή του τέλους, ήρθε η αισθητική της χούντας -που δυστυχώς όχι μόνο δεν κατέρρευσε με τη μεταπολίτευση, αλλά άνθησε ακόμη περισσότερο και έκανε τις «ΕΒΓΕΣ» «στρινγκάδικα»- και σάρωσε τα πάντα. Και κυρίως αυτό το ευπρεπές βλέμμα και την περήφανη έκφραση από τα πρόσωπα των κατοίκων της πόλης.
ΥΓ. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά αυτό το βλέμμα και αυτήν την έκφραση σήμερα τα αναγνωρίζω περισσότερο στα πρόσωπα των οικονομικών μεταναστών. Ίσως γιατί αγαπούν την πόλη που τους έδωσε ψωμί περισσότερο από εμάς τους «Αθηναίους». Ίσως γιατί μου θυμίζουν πολύ έντονα τους εξ επαρχίας θυρωρούς εκείνης της εποχής, που μάλλον είναι οι πιο χαρακτηριστικές μορφές της «δικής μου Αθήνας».
Πέπη Ραγκούση
↧
Ελλάδα του χτες...
↧
↧
Πάμε μπουρδελότσαρκα!
Με τον καιρό άρχισα να το καταπίνω όσο μου το επέτρεπε η ωραιοπάθεια μου και η νέα μου «ταυτότητα» που με τόσο κόπο απέκτησα. Δεν ήξερα πως ήμουν ακόμη μια τρύπα. 'Οταν πάτησα γερά στα ψηλοτάκουνα μου και εμπέδωσα πως λειτουργεί το σύστημα των μπουρδέλων, ρωτούσα ευθαρσώς και κατάμουτρα.
«Έχεις δεί τα μούτρα σου στον καθρέφτη, που θα απορρίψεις εσύ, εμένα;»
Εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τόσο ερώτηση αυτό.
Θρασσύτατη,νεανική ανούσια επίθεση ήταν. Επιβεβαίωση και οίκος ανοχής δεν γίνεται να συνυπάρξουν. Προσπαθούσα να συγκρατήσω κάποια πρόσωπα έτσι ώστε να κολήσω την ετικέτα σε αυτούς, επειδή έτσι με βόλευε. «Α εσένα δεν θα σε πάρω γιατί δεν μου αρέσει η φάτσα σου».
Γελώ τώρα που τα θυμάμαι. Ήταν και το παιχνίδι των τσατσάδων βέβαια. Μια εκούσια προτροπή του τύπου, όσοι και αν μπούν στο χώρο, οι μισοί τουλάχιστον πρέπει να σε δοκιμάσουν. Δούλευαν με ποσοστά, βλέπεις. Αυτά τις χρυσές δεκαετίες '90-'00, γιατί τώρα κυνηγούν με το τουφέκι τους πελάτες κι ας μην είναι με ποσοστά το κέρδος τους.
Το χειρότερο ήταν στα Χανιά. Τα σπίτια 16, όλα με άδεια εγκατάστασης -θα επεκταθώ άλλη φορά σε αυτό το τραγικό σημείο του νόμου του 99- το ένα δίπλα στο άλλο. Κάτι σαν την Τρούμπα ενα πράμα. Στην κυριολεξία ήταν για πολλούς σημείο διασκέδασης. Δεν ήταν η απλή τσάρκα που είχα συνηθίσει στη Φυλής. Συγκεκριμένοι άνθρωποι όλων των ηλικιών μπαινόβγαιναν στις πόρτες με τα πολύχρωμα φαναράκια (δεν ήταν πάντα κόκκινα) ασταμάτητα. Απο το πρώτο ως το τελευταίο και τούμπαλιν. Και πάλι απ την αρχή. Ώρες ατέλειωτες.
Το χειρότερο ήταν στα Χανιά. Τα σπίτια 16, όλα με άδεια εγκατάστασης -θα επεκταθώ άλλη φορά σε αυτό το τραγικό σημείο του νόμου του 99- το ένα δίπλα στο άλλο. Κάτι σαν την Τρούμπα ενα πράμα. Στην κυριολεξία ήταν για πολλούς σημείο διασκέδασης. Δεν ήταν η απλή τσάρκα που είχα συνηθίσει στη Φυλής. Συγκεκριμένοι άνθρωποι όλων των ηλικιών μπαινόβγαιναν στις πόρτες με τα πολύχρωμα φαναράκια (δεν ήταν πάντα κόκκινα) ασταμάτητα. Απο το πρώτο ως το τελευταίο και τούμπαλιν. Και πάλι απ την αρχή. Ώρες ατέλειωτες.
Τελικά δεν κατάφερα ποτέ να τους βάλω σε κουτάκια έτσι ώστε να νοιώθω την υπεροχή της γνώσης απέναντί τους. Κάποιες αιτίες βρήκα και αφορμές. Δουλειά για το σπίτι, ας πούμε. Οπίσθια στητά ή πεσμένα, στήθια να κοιτούν περήφανα το ταβάνι ή με ντροπή το πάτωμα, γυμνά κορμιά, μετάξια, δαντέλες. Χόρταινε το μάτι, φούσκωνε ο καβάλος και κάποια τυχερή σύζυγος έβλεπε χαρά στα σκέλια της. Ή η παλάμη τους όπως τόσα χρόνια τους ξαλάφρωνε.
Ήταν κι αυτοί που γούσταραν τη μυρωδιά. Ίσα να ανοίξουν την πόρτα να εισπνεύσουν αυτό το μυστήριο κράμα αρωμάτων και έφευγαν. Έχω ακόμη στο μυαλό μου κάποια πρόσωπα. Τόσο εντύπωση μου έκανε.
Όταν πια έβαλα κάμερα πάνω απο την πόρτα, έπαιρνε τη θέση μου η «υπηρεσία», ενίοτε κάποιο gay αγόρι και έλιωνα στα γέλια νοιώθωντας οτι τους τιμωρώ η ανόητη. Σε κάποια πράγματα δεν μπόρεσα να συμβιβαστώ κι ας ήταν εις βάρος μου. Μια άλλη μερίδα ήταν οι «εκδικητές» όπως τους ονόμαζα. Παραμέριζαν τη βλαχιά τους ή την άγνοια τους μιάς και αρκετοί δεν καταλάβαιναν πως δεν ήμουν γεννημένη γυναίκα. Και αν δεν είχαν το ποθητό αποτέλεσμα αφού η μεγάλη «αποκάλυψη» γινόταν στο κρεβάτι πια, έβρισκαν σωστό να με τιμωρούν με αυτό τον τρόπο. Της καθημερινής απόρριψης. Αυτοί είναι απο μόνοι τους ενα κεφάλαιο.
Συγνώμη που δεν είχα τατουάζ στο κούτελο ρε παιδιά. Συγνώμη που δεν ξέρετε να ξεχωρίζετε. Ξινισμένα χαλασμένα κρασιά.
Συγνώμη που δεν είχα τατουάζ στο κούτελο ρε παιδιά. Συγνώμη που δεν ξέρετε να ξεχωρίζετε. Ξινισμένα χαλασμένα κρασιά.
Ναι είναι μορφή διασκέδασης για πολλούς η μπουρδελότσαρκα. Ακόμη και σήμερα. Άλλαξαν οι πιάτσες, οι χώροι-έγιναν studio πια- άλλαξαν και οι εθνικότητες των πελατών και των κοριτσιών.
Μα η τσάρκα συνεχίζει να τους γοητεύει...
↧
Εν Αθήναις....το τράμ μέχρι το άλσος Προμπονά
Μια από τις γειτονιές που έζησα ήταν και τα Πατήσια στο τέρμα στην αλυσίδα ....πολλές μονοκατοικίες
τότε και με το ρέμα ατραξιόν ειδικά όταν έβρεχε και γινότανε ποτάμι με το μικρό
γεφυράκι να συμπληρώνει το ειδυλλιακό τοπίο δίπλα στο Εργοστάσιο της Εριουργίας που δούλευε αρκετός κόσμος.
Εκεί με τους εργάτες και ένα μικρό ταβερνάκι με τα τραπέζια δίπλα στα βαρέλια και την πινακίδα από χασαπόχαρτο στην τζαμαρία να γράφει
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΡΕΤΣΙΝΑ ΔΙΑ ΟΙΚΙΑΣ....
Το βράδυ ο εργατόκοσμος έπινε ένα κρασί με δύο μερίδες φαϊ στην μέση
ρεφενέ...
Κοντά στο γήπεδο του Απόλλωνα και το άλσος του ΠΡΟΜΠΟΝΑ με παιδική
χαρά....λουλούδια...δέντρα....αγαπημένο σημείο για τους μαθητές του γυμνασίου
στις κοπάνες....συχνές και οι έφοδοι του γυμναστή που μάζευε τις τσάντες
και τις πήγαινε στον Θεό (παρατσούκλι του Γυμνασιάρχη) για να τις δώσει
στους κατόχους τους την επομένη μαζί με την αποβολή.
Πήρε το όνομα από τον γιατρό από την Νάξο Δημήτρη Προμπονά ο οποίος κληροδότησε στο δήμο της Αθήνας έκταση 40 περίπου στρεμμάτων.
Η περιοχή αυτή κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν νεκροταφείο.
Κατά σύμπτωση κοντά υπάρχει σήμερα το Β΄Νεκροταφείο.....
Με την ανάπλαση της Πανεπιστημίου που ετοιμάζει το Ίδρυμα Ωνάση ανακοινώθηκε και η επέκταση του τράμ που θα φτάνει μέχρι του Προμπονά.Όχι τότε δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τότε αυτή την ανάπλαση του Κέντρου.....τουλάχιστον να προλάβουμε
να την δούμε όσο είμαστε επι της γης.
Πίσω στα παλιά
↧
Ακολουθώντας το παράδειγμα της Ιταλίας!
↧
Ασπρόμαυρη Αθήνα
↧
↧
Η περιοχή Φιλοπάππου, της Πέμης Ζούνη
Έμενα χρόνια στου Φιλοπάππου. Μαγική περιοχή, πάντα μου προκαλεί ευφορία, ακόμα κι όταν όλα είναι στραβά. Σωφρονίσκου, Τσάμη Καρατάσου και Μακρυγιάννη ήταν τα τρία σπίτια που άλλαξα, εκεί γύρω. Η περιοχή δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις! Απλώνεις το χέρι και πιάνεις την Ακρόπολη. Αυτό φτάνει. Δύσκολα συννεφιάζεις εκεί. Η γειτονιά έχει πολλά για να δεις. Το Μουσείο της Ακρόπολης, Ηρώδειο, ολόκληρη η Αποστόλου Παύλου (που παραφορτώθηκε με καφετέριες χαμηλά προς το Θησείο), το Αστεροσκοπείο, ο λόφος του Φιλοπάππου με το πλακόστρωτο και το πολύπαθο κτίσμα (τέως «ησυχαστήριο») του Πικιώνη, τα δρομάκια που οδηγούν στην Πλάκα απ' την άλλη... Χίλιες εικόνες ακριβές, όλη η ιστορία της Ελλάδας σε ένα μοναδικό παλίμψηστο. Αγαπημένη μου διαδρομή στην περιοχή είναι η Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Κοιτάς μπροστά, έχοντας στην πλάτη τους Στύλους του Ολυμπίου Διός... κανένα κτίσμα στον ορίζοντα. Σαν να μεταφέρεσαι σε άλλον χρόνο, ή σε άλλη χώρα. Για κάμποσα μέτρα η ματιά ακουμπά σε δέντρα και ουρανό. Χαζεύω ξανά και ξανά, άπειρες φορές, τα νεοκλασικά στην αριστερή πλευρά του δρόμου και στα κάθετα δρομάκια, στη Μητσαίων, την Καρυατίδων, την Παρθενώνος. Κάθε ψηλό παράθυρο, κάθε ακροκέραμο, κάθε μικρός κήπος, μια ολόκληρη ταινία. Περνάω απ' τη «Στροφή» στην Προπυλαίων – πόσα καλοκαιρινά βράδια περάσαμε στην περίφημη ταράτσα της να σχολιάζουμε τρώγοντας την παράσταση που είχαμε δει στο Ηρώδειο, με την έξαψη του άγουρου καλλιτέχνη. Κατηφορίζοντας, ρίχνω μια ματιά στη Φράττι και την Αγγελικάρα, που βγάζουν στον περιφερειακό, στην Γκαριμπάλντι. Μυρίζει άνοιξη. Όποια εποχή κι αν είναι. Συνεχίζω στην Καβαλόττι με κατεύθυνση το κέντρο. Λίγο πιο κάτω ένα από τα πιο παλιά μαγαζιά, το «Αρτοποιότης ο Τάκης», με την υπέροχη οικοδέσποινα, για τυρόπιτα, ψωμί, γλυκά. Στη Χατζηχρήστου θα ψωνίσω από τα «Ελληνικά Καλούδια» και τη Φρουτοπία. Ηρώδειο Μου λείπει απ' την εικόνα ο Νίκος με το Χρωματοπωλείο του (στη Δημητρακοπούλου ήταν ή στη Βεΐκου, μπερδεύομαι). Είναι χρόνια που έχει κλείσει. Ο ευγενικός, ανήσυχος, φιλότεχνος Νίκος. Πιο διαβασμένος και πιο καλλιτέχνης απ' όλους μας. Το δώρο στη γειτονιά. Ένα χρωματοπωλείο, στέκι για σπάνιες συζητήσεις. Υπήρχε, όμως, μέχρι πολύ πρόσφατα ένα άλλο αγαπημένο στέκι, το «365», του Κωνσταντίνου, της Γεωργίας και του Λουκά. Λίγο πιο πάνω, κοντά στον σταθμό του μετρό. Τάνγκο μπαρ μέχρι αργά. Για την τρελή φυλή των απανταχού ορκισμένων τανγκέρο. Τουλάχιστον υπάρχει ακόμα το Duende, ένα μπαρ που δεν αντιγράφεται εύκολα. Υπάρχει μία μόνο άσχημη στιγμή μέσα στη γλύκα των χιλιάδων όμορφων αισθήσεων. Το καλοκαίρι του '82. Επιστρέφοντας πεζή, αργά το βράδυ στο σπίτι. Μια επίθεση από έναν άντρα. Γλίτωσα. Δεν θέλω να το θυμάμαι. Δεν ξέρω ποιο είναι το μυστικό της γειτονιάς. Το μαγνητικό της πεδίο, η ιστορία που αναδύεται από κάθε εκατοστό του χώματος και της πέτρας, η ευγένεια των νεότερων κτισμάτων... Μια ζωντανή ακόμα μνήμη πολιτισμού... Στου Φιλοπάππου ταιριάζει ο Χατζιδάκις και συγκεκριμένα το «Βαλς των χαμένων ονείρων».
πηγή
↧
Γιοβάννα
Η Ιωάννα Φάσσου Καλπαξή (Γιοβάννα) , γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Eίναι κόρη του γνωστού ζωγράφου Κώστα Φάσσου από την Αροανία Καλαβρύτων. Από μικρό παιδί τραγουδούσε. Στα 8 της χρόνια, άρχισε πιάνο και μπαλέτο ενώ ήτανε μέλος παιδικής χορωδίας. Στα 14 άρχισε να παίρνει μαθήματα όπερας, στο Ωδείο Αθηνών. Παράλληλα, και με το ψευδώνυμο Γιοβάννα, άρχισε να κάνει εκπομπές στο ελληνικό ραδιόφωνο. Πριν ακόμα πάρει το δίπλωμά της, εμφανίστηκε ως πρωταγωνίστρια, στην οπερέτα «Κορυδαλλός» του Λέχαρ, κερδίζοντας τη θέση γι αυτό, ανάμεσα σε 50 διπλωματούχες.
Τον επόμενο χρόνο πήρε το δίπλωμά της με άριστα και βραβείο ενώ, παράλληλα, κέρδιζε την κρατική υποτροφία για ανώτερες σπουδές στη Ρώμη. Δεν τις έκανε ποτέ γιατί η υποτροφία αυτή, κατά έναν περίεργο τρόπο δόθηκε στον τρίτο επιτυχόντα του διαγωνισμού. Έτσι, γύρισε τη πλάτη της στην όπερα και μπήκε στο επαγγελματικό ελαφρό τραγούδι. Δεν το μετάνιωσε ποτέ.
Έλαβε μέρος σε όλα σχεδόν τα ελληνικά φεστιβάλ του είδους μέχρι το 1969 (Αθήνα και Θεσσαλονίκη). Πρώτη της εμφάνιση ενώπιον κοινού: Οκτώβριος 1959 στο 1ο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού. Έλαβε πολλές φορές μέρος στα φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας κάθε φορά και βραβείο.
Διεθνή Φεστιβάλ: η αρχή έγινε το 1962, με το φεστιβάλ στο Sopot, της Πολωνίας. Ανάμεσα σε 24 κράτη κέρδισε το Α’ βραβείο, με το τραγούδι των Μ.Πλέσσα ? Κ. Κινδύνη «Τι κρίμα». Μετά τη βράβευση δεν γύρισε στην Ελλάδα. Πήγε στη Σοβιετική Ένωση όπου με 35μελή ορχήστρα και διευθυντή τον Μίμη Πλέσσα, έκανε 50 κοντσέρτα.
Η επιτυχία της ήτανε τεράστια. Έγινε είδωλο. Η προσέλευση του κοινού ήτανε κατά χιλιάδες. Τα κοντσέρτα της, με τηλεοπτική κάλυψη, μετεδίδοντο ζωντανά σ' όλη τη ΕΣΣΔ. Οι δίσκοι της (γυρισμένοι στα σοβιετικά στούντιο) πουλήθηκαν κατά εκατομμύρια. Στη περιοχή της Τιφλίδας οι θαυμαστές της, δίνανε στα νιογέννητα κορίτσια τους το όνομά της. Ύστερα από 30 χρόνια, εξακολουθεί να είναι η αγαπημένη του Γεωργιανού λαού. Tην ίδια εποχή άρχισε και η συνεργασία της με τον ραδιοφωνικό σταθμό Γενεύης. Σαν εκπρόσωπός του έλαβε μέρος σε πολλές συναυλίες στην Ευρώπη. Το 1965, ύστερα από διαγωνισμό, κέρδισε τη θέση να εκπροσωπήσει την Ελβετία στο Grand prix της Eurovision.
Εκανε δίσκους στη Γαλλία , Ιταλία και Γερμανία, όπου το τραγούδι Tiritombabalou, πραγματοποίησε πωλήσεις που φτάνουν τις 500.000. Στη Γερμανία υπήρχανε clubs, αφιερωμένα σε εκείνη.
Τραγούδησε Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Μεντή , Πλέσσα, Σπανό, κ.ά. Και κάποτε το σκηνικό της ζωής της άλλαξε. Εγκατέλειψε την ενεργό καριέρα, παντρεύτηκε τον Δημήτρη Καλπαξή (νομικό, επιχειρηματία). και τραγουδούσε πια μόνο στην τηλεόραση, σε δίσκους κοντσέρτα και φεστιβάλ.
Τότε άρχισε να γράφει. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, έγραψε στίχους που μελοποιούνται από τον Κώστα Χατζή. Το 1986 γράφει το μυθιστόρημα " Άντε γεια ", που έγινε best seller. Μετά γράφει τα μυθιστορήματα «Γενέθλια», «Παράθυρο στον άλλο τοίχο», «Βαμμένος ήλιος, κ.ά
↧
ΠΕΤΡΟΓΡΑΝΤ
Νίκυ Γιάκοβλεφ - Μαίρη Λω
Ανεβαίνοντας την Σταδίου και λίγο μετά την διασταύρωση με την Πεσμαζόγλου, στο δεξί μας χέρι, περίπου εκεί που σκάει η Στοά Νικολούδη, και πριν εξαφανιστούν τα παλιά αρχοντικά μέγαρα, αντικαθιστάμενα από τα σύγχρονα ξεράσματα, υπήρχε ένα σπουδαίο, πασίγνωστο και φινετσάτο ζαχαροπλαστείο, το Πέτρογκραντ. Στη θέση που είναι τώρα κάποιο άχαρο και άχρωμο κτίριο του Υπουργείου Εργασίας.
Στις δικές μου πρώιμες ημέρες το πρόφθασα ανθηρό, ζωντανό και με κίνηση διακριτική. Όχι τεράστια, αλλά ικανοποιητική, καθ' όσον αριστοκρατικό και μάλλον.....τσουχτερό γιά την εποχή του.
Πηγαίναμε μετά το σχόλασμα του σχολείου γιά ένα περίεργο, γιά τα δεδομένα εκείνων των χρόνων, έδεσμα το οποίον, από ολόκληρη την Αθήνα, εύρισκες μόνον εκεί, το πιροσκί! (Μιλάμε βέβαια περί τα μέσα της δεκαετίας του ’50!). Αφράτο περίβλημα ζύμης και μέσα γέμιση ιδιότροπης γεύσης, με βάση τον κιμά ή την πατάτα. Διαλέξτε και πάρτε.
Δεσπόζουσα μορφή ο ιδιοκτήτης του, ο Νίκυ Γιάκοβλεφ. Ένας εντυπωσιακός και εμφανέστατα διαφορετικός στη μορφή, το σουλούπι και τη συμπεριφορά του, άνθρωπος. Οι τρόποι του, πολύ ευγενικοί, και το γαλάζιο βλέμμα του, (με τη βοήθεια και του ονόματός του), με έστελναν, τσιφ, κατά Ρωσία μεριά, αφού με έβαζαν, (όπως εμένα φαινόταν τότε), σ’ ένα καθαρά ντοστογιεφσκικό κλίμα! Και όντως ο Γιάκοβλεφ είχε γεννηθεί στη Γιάλτα, το 1910, από Ρώσο πατέρα, (ίσως και μητέρα, δεν είμαι σίγουρος), και είναι, εν πολλοίς, άγνωστο πως «άραξε» στη χώρα μας. Εκείνο που τον καθιστούσε ιδιαίτερα επιβλητικό και... σπάνιο, ήταν ένα μεγάλο μονόκλ, το οποίο -αν δεν το φορούσε- κρεμόταν ευδιάκριτα στο στήθος του.
Ο Γιάκοβλεφ υπήρξε σπουδαίος συνθέτης και πιανίστας, ο οποίος μαζί με την, από το 1951 σύζυγό του, πασίγνωστη Μαίρη Λω, την τραγουδίστρια με την καμπανάτη φωνή, αποτέλεσαν ένα σπουδαίο μελωδικό δίδυμο και μιά έξοχη και καθοριστική μουσική παρουσία, στην όχι και πολύ πλούσια, από πλευράς μουσικής παραγωγής, εποχή.
Από τα τραγούδια τους που ξεχώριζα και σιγοτραγουδούσαμε συνεχώς τότε, ήσαν τα νοσταλγικά «Θα ’θελα να ’μουνα εκείνη π’ αγαπάς» και «Ξαναβλέπω το παλιό το αμαξάκι», σε στίχους του πρωτοεμφανιζόμενου στιχουργού Πυθαγόρα Παπασταματίου, (πιό γνωστός ως σκέτο«Πυθαγόρας»), το αλέγκρο «Τί τριάντα, τί σαράντα, τί πενήντα», αλλά κυρίως αυτό που με «ταξίδευε» και μ’ έκανε να προτρέχω στο χρόνο, θέλοντας να μεγαλώσω μιά ώρα αρχύτερα, ν' απλώσω φτερά και να «πετάξω», ήταν το «Καπετάνιε, καπετάνιε χαμογέλα». Χωρίς να σημαίνει πως δεν υπήρξε και πλήθος άλλων σπουδαίων κομματιών δικών του.
Μπαίνοντας στο ζαχαροπλαστείο, δεξιά υπήρχαν οι προθήκες με τα προσφερόμενα είδη και αριστερά και στο βάθος, τραπέζια και καρέκλες. Στην απώτερο βάθος υπήρχε κι ένα πιάνο. Αρκετές φορές, θυμάμαι τον Γιάκοβλεφ να παίζει! Είτε σχεδιάζοντας κάποια καινούργια σύνθεση, είτε εκτελώντας ένα ήδη γνωστό σουξέ, οπότε η παραμονή μου στο ζαχαροπλαστείο παρατεινόταν, παγιδευμένη από τη μαγεία που σκορπούσε το πιάνο κι ο Γιάκοβλεφ.
Το «Πέτρογκραντ» παρήκμασε κι έκλεισε, το κτίριο γκρεμίστηκε, ο Νίκυ Γιάκοβλεφ «έφυγε», διακριτικά το 1981, αλλά η Μαίρη Λω, νομίζω, ζεί ακόμη. Επίσης διακριτικά.
↧